Γελαστή, ευχαριστημένη εργαζόμενη - αλλά κάπου αλλού στον Δυτικό κόσμο | Shutterstock / CreativeProtagon
Απόψεις

Ποια είναι η «καλύτερη δουλειά»;

Οταν τους ζητείται να αποτιμήσουν συνολικά την ποιότητα της εργασίας τους σχεδόν ένας στους δύο εργαζομένους δηλώνει την απογοήτευσή του: 43% τον Δεκέμβρη του 2018 έναντι του ήδη υψηλού 31% τον Σεπτέμβρη του 2018. Δηλαδή αύξηση της συνολικής απογοήτευσης τους κατά 12% σε διάστημα τριών και μόνο μηνών!
Χρήστος Γούλας

Ποια είναι η «καλύτερη δουλειά»; Αυτή που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε ή αυτή που μας βοηθά να ζούμε; Αυτή που ζούμε για χάρη της ή αυτή που ζούμε μαζί της; Αυτή που μας «γεμίζει» ή αυτή που μας «αδειάζει»; Ή μήπως τελικά, κι απέναντι στις 20 μονάδες του δείκτη ανεργίας, η καλύτερη δουλειά είναι αυτή που ήδη έχεις και «ευχαριστημένος να ’σαι»;

Ας αρχίσουμε από το τελευταίο: οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν είναι ευχαριστημένοι από τη δουλειά τους. Όταν παίρνουν το λόγο και μιλάνε για αυτήν, είναι απόλυτοι και σαφείς στις κρίσεις τους. Μιλάνε από την εμπειρία και το βίωμά τους και σίγουρα δεν πείθονται από το «επιχείρημα» της υψηλής ανεργίας όταν αναλογίζονται τις καθημερινές δυσκολίες και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν στους χώρους δουλειάς.

Σχεδόν ένας στους δύο εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα δεν τα βγάζει πέρα μόνο με τον μισθό του. Σχεδόν ένας στους δύο εργαζομένους δυσκολεύεται με τα ωράρια της δουλειάς που δεν του επιτρέπουν να έχει προσωπικό και οικογενειακό χρόνο. Σχεδόν ένας στους δύο εργαζομένους είναι απογοητευμένος από την υποτίμηση των προσόντων του και το είδος των καθηκόντων του. Συνολικά, σχεδόν ένας στους δύο εργαζομένους είναι δυσαρεστημένος με την ποιότητα της εργασίας του.

Τα παραπάνω, σε αδρές γραμμές, είναι τα βασικά συμπεράσματα της πρόσφατης έρευνας του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ποιότητα της εργασίας στην Ελλάδα. Ένα αντιπροσωπευτικό πανελλαδικό δείγμα των εργαζομένων ιδιωτικού τομέα αξιολόγησε παραμέτρους που διαμορφώνουν: α) την ποιότητα του εργασιακού του περιβάλλοντος και β) τη σχέση των εργαζομένων με την εργασία τους. Οι εργαζόμενοι δεν περιορίστηκαν μόνο στο προφανές των χαμηλών αμοιβών. Αξιολόγησαν επίσης την ένταση και τη διάρκεια της εργασίας τους, τις συνθήκες υγείας και ασφάλειας στο χώρο δουλειάς, την ποιότητα της καθημερινής σχέσης τους με τους εργοδότες τους, την ικανοποίηση που τους δίνει η εργασία τους μέσα από την αναγνώριση των ικανοτήτων τους και τις ευκαιρίες επιμόρφωσης και κατάρτισής τους.

