H Ανγκελα Μέρκελ ήρθε, έφαγε, μίλησε, έφυγε και υποσχέθηκε ότι θα ξανάρθει -προφανώς ως τουρίστρια. Τι μας είπε; Οτι ζήτησε υπερβολικά από τους Ελληνες; Οχι ακριβώς. Είπε ότι είχε «πλήρη επίγνωση» ότι ζήτησε πολλά από τους ανθρώπους στην Ελλάδα. Εχει διαφορά. Το μόνο που παραδέχτηκε η απερχόμενη καγκελάριος ήταν ότι ήξερε τι έκανε. Ούτε παραδοχή σφαλμάτων, ούτε mea culpa, ούτε φυσικά συγγνώμη.
Στο πλαίσιο της διαχρονικής εθνικής ομφαλοσκόπησης έχουμε πάντα την αίσθηση της αδικίας και την αναμονή μιας συγγνώμης. Αλλά καμία απολογία από τα χείλη της Μέρκελ δεν βγήκε. Κανένα λάθος δεν ομολογήθηκε. Τουλάχιστον όχι από αυτά που το εθνικό θυμικό θα υπαγόρευε να αναγνωριστούν ως λάθη.
Ναι, «οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν αρκετά “ζωντανές” και πέρασαν από διάφορες φάσεις», όπως είπε η καγκελάριος στις δηλώσεις της στο Μέγαρο Μαξίμου, πλάι στον Κυριάκο Μητσοτάκη —μεταξύ μας, καταπληκτικός ευφημισμός αυτές οι «ζωντανές» ελληνογερμανικές σχέσεις της τελευταίας δεκαετίας, μιας περιόδου που για να επισκεφτεί επικεφαλής γερμανικής κυβέρνησης μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα έπρεπε η τελευταία να έχει μετατραπεί σε στρατοκρατούμενη ζώνη.
Και όντως είπε στο Ινστιτούτο Γκαίτε ότι «ως ομοσπονδιακή καγκελάριος ήμουν αυτή που πίεσε πολύ την ελληνική κοινωνία γιατί απαίτησα πολλά».
«Και βέβαια ήξερα ότι απαιτούσα πολλά από τους Ελληνες», όπως επανέλαβε στο Μαξίμου, απαντώντας και σε σχετική ερώτηση.
Οσοι έψαξαν αναγνώριση ενός κάποιου λάθους σε αυτά τα λόγια, ματαίως έψαξαν.
Η Ανγκελα Μέρκελ δεν ήρθε στην Ελλάδα, στα τελευταία της καγκελαρίας της, για να πει ότι έκανε λάθη, ιδίως στο ελληνικό ζήτημα. Ηρθε για να πει πως ό,τι έκανε το έκανε για το καλό μας. Για να μείνουμε στο ευρώ και τελικά για να μείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, διότι, ας μη γελιόμαστε, αυτό ήταν το απόλυτο διακύβευμα, ιδίως τον Ιούλιο του 2015. «Είχα απόλυτη επίγνωση για την υπερβολική επιβάρυνση στους Έλληνες»…
Η Μέρκελ έκανε λάθη βέβαια. Και τα παραδέχτηκε, όμως δεν ήταν αυτά που πιστεύαμε ότι θα παραδεχτεί. Λέγοντας ότι «ήμασταν όλοι εξαιρετικά σοκαρισμένοι για το πόσο ευάλωτο ήταν το ευρώ απέναντι στην έξωθεν κερδοσκοπία», ουσιαστικά παραδέχτηκε ότι ήταν εντελώς ανέτοιμη για αυτό που είχε ήδη συμβεί (και όχι δηλαδή γι’ αυτό που θα συνέβαινε μετά, με πρωταγωνίστρια την ίδια και τα όσα «υπερβολικά» πλην όμως απαραίτητα απαίτησε από τους Έλληνες).
