Protagon Main Image
| Intimenews / CreativeProtagon
Απόψεις

Τα πλεονεκτήματα του 2019-23 ως μπούμερανγκ το 2027;

Εχουν χρόνο η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να βγουν μπροστά και να εξηγήσουν ότι είναι αυτοί που θα εγγυηθούν την απάλειψη των θεσμικών ελλειμμάτων που ταλανίζουν επί πολλές δεκαετίες την Ελλάδα; Είναι προφανές ότι τα περιθώρια έως τις επόμενες εκλογές είναι εξαιρετικά στενά. Ο πολιτικός χρόνος, όμως, δεν τελειώνει στις επόμενες κάλπες
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Μια αναδρομή στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019 και του 2023 θυμίζει, χωρίς κόπο, ότι η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη εξελέγη κυρίως διότι διέθετε τα εξής δύο πλεονεκτήματα συγκριτικά με τους αντιπάλους της – και δη τον ΣΥΡΙΖΑ: ήταν αποτελεσματικότερη στην εφαρμοσμένη πολιτική και στη διαχείριση κρίσεων. Είχε περισσότερες πιθανότητες, τουλάχιστον φαινομενικά, να υλοποιήσει το προαιώνιο αίτημα «εκσυγχρονισμού του κράτους», το οποίο λίγο-πολύ έχει φτάσει σήμερα, 204 χρόνια μετά τα επίσημα γενέθλια της χώρας, να είναι το πιο πολυφορεμένο κλισέ στα χείλη πολιτικών και πολιτών.

Πράγματι, η ΝΔ και ο Μητσοτάκης αιτιολόγησαν επί του πρακτέου, τουλάχιστον εν μέρει, τα πλεονεκτήματα που διέθεταν: στο πρώτο κύμα της πανδημίας και στη στήριξη των πληττόμενων επιχειρήσεων, στην ελληνοτουρκική κρίση ή στην ψηφιοποίηση των βασικών δημόσιων υπηρεσιών. Ολα αυτά ως τη στιγμή που άρχισαν να αναδύονται σταδιακά στην επιφάνεια τα αίτια, αλλά και οι επιπτώσεις των χειρισμών στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Διότι, πέρα από την όποια πολιτική εκμετάλλευση που επιχειρείται από την αντιπολίτευση (άλλωστε ανέκαθεν αυτή ήταν η δουλειά της αντιπολίτευσης), ένα από τα βασικά αιτήματα που καταγράφεται στην κοινωνία και εκφράστηκε στα δύο μαζικά συλλαλητήρια σχετίζεται ακριβώς με αυτή τη –δεδηλωμένη πλέον– αδυναμία της κυβέρνησης: ο «πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός» στην περίπτωση του ΟΣΕ και του προσωπικού του Δημοσίου μοιάζει κενός περιεχομένου, ενώ η αποτελεσματικότητα επί του πεδίου βυθίστηκε στο περιβόητο «μπάζωμα» των γραμμών, όπου μαζί με τα αντιεπικοινωνιακά συντρίμμια θάφτηκε και μια σειρά κρίσιμων στοιχείων, τα οποία ενδεχομένως να οδηγούσαν σε συμπεράσματα όσον αφορά το κομβικό ερώτημα «γιατί προκλήθηκε τέτοιας εμβέλειας έκρηξη»;

«Είμαι εδώ για να εισηγηθώ τρόπους ώστε το κράτος να ξεπεράσει παθογένειες. Κάποιες από αυτές τις παθογένειες το συνοδεύουν σχεδόν από την ίδρυσή του» ήταν μια από τις πρώτες φράσεις του Πρωθυπουργού στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης για τα Τέμπη. Και συνέχισε, δευτερόλεπτα αργότερα: «Εκείνη την τραγική νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου του 2023 συγκρούστηκαν, δυστυχώς, οι ανθρώπινες αστοχίες με τα διαχρονικά κενά του κράτους». Αυτή είναι η αλήθεια. Σε περιπτώσεις τέτοιων δυστυχημάτων, τίποτα δεν λειτουργεί σωστά. Το ένα λάθος διαδέχεται το άλλο και όλα μαζί έρχονται και κάθονται πάνω σε χρόνια ελλείμματα του συστήματος. Οι λανθασμένες επιλογές του προσωπικού δένουν μακάβρια με τη θεσμική ανεπάρκεια του ελληνικού Δημοσίου και των κρατικών υποδομών.

Ομως, έξι χρόνια μετά την εκλογή του, δεν αρμόζει στον Πρωθυπουργό να εξαγγέλλει την εισήγηση τρόπων για να ξεπεραστούν οι παθογένειες. Χωρίς κανείς να περιμένει από κανέναν θαύματα, η ασφάλεια του σιδηρόδρομου –ελλιπέστατη εξαιτίας τής μη εφαρμογής της σύμβασης 717, της ήσσονος εκπαίδευσης του εκάστοτε σταθμάρχη, της αποψίλωσης του ΟΣΕ, των μνημονιακών περικοπών και πολλών άλλων αιτίων– θα έπρεπε να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα κάθε κυβέρνησης.

