Η είδηση είναι εντυπωσιακή – αν όχι και ιλαρή, στο πρώτο άκουσμα της. Οι πολιτικοί τηρούν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις! Πολύ περισσότερο από όσο νομίζετε, η Πολιτική σφιχταγκαλιάζεται με την αλήθεια, και παίρνει εντελώς στα σοβαρά ό,τι υπόσχεται μπροστά στην κάλπη, με την κάψα της νίκης, του εκλογικού θριάμβου.
Διεθνής έρευνα (εδώ), η οποία έχει διεξαχθεί σε βάθος δεκαετιών, φέρνει στην επιφάνεια ευρήματα πολύτιμα, αν μη τι άλλο προς προβληματισμό και σταδιακή ανατροπή των στερεοτύπων – αυτή κι αν θέλει βάθος χρόνου. Μια τέτοια εξέλιξη θα επανακαθόριζε ασφαλώς την πολιτική σκηνή, και όχι μόνο στη δική μας χώρα, βοηθώντας την να βγει από την ανυποληψία του καιρού της κρίσης, θα εμπέδωνε την έννοια της Δημοκρατίας, θα μίκραινε πλείστα όσα φαινόμενα λαϊκισμού. Αλλά μάλλον είναι νωρίς για να κάνουμε όνειρα. Διότι το χάσμα που γεννάται ανάμεσα στον απλό πολίτη και τον ερευνητή είναι προς το παρόν αβυσσαλέο.
Ο μέσος ψηφοφόρος εμφανίζεται να βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα σε όποιον ισχυρίζεται ότι τα «θα» των πολιτικών – ολοστρόγγυλα, φανταχτερά στη γκρίζα πραγματικότητα της αλήθειας – θα υλοποιηθούν όταν πάρει την εξουσία. Και ότι δεν είναι απλώς κρίκοι στην αλυσίδα της ζωής των κομμάτων και των εκπροσώπων τους: υποσχέσεις – ψήφοι – εκλογή – ρουσφέτια.
Ποιος δεν είναι καχύποπτος απέναντι στους Τόρις οι οποίοι ενόψει της αναμέτρησης της 12ης Δεκεμβρίου στην ιδιαίτερη χώρα που λέγεται Βρετανία (του Brexit), έχουν υποσχεθεί το τέλος της πολιτικής λιτότητας; Ή τους Εργατικούς του Τζέρεμι Κόρμπιν που ορκίζονται προεκλογικά στο όνομα του «δωρεάν ίντερνετ για όλους» (προτείνουν μεταξύ άλλων την εξαγορά της βρετανικής Τelecom από το κράτος και τη δωρεάν διάθεση των υπηρεσιών της στους πολίτες) μέχρι την επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων και του οργανισμού ύδρευσης;
Στην εποχή του γιγαντιαίου πολιτικού κυνισμού, ούτε ένας στους τρεις καλά – καλά (σε δείγμα 1.435 ερωτηθέντων, βρετανικής μελέτης του 2019) δεν συμφώνησε με τη θέση ότι οι πρωθυπουργοί καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να υλοποιούν προεκλογικές τους υποσχέσεις. Περισσότεροι από τους μισούς διαφώνησαν. Ψίχουλα – ψήγματα πίστης ακόμη και για τους κορυφαίους της Πολιτικής.
Γράψτε λάθος κι ακούστε τα νέα τα συνταρακτικά. Στην υπηρεσία μιας ολόκληρης επιστημονικής τάσης που ψάχνει ενδελεχώς αν και κατά πόσο συνδέονται οι υποσχέσεις με την κυβερνητική πράξη, έρευνα του 2017 αξιολόγησε 20.000 συγκεκριμένες υποσχέσεις, από μια δεξαμενή 57 εκλογικών αναμετρήσεων, σε 12 χώρες.
Η ισχυρότερη σύνδεση του «πριν» και του «μετά» στην πολιτική αρένα εντοπίζεται στη Μεγάλη Βρετανία, με ποσοστό άνω του 85% των υποσχέσεων από κυβερνώντα κόμματα να έχουν έστω και μερικώς πάρει σάρκα και οστά.
Οι διαφορές είναι αισθητές ανάλογα με το αν έχουμε να κάνουμε με πλειοψηφικό μοντέλο δημοκρατίας ή συναινετικό μοντέλο – consensus democracy, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται από την Πολιτική Επιστήμη.
Το ενδιαφέρον σε κάθε περίπτωση είναι ότι τα ποσοστά παίρνουν την κατιούσα όταν η έρευνα αναζητεί αποφάσεις υλοποίησης υποσχέσεων εντός κυβερνήσεων συνεργασίας. Όταν δεν είναι μονοκομματική η εξουσία, όταν η δύναμη μιας κυβέρνησης μοιράζεται, δυσκολότερα οι πολιτικοί βρίσκουν τον δρόμο της εφαρμογής των μανιφέστο τους. Η Ιταλία και η Αυστρία, όπου παραδοσιακά κυβερνούν συνεργατικά πολιτικοί σχηματισμοί, δεν καταλαμβάνουν και την καλύτερη δυνατή θέση στην έρευνα. Μπορεί να έχουν κατακτήσει την τέχνη του συμβιβασμού, πλην όμως αδυνατούν να κινηθούν με ευελιξία και απέχουν πολύ από την ιδιότητα των «doers», με αποτέλεσμα να εκπληρώνονται με το στανιό οι μισές τους υποσχέσεις.
