Αποτελεί πρότυπο που αναφέρεται με κάθε ευκαιρία. Οχι μόνο για τη φυσική ομορφιά του, την αυθεντικότητα και την Ιστορία. Αλλά και για την καλή πρακτική.
Το Ζαγόρι δεν είναι τυχαία περίπτωση.
Σε κάθε μία από τις παραπάνω πτυχές του.
Γι’ αυτό και άλλη μια φορά έγινε το εφαλτήριο για μια ακόμα καλή πρακτική. Μια πρωτοβουλία που έχει στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη, σε εφαρμογή.
Στο Μικρό Πάπιγκο Ζαγορίου, την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, στις 5 Ιουνίου, ανακοινώθηκαν τα δύο μνημόνια συνεργασίας μεταξύ των υπουργείων Περιβάλλοντος και Τουρισμού, από τους αντίστοιχα αρμόδιους υφυπουργούς Γιώργο Αμυρά και Σοφία Ζαχαράκη. Το ένα για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού, μαζί με τον Οργανισμό για το Φυσικό Περιβάλλον και την Κλιματική Αλλαγή (ΟΦΥΠΕΚΑ) και τον Οργανισμό Ερευνας και Ανάπτυξης διαΝΕΟσις. Το δεύτερο, πάλι με τον ΟΦΥΠΕΚΑ και με το Ελληνικό Δίκτυο των Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO. Στόχος του η εξεύρεση χρηματοδότησης για την προστασία, την ανάπτυξη και τη βοήθεια σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ώστε να ενταχθούν στο Δίκτυο.
Ολα αυτά συνέβησαν και ανακοινώθηκαν στο Ζαγόρι. Οχι τυχαία. Ο τόπος ταιριάζει και σημειολογικά και στην πράξη.
Καθώς το Ζαγόρι ήταν και είναι «σαν έτοιμο από καιρό» για μια στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης.
Είναι σαν να την εφαρμόζει πριν ακόμα αυτή θεσμοθετηθεί.
Και πάλι, όχι τυχαία.
Γιατί το Ζαγόρι (δια)φυλάσσεται εδώ και δεκαετίες σαν κόρη οφθαλμού. Αρχικά, χάρη στο δυσπρόσιτο της μορφολογίας του και, στη συνέχεια, μέσω του ολοένα και πιο αυστηρού νομοθετικού πλαισίου περιβαλλοντικής και αρχιτεκτονικής προστασίας.
Ενός πλαισίου που παλαιότερα επισημαινόταν πόσο αυστηρό είναι, σήμερα όμως μακαρίζεται γιατί διατήρησε αναλλοίωτα όλα τα στοιχεία ενός τόπου καταρχάς ξεχωριστού και παράλληλα αειφόρου, ώστε να μιλάμε για βιοποικιλότητα, πράσινη οικονομία και ήπιες μορφές τουρισμού.
Τα Ζαγοροχώρια, αν και βασίζουν πλέον την ανάπτυξή τους κυρίως στον τουρισμό, δεν έχασαν το παραδοσιακό χρώμα τους, παραμένοντας αλώβητα στον χρόνο.
Και αυτό μέσα από ένα πλέγμα κανόνων που έγιναν σεβαστοί και είχαν σαν αποτέλεσμα αυτά τα 46 χωριά, με διακριτή γεωγραφική, οικιστική, ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα, να διατηρούν αναλλοίωτη την πολιτιστική κληρονομιά τους και την αρχιτεκτονική τους.
Το θέμα και το ζητούμενο πια –μια και η κατεύθυνση δείχνει μόνο προς τη βιωσιμότητα– είναι πόσα ακόμα «Ζαγόρια» μπορούμε να έχουμε. Ή πόσα «Ζαγόρια» ακόμα μπορούμε να φτιάξουμε. Σε τόπους που έτυχε να παραμείνουν αναλλοίωτοι, ή ξανά από την αρχή, μέσα από μια αναγκαία στροφή, σε τόπους που χρειάζεται να επανεξετάσουν τη διαδρομή τους.
Προφανώς κάθε τόπος δεν είναι ίδιος, έχει τα δικά του χαρακτηριστικά. Αλλά οι αρχές που διέπουν το Ζαγόρι μπορούν να είναι παρόμοιες.
Γιατί, τελικά, αυτή είναι και η αξία όσων ειπώθηκαν και ανακοινώθηκαν εκεί.
Και για να λειτουργήσουν όλα αυτά, χρειάζεται να υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Δηλαδή, ένα πλαίσιο κανόνων, ένας σχεδιασμός συνολικός, συντονισμένος. Ενα όραμα. Και μια συλλογική συμφωνία.
Η ευκαιρία για επανεξέταση, παράλληλα με τη βούληση, δίνεται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0. Αυτό περιλαμβάνει σημαντικές δράσεις και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες φιλοδοξούν να θέσουν τη χώρα σε μια αναπτυξιακή τροχιά. Ανάμεσά τους, αρκετές που αφορούν σε μεταρρυθμίσεις στον χωροταξικό και στον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Γιατί και οι δύο αυτές μεταρρυθμίσεις «αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση ή, διαφορετικά, τον καταλύτη για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων», επιδιώκοντας την ισορροπία μεταξύ «ανθρώπινων επιθυμιών» και «προϋποθέσεων για την ανάπτυξη», σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής Χωρικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ανέστης Γουριώτης.
Σύμφωνα με το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον τουρισμό, η περιοχή «Βόρειας Πίνδου – Ζαγορίου – Τζουμέρκων – ορεινός όγκος Δυτικής Θεσσαλίας», αναγνωρίζεται από το 2013 ως περιοχή με παραμεθόρια ανάπτυξη ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού.
