Απόψεις

Ποιος είναι σήμερα ο εθνικός μας στόχος;

Γιατί όλο και κάτι «στραβώνει»; Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο η χώρα μοιάζει να επιστρέφει με ευκολία στην εσωστρέφεια και στην γκρίνια, παρά τις καλές οικονομικές της επιδόσεις; Μια ματιά στο πρόσφατο παρελθόν φανερώνει ένα στοιχείο που οδήγησε σε θετικά βήματα και άλματα, όμως σήμερα λείπει
Αγγελος Κωβαίος

Με φόντο τη (μάλλον) σκληρή σύγκρουση Μητσοτάκη – Σαμαρά (ή Σαμαρά – Μητσοτάκη) και το ενδεχόμενο αυτή να αποδειχθεί θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων ή ακόμη και μιας κάποιας αστάθειας, το πολιτικό σύστημα μοιάζει και πάλι να βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής.

Αν τα Ελληνοτουρκικά, για τα οποία υποτίθεται ότι γίνεται η φασαρία, αποδειχθούν τόσο «βαριά» υπόθεση, προφανώς θα θέσουν σε δοκιμασία το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Μπορεί να φτάσουμε εκεί, μπορεί και όχι, πάντως σχετικά σύντομα θα το γνωρίζουμε.

Σε αυτή τη συγκυρία αναδύεται ένα ερώτημα. Γιατί πάλι και γιατί τόσο εύκολα φτάνουμε σε μια οριακή συνθήκη και μια επαπειλούμενη κρίση, ή έστω απειλή αποσταθεροποίησης; Τι φταίει ή τι λείπει;

Μία έστω και εν μέρει επιφανειακή ανασκόπηση του παρελθόντος ίσως προσφέρει χρήσιμες διαπιστώσεις.

Παρά τον σε γενικές γραμμές χαμηλό βαθμό εθνικής αυτοεκτίμησης, οφείλει κάποιος να έχει υπόψη ότι το ελληνικό success story των τελευταίων 200 ετών είναι ίσως μοναδικό στην Ιστορία και συγκρίνεται μόνο με το αντίστοιχο των ΗΠΑ – τηρουμένων, φυσικά, όλων των αναλογιών.

Σε δύο αιώνες και περνώντας από σαράντα κύματα, η Ελλάδα επαναστάτησε, συγκρότησε κράτος, σχεδόν υπερτριπλασίασε την έκτασή της, ξεπέρασε εμφυλίους, χρεωκοπίες, πραξικοπήματα και δικτατορίες, αναπτύχθηκε, έγινε μέλος του ΝΑΤΟ, της ΕΟΚ και της ΟΝΕ, προσχώρησε σχεδόν σε όλες τις διεθνείς συμβάσεις και οργανισμούς, και έφτασε κάποια στιγμή να είναι ανάμεσα στα 30 πλουσιότερα κράτη στον κόσμο, πριν το σοκ της κρίσης.

Κι όμως, πάντα κάτι λείπει και κάθε τόσο η χώρα μοιάζει να βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο.

Γιατί σήμερα, και ενώ πολλά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η βαθιά δεκαετής κρίση έχει ξεπεραστεί, πάλι κάτι μοιάζει να «στραβώνει»; Ο λόγος ίσως να είναι απλός, όσο και ενδεικτικός.

Αν αναλογιστεί κάποιος όλες τις προηγούμενες περιόδους, διαπιστώνει ότι τα βήματα και τα άλματα προόδου έγιναν όποτε είχαν τεθεί συγκεκριμένοι εθνικοί στόχοι, με περισσότερη, λιγότερη ή και καθόλου πολιτική και κοινωνική συναίνεση – δεν είναι ασήμαντη παράμετρος, αλλά προέχουν άλλες.

Ξεκινώντας από την Επανάσταση και τη δημιουργία του κράτους, συνεχίζοντας με τα πρώτα βήματα δημοκρατικής συγκρότησης, περνώντας στα έπη (και τις καταστροφές) των αρχών του 20ού αιώνα και φτάνοντας στην πρόσφατη Ιστορία, υπήρχαν πάντοτε συγκεκριμένα ορόσημα και εθνικές επιδιώξεις. Είτε ήταν η απελευθέρωση πληθυσμών και η προσάρτηση εδαφών στην πρώτη εκατονταετία, είτε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η νίκη κατά των Ναζί, είτε η υπέρβαση του τραύματος του εμφυλίου, είτε η εκβιομηχάνιση, είτε η Μεταπολίτευση και η ένταξη στην ΕΟΚ και στην ΟΝΕ, είτε εντέλει και αυτοί ακόμη οι Ολυμπιακοί Αγώνες, υπήρξαν εθνικοί στόχοι που τέθηκαν και επιτεύχθηκαν. Οχι τυχαία, αλλά με πολιτικές και συγκεκριμένες αποφάσεις.

Αυτό ακριβώς λείπει τα τελευταία χρόνια, είτε με τη μορφή επιδίωξης, είτε σε τελική ανάλυση και «συνθήματος». Και αυτό ίσως να είναι μία από τις αιτίες του φαινόμενου που παρατηρείται και καταγράφεται. Οτι ενώ η Ελλάδα και η οικονομία της αναπτύσσονται, παρά τα σκαμπανεβάσματα, δεν υπάρχει κοινωνική αντιστοίχιση της ευημερίας και μια παραδοχή ενός κοινού στόχου. Σε μεγάλο βαθμό όλα μοιάζουν να κινούνται στον «αυτόματο», δίχως κίνητρο, μέθοδο και επίγνωση.

Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο νέος εθνικός στόχος; Με όρους ρεαλιστικούς, μόνο η πραγματική σύγκλιση με την ΕΕ μπορεί σήμερα να έχει προωθητική επίδραση. Ας το μεταφράσει κάποιος σε πολιτικό σύνθημα, σε κάτι διαφορετικό όμως από το «να γίνουμε Ευρωπαίοι». Ούτε πιάνει, ούτε πρόκειται περί αυτού.

Η σύγκλιση διακηρύσσεται μεν, όμως δεν μεταφράζεται σε πολιτική δράση. Που θα σήμαινε καθημερινή προσπάθεια αλλαγής σε όλους τους κρίκους της πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής αλυσίδας, από την οργάνωση του Δημοσίου, την ουσιαστική μεταρρύθμιση της Παιδείας, των αμοιβών και των εργασιακών σχέσεων, της φορολογίας και, προφανώς και φυσικά, του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, το οποίο, ας μην κοροϊδευόμαστε, σαπίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν είναι αργά για να γίνουν αυτά, όμως και οι ευκαιρίες κάποια στιγμή εξαντλούνται, όπως λέει και ένας πρώην Πρωθυπουργός.