Παίζει ρόλο βεβαίως κάθε φορά αν τα δημόσια ταμεία είναι γεμάτα, αν ένα κόμμα διαθέτει κυβερνητική εμπειρία – άλλο είναι να ξέρεις και την τελευταία τρύπα στη Διοίκηση, κι άλλο να ψάχνεις πως χαμηλώνει η υπουργική καρέκλα. Έχει επίσης σημασία το αν ένα κόμμα έχει πολιτικούς συμμάχους και μέσα από ζυμώσεις καταφέρνει νίκες. Αν του επιτρέπουν και σημαντικοί «άλλοι» να δώσει στον κόσμο αυτά που είχε ως σημαία και δεν αναλώνονται σε κοινοβουλευτικές τρικλοποδιές.
Όπως και να ‘χει, όλα αυτά μοιάζουν να σκιαγραφούν απλώς ένα παράδοξο — το οποίο παρεμπιπτόντως έχει και επιστημονικό όνομα (The Pledge Paradox – Το Παράδοξο της Υπόσχεσης /Δέσμευσης). Διότι άλλα λένε τα επιστημονικά κιτάπια, και άλλα οι παρέες.
Πόσοι ψηφοφόροι στην ελληνική πραγματικότητα θεωρούν παρωχημένο ανθρωπότυπο τον Ψευτοθόδωρο; Γιατί άραγε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση τα social media αναπαράγουν τη σκηνή-«χορογραφία» με την ομαδική μούντζα του Μαυρογιαλούρου;
Είναι κομματάκι δύσκολο να πείσεις τον μέσο Ελληνα ότι ο Βασίλης Λεβέντης υπήρξε αξιόπιστος μετά την είσοδό του στη Βουλή, και από κει που έλεγε ότι θα άλλαζε το σύνολο των βουλευτών του εντός εξαμήνου, για να δώσει και σε άλλα στελέχη του το βάπτισμα του πυρός στο κοινοβούλιο, μετά περιφερόταν στα κανάλια με κάτι «ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις», και «ε! δεν είχα κάνει και συμβόλαιο με κανέναν».
Είναι ζόρικο να πεις στο twitter ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με την παρέα του και τη θεαματική τους #kolotoumba, υπηρέτησαν τον κανόνα της Αλήθειας.
Ακόμη και τα συνθήματα με τα οποία η συλλογική συνείδηση έχει συνδέσει κυβερνητικές θητείες, ακούγονται μόνον ψευδή πλέον. Το ΠΑΣΟΚ είχε δει λεφτά κι εκεί που δεν υπήρχαν (όσο κι αν ο Γιώργος Παπανδρέου επιμένει στα περί παρανόησης), επί ΝΔ το κράτος είχε «επανιδρυθεί» με ρυθμούς που το είχαν καταβάλει.
Οι εντυπώσεις φαίνεται άλλωστε να εξαρτώνται σημαντικά από τη σημασία των υποσχέσεων που απέκτησαν οντότητα.
Ο κόσμος, σημειώνουν οι ερευνητές, τείνει να αντιδρά πιο έντονα στην αρνητική πληροφορία, διακατέχεται τρόπον τινά από αρνητική προκατάληψη, στοιχείο που μπορεί να τον οδηγήσει στο να θυμάται και καλύτερα όσα τον ματαίωσαν, τον απογοήτευσαν, όσα στροβιλίζονταν προεκλογικά προκαλώντας του ευφορία, αλλά κατέπεσαν αργότερα.
Από την άλλη, είναι πολύ πιθανό οι ψηφοφόροι να «αντιδρούν» μόνο στην εκπλήρωση ή μη υποσχέσεων που με τον άλφα η τον βήτα τρόπο τους αφορούν, σε θέματα που τους κόφτουν και τους καίνε. Τα έρμα τα κόμματα, μαγνήτες στις κατάρες έτσι κι αλλιώς (λέει η Επιστήμη)…
Στην εγχώρια σκηνή πάντως, η μάχη της 7ης Ιουλίου, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την κρίση, απέδειξε περίτρανα το τέλος των εξωτικών υποσχέσεων, των παρδαλών ονείρων. Κανείς δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του στις γελοιογραφίες, ως πολιτικό Πινόκιο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο νικητής με άλλα λόγια της μάχης αυτής, είχε επιλέξει να κινηθεί στη λογική τού «Δε θα δώσω ψεύτικες υποσχέσεις» και «Η ελπίδα στηρίζεται στην αλήθεια».
Μακριά από ανεφάρμοστες υποσχέσεις και μαξιμαλιστικές προσδοκίες, μακριά από τη λογική του «Do it better – εμείς θα το κάνουμε καλύτερα», κέρδισε τη συναίνεση για αυτονόητες τομές. Υποσχόμενος να οδηγήσει χωρίς αλαζονεία και αμετροέπεια, τη χώρα στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, το σύστημα του 21ου αιώνα που σε σημαντικό βαθμό εφαρμόζεται στη Σκανδιναβία, την Ωκεανία και τον Καναδά. Στο τέλος της θητείας του, θα δει τον εκλογικό λογαριασμό για όσα είπε, αλλά θα ή δεν θα κάνει.
Διανύουμε εξάλλου την περίοδο κατά την οποία το πολιτικό πάτημα γερά στη γη εκτιμάται όσο κάποτε το ταξίδι στον ουρανό με τα άστρα – ενίοτε υπό τον σαγηνευτικό ήχο των «Κάρμινα Μπουράνα».