Για παράδειγμα, δεν θέλει κανείς να φαντάζεται ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει στα ελληνικά αεροδρόμια. Οπως, λοιπόν, δεν συμβαίνει εκεί, δεν θα έπρεπε να συμβαίνει εδώ και χρόνια και στα τρένα. Αυτός θα ήταν ο «υπαρκτός εκσυγχρονισμός». Το είπε άλλωστε και ο κ. Μητσοτάκης: «Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες (…) ζήτησαν πάλι το αυτονόητο: ασφαλείς και σύγχρονες συγκοινωνίες για τη χώρα, μαζί με μια Πολιτεία η οποία θα είναι ικανή να προστατεύει τους πολίτες της». Με λίγα λόγια, η ώρα των διαπιστώσεων έχει παρέλθει προ πολλού. Πείθει η ΝΔ ότι είναι αυτή που μπορεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα του κράτους; Και να εγγυηθεί ότι στη θέση του εκάστοτε σταθμάρχη δεν θα βρεθεί ξανά ένας αντίστοιχος, ο οποίος θα παλεύει μόνος του να διαχειριστεί κάτι που του είναι εξ ορισμού αδύνατο;

Στο έτερο δυνατό σημείο της κυβέρνησης, την αποτελεσματικότητα, τα πράγματα είναι ίσως ακόμα δυσκολότερα. Διότι όσον αφορά τη διαχείριση του πεδίου, οι αρμόδιοι θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στην αναποτελεσματικότητα και τον δόλο. Ευτυχώς, από το πόρισμα του Οργανισμού δεν προκύπτει το δεύτερο. Παρ’ όλα αυτά, το υπόστρωμα της αμφισβήτησης, επί του οποίου έχει ορθωθεί κάθε τέρας της συνωμοσιολογίας, δημιουργήθηκε ακριβώς εξαιτίας αυτής της ανεπάρκειας. «Μπαζώσατε για να κρύψετε το παράνομο υλικό που προκάλεσε την έκρηξη» λέει η αντιπολίτευση και μεγάλο μέρος της πλατείας.

Διάβασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή το σημείο 571 του πορίσματος: «Η κυβέρνηση ήταν παρούσα στο σημείο από τις πρώτες ώρες μετά το ατύχημα με εν ενεργεία υπουργούς, γενικούς γραμματείς διαφορετικών υπουργείων, αλλά όλοι λειτουργούσαν σε ρόλο παρατηρητή, χωρίς κάποιος να ενεργεί με επίσημο τρόπο και να εκδίδει εντολές». Και όπως ανέφερε ο επικεφαλής του Οργανισμού Χρήστος Παπαδημητρίου: «Δεν διαπιστώσαμε καμία ένδειξη πολιτικής παρέμβασης, ούτε στο πεδίο ούτε στις εργασίες της επιτροπής». Πόσο τιμητικά είναι όλα αυτά για την κυβέρνηση;

Εκείνο που όφειλε να κάνει εκείνο το βράδυ –ως «επιτελικό κράτος»– θα ήταν να ορίσει έναν υπεύθυνο (υπουργό, επικεφαλής της Πολιτικής Προστασίας, αρχηγό Αστυνομίας ή όποιον άλλον, δεν έχει σημασία), με εντολές του οποίου θα γινόταν κάθε κίνηση, από την πρώτη έως την τελευταία. Προκειμένου να επιτευχθεί η πολυπόθητη «ιεροποίηση» του χώρου, να μην αλλοιωθούν τα στοιχεία και να αποδειχθεί τι τελικά συνέβη. Ωστε να γνωρίζουν και οι οικογένειες των νεκρών γιατί και πώς σκοτώθηκαν οι άνθρωποί τους. Αντ’ αυτών δημιουργήθηκε, με ευθύνη της κυβέρνησης, ένας βούρκος αμφιβολίας μέσα από τον οποίο θα συνεχίσουν να βγαίνουν τέρατα.

Εχουν χρόνο η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να βγουν μπροστά και να εξηγήσουν ότι είναι αυτοί που θα εγγυηθούν την απάλειψη των θεσμικών ελλειμμάτων που ταλανίζουν επί πολλές δεκαετίες την Ελλάδα; Είναι προφανές ότι τα περιθώρια έως τις επόμενες εκλογές είναι εξαιρετικά στενά. Ο πολιτικός χρόνος, όμως, δεν τελειώνει στις επόμενες κάλπες. Η εν εξελίξει συζήτηση για την πρόταση μομφής αποτελεί μια μικρή ευκαιρία για την κυβέρνηση προκειμένου να αναδείξει, εμπράκτως, το όραμά της για την Ελλάδα μετά το 2030. Αν αυτό το όραμα περιορίζεται στη συνταγματική εγγύηση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, τότε είναι βέβαιο ότι τα πλεονεκτήματα του 2019 και του 2023 θα είναι τα μπούμερανγκ του 2027.