Πλέον, εδώ και πέντε χρόνια, υπάρχει ένα σκηνικό το οποίο επαναλαμβάνεται διαρκώς με τρόπο σχεδόν κωμικό. Η σειρά είναι η εξής: Γίνονται εκλογές. Ευρωπαϊκές, τοπικές, βουλευτικές, είναι λίγο-πολύ αδιάφορο. Οποιες κι αν είναι, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττάται παταγωδώς, ολοσχερώς, ολοκληρωτικά. Το βράδυ των εκλογών, ο πρόεδρός του (πριν από έναν μήνα θα λέγαμε «ο Τσίπρας», αλλά πλέον υπάρχει και δεύτερο υπόδειγμα), βγαίνει στην τηλεόραση και λέει ότι το μήνυμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετατραπεί σε μια «πλατιά δημοκρατική παράταξη».
Μετά αρχίζει να τον μετατρέπει σε τέτοια με διάφορες πρωτοβουλίες, μέχρι τις επόμενες εκλογές. Σε αυτές η ήττα είναι ακόμα πιο παταγώδης, πιο ολοσχερής και πιο ολοκληρωτική. Και το βράδυ ο πρόεδρος ξαναβγαίνει στα κανάλια και λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετατραπεί σε μια «πλατιά δημοκρατική παράταξη».
Θα μπορούσε να γίνεται για πάντα. Μέχρι να σβήσει ο ήλιος, μέχρι να παγώσει η Κόλαση. Ετσι κι αλλιώς, (σχεδόν) κανείς δεν δείχνει να ενοχλείται και (σχεδόν) κανείς δεν νοιάζεται. Στο μεταξύ, όμως, αυτή η «πλατιά δημοκρατική παράταξη» στην οποία θα μετατραπεί όπου να ’ναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η οποία ενδιαμέσως περιλαμβάνει –αν ερμηνεύουμε σωστά τις γραφές– και το ΠΑΣΟΚ, έχει αρχίσει και στενεύει εν γένει.
Το 2019 είχε πάνω από 39,5%, τον περασμένο Μάιο 31,5%, τον Ιούνιο λίγο κάτω από 30%, αυτή την Κυριακή πλησίασε στο 25%. Ακόμα χειρότερα, οι κυβερνητικοί υποψήφιοι –με την εξαίρεση της Θεσσαλίας όπου η υποψηφιότητα του καθηγητή Κουρέτα συσπείρωσε αρκετές δυνάμεις– απειλούνται σοβαρά μόνο από άλλους δεξιούς υποψηφίους.
Τα αποτελέσματα για την «πλατιά δημοκρατική παράταξη» είναι τρομακτικά: η Δεξιά συγκεντρώνει 78% στην Ανατολική Μακεδονία & Θράκη, 74% στο Βόρειο Αιγαίο, 74% στην Πελοπόννησο, 69% στη Δυτική Μακεδονία, 68% στην Ηπειρο, 66% στο Νότιο Αιγαίο, 64% στην Κεντρική Μακεδονία, 60% στο Ιόνιο, 59% στη Δυτική Ελλάδα, 59% στη Στερεά Ελλάδα.
«Μα η Κεντροαριστερά είναι πάντα πλειοψηφική στην Ελλάδα!». ΟΚ, boomer. Το μαξιλαράκι αυτό ξέμεινε από πούπουλα για όποιον θεωρούσε ότι μπορεί να επιβιώσει πολιτικά ξαποσταίνοντας πάνω του. Και ο Αλέξης Τσίπρας, πολιτικός που πολιτεύτηκε κατά κόρον μέσω διάφορων ιδιότυπων ιδεών που διευκόλυναν την τακτική του, είδε την τελευταία από αυτές να οδηγεί σε απελπιστική καθίζηση το πιο δυναμικό πολιτικό φαινόμενο της περασμένης δεκαετίας.
