«Eφερε στον κόσμο το δέκατο παιδί της με τη βοήθεια της πολύτεκνης μαίας που επιστρέφοντας σπίτι σκοτώθηκε στο δρόμο». Με αυτό το θέμα ασχολήθηκε τις προάλλες η Τατιάνα Στεφανίδου. Δείχνοντας φωτογραφίες από την κηδεία της πολύτεκνης μαίας, όπου «ποιος δεν θυμάται τα παιδιά της λευκοντυμένα να ψάλλουν τον Αναστάσιμο Κανόνα και να χαμογελούν». Στην ίδια εκπομπή παρακολουθήσαμε την ιστορία της «μαύρης χήρας» που κατηγορείται πως δολοφόνησε τον σύζυγό της, την ιστορία του αγοριού που έπαθε εγκαύματα όταν έριξαν πάνω του καυτό νερό, ενώ η ψυχαγωγία μας ολοκληρώθηκε με συνέντευξη της μητέρας μαθητή που εξερράγη το κινητό του. Ανάμεσα σε εκρήξεις, πυροβολισμούς και ζεματίσματα η παρουσιάστρια διαφήμιζε την προσφορά της εκπομπής: «ένα αυτοκίνητο, έναν ψυγειοκαταψύκτη, ένα πλυντήριο και ένα χαλί».
Με πρόσχημα την ενημέρωση η Στεφανίδου παρουσιάζει ένα horror show για γερά νεύρα, εισβάλλοντας σε οικογένειες που θρηνούν απώλειες και αντιμετωπίζοντας την ανθρώπινη δυστυχία ως σαπουνόπερα. Με πρόσχημα τη μόδα τα «Greece’s next top model», «My style rocks» και «Shopping star» παραδίδουν στη χλεύη του κοινού γυναίκες που είναι τυφλωμένες από την ωραιοπάθειά τους δεν καταλαβαίνουν πως χρησιμοποιούνται ως διασκεδαστές των πληθών. Με πρόσχημα την ανάγκη των ανθρώπων για συντροφικότητα το «Power of love» γελοιοποιεί νέα αγόρια και κορίτσια βάζοντάς τα να ξεκατινιάζονται σε ένα θλιβερό νυφοπάζαρο. Με πρόσχημα την ευγενή άμιλλα reality όπως το «Nomads» εκθέτουν σε κοινή θέα τη χειρότερη πλευρά του χαρακτήρα των παικτών τους. Με πρόσχημα την αγάπη των Ελλήνων για τη μουσική το «Στην υγεία μας ρε παιδιά» επαναφέρει τον λουλουδοπόλεμο και το σπάσιμο πιάτων. Με πρόσχημα, πάντα, τη λαϊκή ψυχαγωγία, η ελληνική τηλεόραση ψυχαγωγεί με κακής ποιότητας σόου, με ξεπερασμένης αισθητικής σίριαλ, με ριάλιτι. Φταίει η οικονομική κρίση; Φταίνε οι επιλογές των επικεφαλής των καναλιών; Φταίει το κοινό που δίνει θετική ψήφο σε εκπομπές που το προσβάλλουν;
Για να είμαστε δίκαιοι, πριν να κρίνουμε αυστηρά τη δική μας ας ρίξουμε μια ματιά στις τηλεοράσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Θα διαπιστώσουμε πως το επίπεδο των ψυχαγωγικών εκπομπών είναι σε γενικές γραμμές αρκετά χαμηλό, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο συνδρομητικά κανάλια και διαδικτυακές πλατφόρμες κερδίζουν έδαφος. Εστιάζοντας στην ελληνική τηλεόραση εκείνο κυρίως παρατηρούμε είναι πως έχει καθηλωθεί σε περασμένες δεκαετίες και πως αναπαράγει πεισματικά τη ρετρό εικόνα της: Οι σταρ της _ Ελένη Μενεγάκη, Γρηγόρης Αρναούτογλου κ.ά. δεν έχουν καταφέρει να βελτιώσουν σε τίποτα τον παλιό, ανεπαρκή σήμερα, τηλεοπτικό εαυτό τους. Οι παρουσιαστές της νεότερης γενιάς ή μιμούνται τους παλιούς ή μοιάζουν αμήχανοι σε εκπομπές που στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτε να πουν. Η αισθητική των σίριαλ έρχεται κατευθείαν από τα 80’s. Η επιστροφή σε παλιές συνταγές τηλεπαιχνιδιών όπως τα «Ρουκ ζουκ» και «Deal» επιβεβαιώνει την αδυναμία του συστήματος να δημιουργήσει κάτι νέο.
