Αυτές τις ημέρες, καθώς αναμένουμε τη νομοθετική ρύθμιση για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, πολιτευτές και βουλευτές βρίσκονται σε κίνηση. Οχι σε μία ή σε δύο, αλλά σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας. Καθώς η Εκκλησία ετοιμάζει επιστολές στα μέλη του κοινοβουλίου και αναμένονται πύρινα κηρύγματα στις εκκλησίες την Κυριακή 4/2, κάποιοι βλέπουν μπροστά τους μια χρυσή ευκαιρία.
Η ευκαιρία αυτή δεν σχετίζεται με την ορθόδοξη πίστη. Οι απόψεις της Εκκλησίας για το θέμα είναι απλώς η κατάλληλη αφορμή. Συνήθως για να πάρουν το αίμα τους πίσω απέναντι στους τοπικούς ανταγωνιστές τους. Στην περίπτωση των κυβερνητικών βουλευτών το κίνητρο ενισχύεται όταν οι ανταγωνιστές στην ίδια Περιφέρεια είναι και Υπουργοί, οι οποίοι, αν δεν ψηφίσουν το νομοσχέδιο, κινδυνεύουν να χάσουν τη θέση τους στην κυβέρνηση.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο ωφελιμοθηρίας και εν τέλει εργαλειοποίησης της Εκκλησίας, την οποία αξιοποιούν ως δεξαμενή για να αλιεύσουν σταυρούς. Με το άλλοθι ότι σέβονται τις παραδόσεις και τα μυστήρια (παρότι δεν μιλάμε για θρησκευτικό γάμο) και με πρόσχημα ότι αντιμετωπίζουν «ζήτημα συνείδησης» —παρότι έχουν ορκιστεί: «να υπακούω στο Σύνταγμα», που ορίζει πώς όλοι έχουμε «ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».
Ολα αυτά μαζί, στην οπτική και την πρακτική των βουλευτών που περιοδεύουν και ψηφοθηρούν (με αστυνομική φύλαξη, αυτοκίνητα και καύσιμα που τα πληρώνουν με φόρους και οι ομοφυλόφιλοι πολίτες) συνθέτουν ένα πακέτο εφαρμοσμένου αμοραλισμού. Η λιτάνευση αυτού του αμοραλισμού συμβαίνει σε διάφορες εκλογικές περιφέρειες στο όνομα της «ηθικής».
Ωστόσο, όπως έδειξε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην «Αυγή», η συνταγματική ηθική μέσω της λογικής των δικαιωμάτων «κατισχύει σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ηθική αντίληψη, θρησκευτική ή φιλοσοφική».
Το χειρότερο είναι ότι σε ορισμένες περιοχές, ιδίως στις πιο κλειστές κοινωνίες και σε τμήματα της περιφέρειας που δεν έχουν ωφεληθεί από τον τουρισμό και την ανάπτυξη, η αντίδραση λαμβάνει τη μορφή του στιγματισμού των ομοφυλόφιλων. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το κλίμα για την ελεύθερη έκφραση και τα αισθήματα των ανθρώπων που το υφίστανται σε χωριά και κωμοπόλεις. Τέτοιους κινδύνους συνδαυλίζουν επομένως όσοι υπερηφάνως δηλώνουν «πρόβλημα συνειδήσεως».
Είναι μάλλον περιττό να επαναλάβουμε τα «αυτονόητα», ότι σε μια ευρωπαϊκή χώρα τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι θέμα πλειοψηφίας και ότι με βάση το Σύνταγμα, τους νόμους τους ψηφίζει η Βουλή και δεν τους εγκρίνει η Εκκλησία. Χρήσιμο είναι ίσως να θυμίσουμε ότι το 2001, μετά τη συλλογή υπογραφών με στόχο τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τις ταυτότητες, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος είχε δώσει στην Εκκλησία την παρακάτω απάντηση: «Οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».
Παρότι, λοιπόν, στη κορυφή της Ελλαδικής Εκκλησίας υπάρχει γνώση και συνείδηση των διακριτών ρόλων, δεν λείπουν ιεράρχες που δίνουν άλλοθι στους περιοδεύοντες και ψηφοθηρούντες πολιτικούς. Ενίοτε με εκφράσεις απαράδεκτες και προσβλητικές για συμπολίτες μας, με αφορμή πάντα τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, και εν τέλει αντιχριστιανικές: γιατί αντιστρατεύονται της έννοια της αγάπης —και υποδαυλίζουν το στίγμα και το μίσος.
Συνασπιζόμενοι με όσους βουλευτές παίζουν το δικό τους ιδιοτελές παιχνίδι, αυτοί οι λίγοι, ελπίζουμε, ιεράρχες προσβλέπουν εμμέσως στη χειραγώγηση της πολιτικής ζωής. Και στρώνουν το έδαφος για τους πολιτικούς που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να θίξουν ανθρώπινα δικαιώματα με τον σταυρό στο χέρι, για λίγους ακόμα σταυρούς. Ελπίζοντας ότι θα εξασφαλίσουν την μηνιαία βουλευτική αποζημίωση των 7.000 ευρώ τον μήνα και την επόμενη τετραετία, την οποία όμως πληρώνουν με τους φόρους τους και οι ομοφυλόφιλοι φορολογούμενοι.