Στα Ζαγοροχώρια, όμως, κάποια πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει από πολύ νωρίς. Με δύο υπουργικές αποφάσεις, το Πάπιγκο, το Μονοδένδρι (ΦΕΚ 648Β/25-11-1968) και το Δίλοφο (ΦΕΚ 84Β/5-2-69) χαρακτηρίστηκαν «οικισμοί εξόχου φυσικού κάλλους». Το Δίλοφο μάλιστα, «λόγω της αρχιτεκτονικής, πολεοδομικής και λαογραφικής σημασίας του» ανακηρύχθηκε από το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και ως «Ιστορικός Τόπος» (ΦΕΚ 284/ΑΑΠ/11- 9-2012).
Οπως καταγράφεται αναλυτικά στη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία «Regional Branding: Η περίπτωση των Ζαγοροχωρίων», της Αγλαΐας Ξάνθου για την Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με το ΠΔ της 19-10-1978 (594Δ/13-11-78), αρκετοί οικισμοί της περιοχής χαρακτηρίστηκαν για πρώτη φορά «παραδοσιακοί» και άρχισε να εφαρμόζεται ένα σχέδιο προστασίας τους, που έγινε πιο συγκεκριμένο με το ΠΔ της 26-9-1979 (615Δ/1-11-79), όπου τα Ζαγοροχώρια διακρίνονται σε δύο ομάδες, ως προς το καθεστώς προστασίας που τα διέπει, καθορίζοντας και τη σημερινή εικόνα τους. Από τότε ως σήμερα, το θεσμοθετημένο καθεστώς προστασίας διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με βάση και τα διεθνή πρότυπα και συνθήκες, με αποτέλεσμα τη διεύρυνσή του σε μία γενικότερη πολιτική χωροταξικού, πολεοδομικού και αναπτυξιακού σχεδιασμού.
Ακόμα, λόγω της αισθητικής τους αξίας, σε συνδυασμό με το φυσικό και δομημένο περιβάλλον τους, δέκα περιοχές των Ζαγοροχωρίων έχουν χαρακτηριστεί «Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους».
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, και το υπουργείο Ανάπτυξης, μέσω δύο μελετών που ενέταξε στο Ε.Π. «Τουρισμός-Πολιτισμός», ασχολήθηκε με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της περιοχής ως οικοτουριστικού προορισμού.
Αυτά εξηγούν γιατί το Ζαγόρι παρέμεινε αναλλοίωτο. Και γιατί βάδιζε στο μονοπάτι της αειφορίας, πριν αυτή η λέξη γίνει τόσο δημοφιλής. Το Ζαγόρι την είχε ήδη κάνει πράξη.
Αλλά και οι άνθρωποι λειτούργησαν στην ίδια λογική. Τον Δεκέμβριο του 2013, ιδρύθηκε το πρώτο δίκτυο ιδιωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, με την ονομασία «Zagori Excellence Network» (ΖΕΝ – Δίκτυο Αριστείας Ζαγορίου)» για την «προώθηση και κυρίως τη συνεργασία και την εξωστρέφεια των τουριστικών επιχειρήσεων της περιοχής» μέσα από διάφορες δράσεις κοινής προβολής (Zagori Excellence Network, 2014).
Σήμερα το Ζαγόρι δρομολογείται να γίνει το πρώτο πολιτιστικό τοπίο της Ελλάδας που θα μπει στον κατάλογο της UNESCO. Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανέλαβε τον συντονισμό των απαιτούμενων δράσεων, για την υποβολή της επίσημης πρότασης, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Ηπείρου και τον δήμο Ζαγορίου.
Για την ιστορία, η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε επτά χρόνια πριν. Το 2014, επί υπουργού Πολιτισμού Κώστα Τασούλα και με τη συμμετοχή της γενικής γραμματέως τότε Λίνας Μενδώνη, ξεκίνησε ένα εγχείρημα, με τη συνδρομή του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Πειραιώς και της πρώην προέδρου του Σοφίας Στάικου, για τη σύνταξη ενός ολοκληρωμένου και τεκμηριωμένου φακέλου αναφορικά με την ένταξη των Ζαγοροχωρίων στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως Πολιτιστικό τοπίο.
Κάτι που στη συνέχεια ατόνησε, για να επανέλθει η προετοιμασία του φακέλου ένταξης του Ζαγορίου στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO εκ νέου το 2020.
Μια ευκαιρία για προβολή του νεότερου πολιτισμού της Ελλάδας, σ’ έναν ιστορικό τόπο με φυσικό κάλλος. Και άριστα διατηρημένο.
Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά.
Η Ελλάδα είναι γεμάτη τόπους με φυσικές ομορφιές, πολιτιστική αξία, παλαιά ή νεότερη, παράδοση και αυθεντικότητα. Κάποιες φορές αυτά είναι φανερά και καθάρια. Και κάποιες ασφυκτιούν, μέσα σε αυθαιρεσίες και παρεμβάσεις μιας μικροκλίμακας.
Προφανώς και κάθε τόπος είναι διαφορετικός. Αλλά σε κάθε τόπο υπάρχουν τα πολύτιμα αυτά στοιχεία που πρέπει να αναγνωριστούν, να διαφυλαχθούν και να αναδειχθούν.
Στο Ζαγόρι αυτό έγινε νωρίς. Και αυτό προετοίμασε το κατάλληλο έδαφος για να καλλιεργηθούν και να εφαρμοστούν βιώσιμες πρακτικές.
Γιατί αν δεν υπάρχει το «έδαφος», καμία βιώσιμη πρακτική δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
Αρα, πόσα ακόμα «Ζαγόρια» μπορούμε ή θέλουμε να έχουμε;