Αν έχεις δει τα πρόσωπα των παιδιών όταν σχολάνε, ιδίως των μικρότερων, ξέρεις. Πλησιάζουν την καγκελόπορτα του σχολείου, βγαίνουν από το σχολικό και τα μάτια τους ψάχνουν το οικείο πρόσωπο απέξω. Εκείνον που ξέρουν ότι κάθε μέρα έρχεται να τα παραλάβει. Μόλις τον βλέπουν, φωτίζει το πρόσωπό τους, χαμογελούν, ησυχάζουν. Είναι μια μικρή, υποσυνείδητη επιβεβαίωση ότι όλα βαίνουν καλά.
Την Τρίτη το μεσημέρι, δύο ανήλικα παιδιά στην Καλαμαριά σχόλασαν και δεν τα περίμενε το οικείο πρόσωπο. Τα περίμεναν ειδικοί ψυχολόγοι της ΕΛ.ΑΣ. που έφτασαν στο σχολείο για να τα στηρίξουν. «Πού είναι η μαμά μου;», θα ρώτησαν πιθανώς, παρακαλώντας από μέσα τους να μπουν στο σχολικό και να πάνε επιτέλους σπίτι, να κατέβουν και να τρέξουν στην πιο οικεία αγκαλιά του κόσμου.
Πώς να πεις σε αυτά τα παιδιά ότι στην αγκαλιά αυτή δεν θα ξαναμπούν; Πώς να τους πεις ότι η μάνα τους δολοφονήθηκε το πρωί, μόλις φύγανε με το σχολικό λεωφορείο; Σας φίλησε, σας χαιρέτησε, και μόλις ανέβηκε στο σπίτι, ήρθε ο μπαμπάς σας ο αστυνομικός και την πυροβόλησε με καραμπίνα. Υστερα αυτοκτόνησε κι αυτός. Αυτά έγιναν όσο κάνατε μάθημα, παίζατε και χαιρόσασταν με τους συμμαθητές σας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 2023. Θα τη θυμάστε αυτή τη μέρα για όλη σας τη ζωή. Και όλη σας η ζωή τώρα έχει αλλάξει.
Τα ορφανά των γυναικοκτονιών έχουν τη δική τους μαύρη ημερομηνία στο ημερολόγιο. Την ημέρα που γκρέμισε το γονεϊκό τους οικοδόμημα ο ίδιος ο πατέρας τους. Δεν ξέρω πώς ένας άνθρωπος μπορεί να το χωνέψει αυτό, πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν και πόση δουλειά χρειάζεται να κάνει με τον εαυτό του για να βάλει μια ανακουφιστική επικάλυψη επάνω στη βαθιά πληγή του. Για να απαντήσει στο ανεξήγητο, τρελό ερώτημα, πώς ένας άνδρας, ο μπαμπάς τους ο ίδιος, μπόρεσε να αφαιρέσει το σωληνάκι που τροφοδοτεί με μητρικό οξυγόνο την ανθρώπινη ύπαρξη στην πιο ευαίσθητη φάση της.
Είναι πλέον τόσο πολλές οι περιπτώσεις έμφυλης βίας με απόληξη τη δολοφονία γυναικών, που κοντεύουμε να συνηθίσουμε στο άκουσμά τους. Κάθε τρεις και λίγο μαθαίνουμε για έναν άνδρα που αφαίρεσε τη ζωή της πρώην, της νυν του, της γυναίκας ή της συντρόφου του ή οποιασδήποτε άλλης που δεν δέχτηκε να είναι κτήμα του, να πηγαίνει με τα νερά του, να συμφωνεί με το δικό του μοντέλο σκέψης, με τα δικά του θέλω και με τις δικές του προσδοκίες. Για έναν άνδρα που δεν άντεξε να μην είναι ο άρχοντας ενός γυναικείου σύμπαντος και αποφάσισε να του βάλει μπουρλότο.
Θα προλάβουμε να περιορίσουμε το φαινόμενο πριν πάθουμε ανοσία; Γιατί μια γυναικοκτονία δεν συμβαίνει έτσι, στα ξαφνικά, τουλάχιστον όχι πάντα. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει μια πορεία που οδηγεί εκεί, και σε αυτή την πορεία υπάρχουν θεατές, μάτια και αφτιά που καταγράφουν ανησυχητικά σημάδια. Αλλά κάνουν ότι δεν βλέπουν. Μέχρι να γίνει το κακό. Και τότε κάποιος μπορεί να πει: «Μια φορά άκουσα φωνές και βρισίδια από το σπίτι τους» ή «τον είδα να την τραβολογάει στον δρόμο».
Ο εν ψυχρώ γυναικοκτόνος της Καλαμαριάς, και αυτόχειρας, είναι ένας ακόμα λεκές στο χαλάκι της διπλανής εξώπορτας. Το θέμα είναι τι θα μπορούσαμε σαν κοινωνία να κάνουμε πριν ξεχυθεί το αίμα μέσα από ένα σπίτι. Οσο η κοινωνία αφήνει τη βία κατά των γυναικών και τον μισογυνισμό να περνάει κάτω από τη μύτη της, μια γυναικοκτονία θα τρεντάρει κάθε βδομάδα στα κοινωνικά δίκτυα, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια. Και τους χειρότερους παιδικούς εφιάλτες.