Οι τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου φανέρωναν έναν άνθρωπο καταπονημένο, αδύναμο, καθηλωμένο στο καροτσάκι. Δεν ήταν υπέργηρος, πιθανώς όμως η κατάσταση της υγείας του να ήταν και αποτέλεσμα βαριάς ψυχικής καταπόνησης.
Στην Ελλάδα, τη χώρα που αδυνατεί να αξιολογήσει την Ιστορία της και να τη δει στις σωστές της διαστάσεις, ο Κωνσταντίνος επικράτησε να θεωρείται ένα τέρας. Πολλοί τον θεωρούσαν πολιτικό εγκληματία και υπαίτιο για όλα τα μετεμφυλιακά δεινά της χώρας, με αποκορύφωμα την αποστασία, την πολιτική κρίση του 1965-67 και τη χούντα που ακολούθησε.
Η βασιλεία του διήρκεσε εννέα χρόνια (1964-1973) και εξέπεσε του αξιώματος έπειτα από δύο δημοψηφίσματα, ένα της χούντας το 1973 και ένα οριστικό του 1974, έπειτα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Δεν είναι εύκολο να ανατρέψει κανείς παγιωμένες αντιλήψεις και για πολλούς είναι αδύνατο να δουν ψύχραιμα τα πράγματα, ακόμη και έπειτα από πολλές δεκαετίες. Η Ιστορία όμως δεν χωρεί πολλά «αν και εφόσον».
Κάποιες φορές παρουσιάζονται ευκαιρίες και αφορμές για επανεξέταση και πάντως οφείλει κανείς να αναλογιστεί πόσα από αυτά τα περιστατικά μίας ταραγμένης περιόδου άξιζε τον κόπο να οδηγήσουν εκεί που οδήγησαν – με ευθύνη του Κωνσταντίνου ή/και των άλλων πρωταγωνιστών.
Ο ίδιος είχε μιλήσει πολλές φορές και είχε παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των γεγονότων εκείνων. Τον άκουσαν μόνο οι οπαδοί του, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους τον αγνόησαν και πολλοί σήμερα δεν γνωρίζουν καν τι και πώς είχε συμβεί εκείνη τη «χαμένη άνοιξη», που έγραφε κι ο Τσίρκας και το επεισοδιακό καλοκαίρι του ’65.
Δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς κατηγορηματικά ως προς το αν η κρίση εκείνη, που αποδείχθηκε μοιραία για τη χώρα και για τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, μπορούσε να έχει αποτραπεί. Τι ευθύνες έχει ο ίδιος, οι αποστάτες, οι Παπανδρέου και οι παρατρεχάμενοι όλων, ίσως θα μπορούσε να επαναξιολογηθεί και ίσως έτσι να έβλεπε κανείς ότι η παθιασμένη ερμηνεία πολιτικών και ιστορικών εξελίξεων δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αλήθειες.
Μία απορία έχει πάντως αξία ως αφορμή για σκέψη. Πώς είναι δυνατόν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ένας σοφός άνθρωπος που πλησίαζε τα 80, να πέσει θύμα της πλεκτάνης ενός 24χρονου, νεαρού βασιλιά, ο οποίος μάλιστα ήταν και μεγάλος θαυμαστής του και που πάντως στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι δεν είχε και πολλές ικανότητες σε αυτό το πεδίο; Απλοϊκό ερώτημα. Όμως κρύβει πολλές απαντήσεις και εκδοχές ως προς το τι και πώς συνέβη. Και απαιτείται μία κάποια γενναιότητα για να δουν όλοι τα λάθη που έγιναν τότε.
Μπορούσε ο Κωνσταντίνος να αποτρέψει την αποστασία; Μπορούσε, ναι. Μπορούσε όμως και ο πανίσχυρος Γεώργιος Παπανδρέου να διαχειριστεί αλλιώς τους δολοπλόκους στο κόμμα του, να αποφύγει την μανιασμένη μετωπική σύγκρουση, την παραίτηση και εν τέλει να αποτρέψει το χάος που ακολούθησε. Η κρίση εκείνη, με επιφανειακό πρόσχημα την διαμάχη για το πρόσωπο του υπουργού Aμυνας, μπορούσε και έπρεπε να έχει ξεπεραστεί. Πρόσωπα και υποψήφιοι για τη θέση υπήρχαν, ούτως ώστε να εκτονωθεί η κρίση. Όλοι προτίμησαν κάτι άλλο.
Η ουσία είναι ότι από το σημείο εκείνο κι έπειτα, ο Κωνσταντίνος έφερε το βάρος όλων των προηγούμενων δεκαετιών της βασιλείας και τις φορτώθηκε τις αμαρτίες όλων των προγόνων και προκατόχων του.
Με το πραξικόπημα του ’67 η θέση του έγινε ακόμη δυσχερέστερη και διάφορες θεωρίες άρχισαν να διατυπώνονται ως προς το αν θα μπορούσε να το αποτρέψει ή στη συνέχεια να το καταπνίξει. Δύσκολες οι απαντήσεις και ως προς αυτό. Το αποτυχημένο «αντικίνημα» του Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς και η επαμφοτερίζουσα στάση του στο κίνημα του Ναυτικού το 1973 φανέρωσαν τις αδυναμίες του.
Υπό αυτήν την έννοια, αν κάτι μπορεί να πει κανείς είναι ότι ο Κωνσταντίνος είχε από πολύ νωρίς χάσει κάθε δυνατότητα να λειτουργήσει ως παράγων εθνικής ενότητας. Αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η επιστροφή του μετά το ’74 ήταν επί της ουσίας αδύνατη. Άλλωστε ο κόσμος έκρινε με το συντριπτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Αυτό που ίσως θα πρέπει να εξετάσει κάποιος είναι αν, παρ’ όλα αυτά, του άξιζαν όλα όσα ακολούθησαν. Η δαιμονοποίησή του για όλα, η υποτιμητική απόδοση ενός επωνύμου, η άτυπη δήμευση της περιουσίας του, μέχρι την τελική διευθέτηση με την αποζημίωσή του το 2003 και η ιστορική του διαπόμπευση.
Πιθανώς δεν του άξιζαν. Το μεταπολιτευτικό ελληνικό κράτος θα μπορούσε να έχει επιδείξει μία μεγαθυμία. Ίσως αυτό να είχε αποδειχθεί ευεργετικό σε πολλά επίπεδα. Αλλά είπαμε, με τα «αν» δεν γράφεται η Ιστορία.