Διότι και η Μέρκελ ήταν αλλού όταν τα σύννεφα της διεθνούς οικονομικής κρίσης σχηματίζονταν. Μιλάμε για μια καγκελάριο που το 2007 ερχόταν, φθινόπωρο, στην Αθήνα, για να στηρίξει την επανεκλογή του ομοσταύλου στο ΕΛΚ Κώστα Καραμανλή, ζητώντας του παράλληλα να ξοδέψει η ήδη εκτροχιασμένη δημοσιονομικά Ελλάδα ακόμα περισσότερα για να αγοράσει Eurofighter.
Διότι, βλέπετε, ούτε ίσως και η ίδια η Μέρκελ —πόσο μάλλον εμείς που ήμασταν στον κόσμο τού «κουρασμένου» και του «λεφτά υπάρχουν»— δεν αντιλήφθηκε τι αλλαγή σημειώθηκε το 2009 όταν, πάλι φθινόπωρο, άλλαξε ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία και αντί για τους Σοσιαλδημοκράτες ως συγκυβερνήτες των Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών ήρθαν οι Φιλελεύθεροι του FDP. Τότε που έφυγε από το υπουργείο Οικονομικών ο Πέερ Στάινμπρουκ του SPD και ήρθε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε του CDU.
Η αλλαγή τον Οκτώβριο του 2009, ακριβώς τρεις εβδομάδες μετά τις ελληνικές εκλογές που έφεραν τον Γιώργο Παπανδρέου και το αλήστου μνήμης ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ήταν τεκτονική για την ευρωπαϊκή (οικονομική) πολιτική. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, τον Μάρτιο του 2009 ο Στάινμπρουκ έβγαινε και δήλωνε πως «στην εντελώς απίθανη περίπτωση» που χώρα-μέλος της Ευρωζώνης θα είχε «πρόβλημα αναχρηματοδότησης του χρέους της, η Ευρωζώνη είναι έτοιμη να αναλάβει δράση». Τέτοιο πράγμα όχι μόνο δεν υπήρχε στο μυαλό του Σόιμπλε, που ανέλαβε υπουργός Οικονομικών τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, αλλά εκείνος θα απαιτούσε στο εξής, με μια άτεγκτη προτεσταντική ηθική, παραδειγματική «τιμωρία» των υπερχρεωμένων. Αυτήν την αλλαγή, όχι μόνο σε πρόσωπα αλλά σε αντίληψη, κανείς δεν τη διαπίστωσε σε όλο της το εύρος, ούτε και η Μέρκελ, που συνέχιζε να αγνοεί τους κινδύνους —«πόσο ευάλωτο ήταν το ευρώ»— και να κάνει βόλτες με τον Νικολά Σαρκοζί στην παραλία της Ντοβίλ.
Αλλά αυτά είναι Ιστορία. Οπως Ιστορία είναι και οι παλινωδίες του ελληνικού πολιτικού δυναμικού, το οποίο από την αρχή έδινε επικοινωνιακές μάχες κατά του σχετικά απλού και απαραίτητου μνημονίου, τροφοδοτώντας την πάντα έτοιμη να ξεσπάσει λαϊκή αγανάκτηση και υπονομεύοντας την υλοποίησή του. Ιστορία είναι και οι μύθοι περί άλλων λύσεων, τα Ζάππεια, τα σκισμένα μνημόνια «με έναν νόμο και ένα άρθρο», τα «γουάου», η δημιουργική ασάφεια, τα capital controls, τα δήθεν γενναία «όχι» στο «Reforms for the Completion of the Current Program and Beyond» και τόσα άλλα θλιβερά πια που έδειξαν την απροθυμία μας να κάνουμε αυτά που έπρεπε —όχι αυτά που μας ζητούσαν.
Αποδεχόμενη την πρόσκληση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η Ανγκελα Μέρκελ ήρθε στην Ελλάδα για να κλείσει το ελληνικό κεφάλαιο που σφράγισε ή και στιγμάτισε την καγκελαρία της. Και φυσικά επειδή το βιβλίο το έγραψε εν πολλοίς η ίδια, το έκανε με τον τρόπο που εκείνη ήθελε. Οχι με τον τρόπο που ενδεχομένως θα θέλαμε. Αλλά καλό είναι αυτό το βιβλίο να του αφήσουμε πια κάπου στην άκρη . Και να προχωρήσουμε σε άλλα αναγνώσματα.