Δεν είναι μόνο η ψυχαγωγία. Και στην ενημέρωση τα πράγματα μοιάζουν κολλημένα στο χθες, με τους γνωστούς εδώ και χρόνια «μαΐντανούς» (πολιτικούς, δημοσιογράφους, πανελίστες) να συμμετέχουν σε ατελείωτες, βαρετές και αδιέξοδες συζητήσεις και με τα δελτία ειδήσεων να επικεντρώνουν στον μικρόκοσμό μας αγνοώντας στην πραγματικότητα τη διεθνή επικαιρότητα –αυτό το διαπιστώνεις εύκολα αν συγκρίνεις ένα δικό μας δελτίο με τα δελτία του BBC ή της DW. Κατά τα άλλα, η παιδική ζώνη έχει καταργηθεί από όλα σχεδόν τα ιδιωτικά κανάλια, τα ντοκιμαντέρ δεν έχουν θέση στο πρόγραμμά τους, οι εκπομπές δημοσιογραφικής έρευνας είναι πλέον ελαχιστότατες, ενώ η δημόσια τηλεόραση έχει απαξιωθεί κατηγορούμενη ως όργανο κυβερνητικής προπαγάνδας _ αν και εγώ δεν τη θυμάμαι ποτέ να υπήρξε κάτι διαφορετικό.
Ποιος φταίει; Η οικονομική κρίση είναι ένα ωραίο άλλοθι. Παρακολουθώντας όμως και καλύπτοντας δημοσιογραφικά εδώ και πολλά χρόνια την ελληνική τηλεόραση, θεωρώ πως δεν είναι τα χρήματα ο παράγοντας στον οποίο οφείλεται η παρακμή διαρκείας. Τι καλύτερο κάναμε την εποχή που υπήρχαν λεφτά; Αποθεώναμε τη Ρούλα Κορομηλά που πάσχιζε για να συντάξει σωστά μια πρόταση στο «Μπράβο Ρούλα» και τις σουρεαλιστικές σαπουνόπερες του Νίκου Φώσκολου. Νομίζω πως το πρόβλημα αφορά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη λαϊκή ψυχαγωγία στην Ελλάδα: Ως ένα προϊόν χαμηλού επιπέδου, χοντροκομμένο και προχειροφτιαγμένο.
Μην έχοντας αντιληφθεί εγκαίρως τις δυνατότητές της τηλεόρασης την αντιμετωπίσαμε ως είδος ευτελές, δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός «χαζοκούτι». Φτηνή διασκέδαση της ζητήσαμε (δίνοντας υψηλές θεαματικότητες σε αυτού του είδους τις εκπομπές και γυρίζοντας τις περισσότερες φορές την πλάτη στις σοβαρές προσπάθειες) αυτό μας έδωσε. Αυτό συνεχίζει να μας δίνει, γιατί έτσι έμαθε να λειτουργεί. Μόνο που τώρα, έχοντας ανακαλύψει τα Netflix και τα Prime Video, και έχοντας γνωρίσει (και μέσα από το παράνομο downloading) τις θαυμάσεις σειρές που γυρίζουν τα αμερικανικά κανάλια αλλά και τα δίκτυα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, οι εκπτώσεις της δικής μας τηλεόρασης μάς κακοφαίνονται.
Ακούω όλο και περισσότερους να δηλώνουν πως δεν βλέπουν ελληνική τηλεόραση, αλλά προτιμούν τις συνδρομητικές πλατφόρμες. Σε μια εποχή δραματικών αλλαγών αλλάζει και ο τρόπος της οικιακής ψυχαγωγίας. Τα ελληνικά κανάλια ή θα συμμετέχουν στην ανταγωνιστική αγορά αλλάζοντας τη φιλοσοφία τους, βάζοντας νέες ποιοτικές παραμέτρους και διαμορφώνοντας αναλόγως το πρόγραμμά τους ή θα συνεχίσουν να εκπέμπουν από την εποχή των «Τετραγώνων των αστέρων». Προβάλλοντας σε νιοστή επανάληψη το «Καφέ της Χαράς» και συζητώντας την επιστροφή του με νέα επεισόδια γιατί και αυτό ακούστηκε. Με τη Χαρά, εν προκειμένω, να σερβίρει στους Ελληνες τηλεθεατές που θα έχουν ένα «χαζοκούτι» χωρίς πρόγραμμα, τον καφέ της παρηγοριάς.