Τα δεδομένα που προέκυψαν, συγκρινόμενα με ό,τι θεωρείται ως καθιερωμένη προδιαγραφή ποιότητας της εργασίας στην Ευρώπη, δεν αφήνουν περιθώρια για καμιά παρερμηνεία: το 43% των Ελλήνων εργαζομένων δηλώνει πως συνήθως υπερβαίνει τις 40 ώρες δουλειάς την εβδομάδα, έναντι του 23% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 23% των Ελλήνων εργαζομένων δηλώνει ότι συνεχίζει να ανησυχεί και να σκέφτεται για τη δουλειά του, ακόμη και μετά το τέλος του ωραρίου ή της βάρδιας, έναντι μόνο του 14% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Μόνο 15 στους 100 Έλληνες εργαζομένους παρακολούθησαν έστω και μία ώρα κατάρτισης τους προηγούμενους 12 μήνες, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό των Ευρωπαίων συναδέλφων τους είναι στο 34%, δηλαδή παραπάνω από το διπλάσιο! Δεν προκαλεί καμιά έκπληξη λοιπόν ότι όταν τους ζητείται να αποτιμήσουν συνολικά την ποιότητα της εργασίας τους σχεδόν ένας στους δύο εργαζομένους δηλώνει την απογοήτευσή του: 43% τον Δεκέμβρη του 2018 έναντι του ήδη υψηλού 31% τον Σεπτέμβρη του 2018. Δηλαδή αύξηση της συνολικής απογοήτευσης των εργαζομένων από την ποιότητα της δουλειάς τους κατά 12% σε διάστημα τριών και μόνο μηνών!

Τα ευρήματα της έρευνας του ΙΝΕ ΓΣΕΕ «δυστυχώς» είναι πρωτογενή, κι αυτό αποτελεί από μόνο του μια αποκαλυπτική ένδειξη για το πώς αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα τη σχέση μεταξύ ποιότητας της εργασίας και παραγωγικότητας. Η πίστη ότι οι καλές εργασιακές σχέσεις και συνθήκες απλά αυξάνουν το εργασιακό κόστος –μειώνοντας τα κέρδη– συνεχίζει να κυριαρχεί. Επομένως, αντί να διερευνηθούν συστηματικά οι παράμετροι που διαμορφώνουν την ποιότητα της εργασίας και να αντιμετωπιστεί η έννοια της εργασίας με διευρυμένο και ολιστικό τρόπο, συνεχίζουμε να περιοριζόμαστε στην πρόσληψή της ως μιας μεταβλητής που προσδιορίζει το κόστος των επιχειρήσεων μονομερώς. Η αποσπασματική αντιμετώπιση των πιο ακραίων φαινομένων εργασιακής εκμετάλλευσης ίσως να καθησυχάζει κάποιες ανησυχίες, αλλά δεν αρκεί για να διαμορφώσει μια δυναμική σχέση μεταξύ της ποιότητας της εργασίας και της επιθυμητής παραγωγικότητας.

Τα τελευταία 20 χρόνια διεθνείς οργανισμοί –όπως ο ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Eurofound, ο ΟΗΕ, η ILO κ.ά.– έχουν προτείνει μεθόδους συστηματικής καταγραφής και αποτίμησης της ποιότητας της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, συνδέοντάς την ευθέως με την παραγωγικότητα, την οικονομική μεγέθυνση και την ευημερία. Ωστόσο, στην Ελλάδα της δεκαετούς κρίσης, τα υπερμεγέθη ποσοστά ανεργίας συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία για τη διαρκή επιδείνωση του εργασιακού περιβάλλοντος, των εργασιακών σχέσεων, των συνθηκών απασχόλησης και της συμπίεσης των αμοιβών.

Σταδιακά, φαίνεται να έχουμε εθιστεί στη λογική τού «μικρότερου κακού», πέφτοντας στη δίνη των μόνιμα χαμηλών προσδοκιών από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αλλά ποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει σοβαρά ότι το ζητούμενο «νέο παραγωγικό πρότυπο» επιβάλλεται να περάσει μέσα από τη συστηματική υποβάθμιση των συνθηκών και των όρων εργασίας; Ότι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας θα έρθει χωρίς τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών;

Και επιτέλους, ποιος θα μπορέσει να εξηγήσει με τρόπο ορθολογικό και τεκμηριωμένο ότι οι «κακές δουλειές» θα φέρουν την ανάπτυξη;


* Ο Χρήστος Γούλας είναι Πολιτικός Επιστήμων, Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.