Επρόκειτο για την ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να μετατραπεί σε ΠΑΣΟΚ –και να ηγεμονεύσει με ανάλογο τρόπο στην ελληνική κοινωνία– απλώς συγκεντρώνοντας κάποια παλιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ή τον συνδικαλισμό, εξασφαλίζοντας τη στήριξη κάποιων μικρών συγκροτημάτων Τύπου που στο παρελθόν στήριζαν τον Ανδρέα και τον Σημίτη και προσπαθώντας να παραπέμπει ο ίδιος όσο γίνεται περισσότερο στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Φευ, η πολιτική είναι κάτι δυναμικό, όχι κάτι στατικό. Οι συσχετισμοί της, οι ηγεμονίες που διαμορφώνονται μέσα στην κοινωνία, η διάδραση και τελικά η εναλλαγή μεταξύ των ρευμάτων είναι ασταθείς σαν τα νερά του Ευρίπου και όχι στάσιμα σαν τα λιμνάζοντα ύδατα των βάλτων. Αν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν αμφιβολίες για αυτό, δεν είχαν παρά να κοιτάξουν τη δική τους πρόσφατη ιστορία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από το 4,5% στο 17%, έπειτα στο 27% και τελικά στο 36%, όχι επειδή υποκατέστησε κάποιον μέσα σε έναν δοσμένο συσχετισμό, αλλά επειδή ανέτρεψε τον υπάρχοντα συσχετισμό και δημιούργησε έναν άλλον –και παρότι οι πολώσεις που έχουν δημιουργηθεί τριγύρω του είναι τεράστιες, αυτό είναι κάτι που σήμερα πια μπορούν να το καταλάβουν και οι φίλοι και οι εχθροί.
Η ιδέα να ασπαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως ιερούς και άχρονους τους συσχετισμούς που υπήρχαν πριν το ξεπέταγμά του, υπήρξε πρωτίστως μια ύβρις προς την πρόσφατη ιστορία του. Η αγωνία του να μην αποδειχθεί «κόμμα της κρίσης» ήταν εύλογη, όμως δεν δικαιολογεί την ουτοπική επιχείρηση να γυρίσει πίσω σε μια άλλη εποχή και να φορέσει τα ρούχα ενός άλλου.
Η αντίληψη αυτή δεν έπαψε να ζητεί τα εαυτής. Ο Χρήστος Σπίρτζης έσπευσε να προτείνει την κοινή κάθοδο του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ στις ερχόμενες ευρωεκλογές. Αν το δούμε αριθμητικά και μόνο, η πρόταση έχει λογική: οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν ότι δεν υπάρχει αρκετός χώρος για δύο όμορα τέτοια κόμματα, ειδικά τώρα που κανένα από τα δύο δεν κυριαρχεί απολύτως του άλλου.
Ωστόσο, δεν απαντά στο κυρίως πρόβλημα. Από τον Μάιο και μετά, η Δεξιά παγιώνει μια κυριαρχία έναντι της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς σε μια αναλογία του τύπου 60 προς 40. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν, ούτε καν στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Και για να αλλάξει, το ζητούμενο δεν είναι να αθροιστούν δυνάμεις, αλλά να βρεθεί το αφήγημα που θα τις πολλαπλασιάσει.
Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά πρέπει να αποδείξουν ότι είναι χρήσιμες σε τρία πεδία, πολύ συγκεκριμένα, ανεξάρτητα από το πώς τα ονοματίζει ο καθένας: το οικονομικό, το πολιτικό και –διόλου λιγότερο σημαντικό– το οικολογικό. Δηλαδή να πείσουν ότι έχουν μια πρόταση που περιλαμβάνει την αναδιανομή του εισοδήματος, τη βελτίωση της λειτουργίας της Πολιτείας σε σχέση με τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα και την ανάσχεση της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Αν κάποιος κατορθώσει να το κάνει επιτυχώς, μπορεί να δημιουργήσει ένα ρεύμα ανόδου ακόμα και χωρίς να ομνύει σε συμμαχίες και πλατιές παρατάξεις. Αν δεν το κάνει κανείς, τα αθροίσματα μπορούν να προστίθενται και να βαίνουν για πάντα μειούμενα. Και δυστυχώς, προς μεγάλη χαρά της Ακροδεξιάς, που περιμένει στη γωνία να επωφεληθεί από το κοινό.
Τη συζήτηση αυτή δεν την άνοιξε ως τώρα κανείς στον ΣΥΡΙΖΑ –ούτε όσοι στήριξαν τον Κασσελάκη ούτε όσοι τον ξόρκισαν. Η αναμφισβήτητα άκυρη εκκίνηση του νέου αρχηγού, ωστόσο, δεν δικαιώνει κανέναν άλλον. Ούτε καν το ΠΑΣΟΚ, που βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να πέφτει και προσπαθεί απλώς να προλάβει να κάνει ευχή.