Οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος έχουν μια ιδιομορφία. Οσο πιο αδιάφορες κρίνονται από τους πολίτες τόσο τροφοδοτούν τις κομματικές κοκορομαχίες, καθώς οι σκοπιμότητες εκατέρωθεν είναι οφθαλμοφανείς.
Από τις τρεις προηγούμενες αναθεωρήσεις (1986, 2001 και 2008) μόνο η πρώτη προκάλεσε πολιτική σύγκρουση, καθώς τότε αφαιρέθηκαν εξουσίες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γεγονός που οδήγησε την ΝΔ στην άρνηση και λόγω της «εκπαραθύρωσης» του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι άλλες δύο αναθεωρήσεις ήταν αρκούντως συναινετικές, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τα βρήκαν στα περισσότερα (το 2001 τροποποιήθηκε το αμαρτωλό άρθρο περί ευθύνης των υπουργών –που παρέμεινε αμαρτωλό– και το 2009 καταργήθηκε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, ήταν τα δύο επίμαχα ζητήματα).
Σήμερα η κυβέρνηση Τσίπρα προτείνει την τέταρτη αναθεώρηση. Ορισμένες από τις προτάσεις της είναι όντως προοδευτικές, άλλες μεσοβέζικες και άλλες απαράδεκτες. Η συστημική αντιπολίτευση διχάστηκε. Η ΝΔ επιδεικνύει ένα ανεξήγητο αρνητισμό ακόμα και σε θέματα που συμφωνεί. Το Ποτάμι, που δυσκολεύεται να αποφασίσει προς τα πού (θέλει να) πάει εκδίδει αντιφατικές και ακαταλαβίστικες ανακοινώσεις. Και το Κίνημα Αλλαγής λέει (περιέργως) το αυτονόητο: θα πάρει μέρος στη διαδικασία και θα ψηφίσει θετικά σε ό,τι συμφωνεί.
Οι κυβερνητικές προτάσεις είναι τεσσάρων ειδών:
–Οσες έχουν προοδευτικό πρόσημο. Για παράδειγμα, η καθιέρωση ανώτατου ορίου θητείας για τους βουλευτές. Για να σταματήσει, επιτέλους, το φαινόμενο κομματικά στελέχη να έχουν ως επάγγελμα το βουλευτιλίκι από τα νιάτα τους έως τα γεράματά τους. Επίσης, η τροποποίηση του περιβόητου άρθρου 86 με στόχο να μειωθεί η προστασία που παρέχεται στα πολιτικά πρόσωπα σε υποθέσεις διαφθοράς. Θετική είναι και η πρόταση να αποσυνδεθεί η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής.
–Οι μεσοβέζικες. Τέτοια είναι η πρόταση να γίνει το κράτος «ουδετερόθρησκο». Η οποία, πάντως, πόρρω απέχει από την παλιά πρόταση για πλήρη διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. Αλλά, εδώ που τα λέμε, κανένα κόμμα εξουσίας δεν θα το αποτολμούσε.
–Οι απαράδεκτες. Τέτοια είναι η πρόταση για καθιέρωση πάγιου αναλογικού συστήματος. Πρόκειται για αχρείαστη υπερβολή, η οποία ίσως αποβεί και επικίνδυνη κάποια στιγμή. Η χώρα δεν χρειάζεται προτάσεις που μπορεί να την οδηγήσουν σε ακυβερνησία. Η σημερινή πρόβλεψη, που δεν επιτρέπει στην εκάστοτε πλειοψηφία να αλλάζει το εκλογικό σύστημα και να το εφαρμόζει αμέσως (αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές), είναι σωστή. Θα μπορούσε να γίνει πιο σωστή αν γινόταν μικρότερο και το μπόνους που προβλέπεται για το πρώτο κόμμα, έτσι ώστε και να μην υπάρχει σκανδαλώδης εύνοια και να διασφαλίζεται, υπό προϋποθέσεις, ο σχηματισμός κυβέρνησης.
–Οι αστείες. Oπως αυτές για την «προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων» και «της εργασίας και των εργαζομένων». Καλά θα κάνει ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ να αφήσουν κατά μέρος τέτοιες κουτοπονηριές, τις οποίες δεν πιστεύουν ούτε οι πιο αφελείς οπαδοί τους. Καμιά συνταγματική έλλειψη δεν εμπόδισε την προστασία αυτών των δικαιωμάτων όσο υπήρχαν οι οικονομικές προϋποθέσεις για να προστατευθούν. Αντίθετα, αυτά τα δικαιώματα καταβαραθρώθηκαν όταν η χώρα έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αφού όλες οι κυβερνήσεις -και η σημερινή- τα πετσόκοψε.
Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ επιχειρούν με την συνταγματική αναθεώρηση και να αλλάξουν την επικοινωνιακή ατζέντα και να στριμώξουν την ΝΔ, με την κατηγορία ότι δεν θέλει να αλλάξει το άρθρο για την ποινική ευθύνη των υπουργών, επειδή φοβάται σκελετούς (τύπου Παπαντωνίου) στα ντουλάπια της.
Το περίεργο είναι ότι η ΝΔ πέφτει στην παγίδα. Αντί να δηλώσει καθαρά και ξάστερα ότι θα ψηφίσει την αλλαγή του συγκεκριμένου άρθρου, υπενθυμίζει απλώς ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το 2006 έχει ταχθεί υπέρ αυτής της αλλαγής. Οντως, έτσι είναι. Ομως, στην αναθεώρηση του 2008 το άρθρο αυτό ΔΕΝ αναθεωρήθηκε, γιατί το κόμμα του (αυτό κυβερνούσε) δεν το έκανε.
Η επίκληση (ως δικαιολογία) της άρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να συναινέσει στην αλλαγή του άρθρου 16 ώστε να ιδρυθούν και ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι πειστική. Βασίζεται στη λογική «δεν συμφωνώ σε τίποτα πριν φύγουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ». Ομως, εν προκειμένω, πέραν του αντιπολιτευτικού μαξιμαλισμού (οι αλλαγές γίνονται πάντα από τις πλειοψηφίες, όχι από τις μειοψηφίες), ελλοχεύει ο κίνδυνος να μη ψηφιστεί καμιά από τις ώριμες αλλαγές ούτε στην επόμενη πενταετία. Διότι αν από αυτή τη Βουλή ψηφιστούν τα προς αναθεώρηση άρθρα μόνο με 151 βουλευτές (αν η ΝΔ αρνηθεί), τότε στην επόμενη Βουλή θα χρειαστούν 180 ψήφοι. Και είναι πιθανό να μη βρεθούν και όλα να παραπεμφθούν στις ελληνικές καλένδες.
Η ιδεοληπτική άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν δικαιολογεί το τυχοδιωκτικό «όχι σε όλα» της ΝΔ. Ο κ. Μητσοτάκης επιδεικνύει μια ανεξήγητη φοβικότητα. Ειδικά σ’ αυτό το θέμα δεν έχει κανένα λόγο, αφού εμφανίζεται βέβαιος ότι θα έχει την πλειοψηφία στις προσεχείς εκλογές. Η νέα πλειοψηφία, δηλαδή η δική του, θα κάνει την αναθεώρηση. Εκτός αν δεν το πιστεύει κατά βάθος.
Το ίδιο ισχύει εν προκειμένω και για το Ποτάμι, αν επιλέξει, τελικά, την άρνηση, ανάγοντας το θέμα των πανεπιστημίων σε υπέρτατη σκοπιμότητα. Επιτέλους, ας σταματήσουν εκεί στο Ποτάμι να ζαλίζουν όσους ψηφοφόρους τους έχουν απομείνει. Τη μια τα βάζουν με τον Κώστα Σημίτη, δίνοντας την εντύπωση ότι κάνουν αβάντα στον Τσίπρα. Και την άλλη τα μπερδεύουν στα συνταγματικά, ταυτιζόμενοι με τον Μητσοτάκη.
Αντίθετα, το Κίνημα Αλλαγής επέλεξε αυτή τη φορά την αυτονοήτως ορθή στάση. Θα πάρει μέρος στη συζήτηση και θα υπερψηφίσει ό,τι θεωρεί ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Εν κατακλείδι: η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι σοβαρό θέμα για την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, διότι δεν πιστεύουν ότι επηρεάζει καθοριστικά την ζωή τους. Είναι μια διαδικασία που αφορά τα κόμματα και λίγους ειδικούς. Θα είναι κρίμα αν οι πρόσκαιρες σκοπιμότητες εκατέρωθεν οδηγήσουν, για άλλη μια φορά, στα αζήτητα τουλάχιστον ορισμένες καίριες αλλαγές, στις οποίες συμφωνούν σχεδόν όλοι.