Ο Σαλβαντόρ Νταλί θα ήτο πανευτυχής. Το δεύτερο #Μένουμεσπίτι είναι κατά τι σουρρεαλιστικό. Ηδη από τις αρχές Νοεμβρίου, τα χριστουγεννιάτικα έλατα en quarantaine δίνουν μια πιο εξεζητημένη νότα στην κάπως γιαγιαδίστικη επιδημία «νέα οικιακότητας» («new domesticity») της πρώτης φοράς.
Εφηβες με αγιοβασιλιάτικα σκουφιά που ακούν «Jingle Bells», μοσχομυριστά τσουρέκια και μελομακάρονα («για να τσεκάρουμε και την ανοσμία», όπως λέει μια φίλη), υπέροχα σκηνοθετημένες γωνιές μέσα στο σπίτι με κεριά, καρτούλες και πάνινους αγιοβασίληδες με μακρουλά, μαλακά πόδια που κρέμονται. Ο Νταλί θα προσέθετε, υποθέτω, καμιά ούλτρα κιτς πινελιά ακόμη πχ γυμνόστηθες με μάσκες ταράνδου να ρουφούν σαμπάνια από ποτήρια-σατέν πέδιλα και να σαλπίζουν τις σάλπιγγες της Αποκάλυψης.
Το σπίτι παραμένει το βασικό εφαλτήριο και αυτή τη φορά. Με πιο πολλές ώρες «μέσα», μετά το νέο κατοχικό ωράριο απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Το σπίτι είναι το σήμα κατατεθέν της πανδημίας, στοιχειώνει όνειρα και –πρωτίστως –εφιάλτες. Προχθές που έτρεχα στον Εθνικό Κήπο τρόμαξα με τις δεκάδες χελώνες που αντίκρυσα. Παλιά τις συμπαθούσα, τώρα γκρίνιαζα («Γεμίσαμε ερπετά!»), υποθέτω γιατί μου υπενθύμισαν αυτή την αργόσυρτη ύπαρξη που κουβαλά παντού τον φόβο της για τον έξω κόσμο.
Είναι και εκείνη η εμμονή για τη λάτρα που έχει, είναι η αλήθεια, κάπως ξεφτίσει (γιατί πόσες φορές θα καθαρίσεις με ντετόλ τα πόμολα και τους διακόπτες;). Οχι, βέβαια ότι έχει εξαφανιστεί εντελώς. Χαλιά στρώνονται, μάλλινα βγαίνουν (επί ματαίω), οικιακές βοηθοί επιστρατεύονται (εν αντιθέσει με την πρώτη φορά που είχαν «κοπεί» μαχαίρι), μανάδες ουρλιάζουν σε εφήβους, οι οποίοι μέχρι τις 2 το μεσημέρι που τελειώνει το…σχολείο, είναι ξαπλωμένοι με τις πιζάμες και το laptop πάνω στο άστρωτο κρεβάτι. Ξένα έντυπα σου μιλούν για το απόλυτο «home office» που μπορείς να αποκτήσεις (πριν τρελαθείς παντελώς από την τηλεργασία με όλη την οικογένεια από πάνω σου), οι ηθοποιοί που ψάχνουν για δουλειά αναζητούν μια κάπως τακτοποιημένη γωνία μέσα στο σπίτι να γυρίσουν μόνοι τους το δοκιμαστικό.
Η κουζίνα παραμένει και τώρα το επίκεντρο. Τα γεύματα είναι κομβικά σημεία μέσα στον χωροχρόνο της καραντίνας, παρόλο που τα πολυμελή συνιστούν πλέον …εγκληματική ενέργεια (ή απλά «ανάρμοστη συμπεριφορά», ανάλογα με το από ποια πλευρά του τραπεζιού βλέπεις τον οικοδεσπότη).
Δεν είναι τυχαίο ότι η μετοχή της 74χρονης Tupperware (από το 1946 παρακαλώ) θα αρχίσει σε λίγο να ανταγωνίζεται τη μετοχή της Zoom. Μια φίλη αναρτά στο Facebook την ιδιόχειρη βεβαίωση γιαγιάς (της μητέρας της) που θέλει να μεταβεί στην τάδε διεύθυνση για να μεταφέρει φαγητό στα εγγόνια της. Ενα νιόπαντρο ζευγάρι κλειδαμπαρωμένο στο Λονδίνο του Τζόνσον μου εμυστηρεύεται πόσο κατενθουσιασμένο είναι με το νέο πολυμηχάνημα κουζίνας που αγόρασε, κάτι σαν Alexa της οικοκυρικής. Εχει, μεταξύ άλλων, περασμένες μέσα χιλιάδες συνταγές, ενώ σου στέλνει απευθείας στο σουπερμάρκετ τα υλικά που χρειάζεσαι για να μαγειρέψεις!
Αυτή τη φορά ο λεγόμενος «φθόνος της πανδημίας» ενδεχομένως να είναι πιο έντονος, δεδομένου ότι οι ανισότητες σε αυτό το δεύτερο lockdown να βιώνονται πιο ηχηρές. Θυμίζω ότι η δημοφιλής γαλλομαροκινή συγγραφέας Λεϊλά Σλιμανί είχε ακούσει τα εξ αμάξης ήδη από την πρώτη φορά, όταν ξεκίνησε να γράφει για τον Le Monde ένα «ημερολόγιο καραντίνας» από το εξοχικό της σπίτι στη Νορμανδία. Οι αντιδράσεις από τον «κοσμάκη» που ζούσε σε παριζιάνικα διαμερίσματα των 15 τ.μ., την έπεισαν να σταματήσει να γράφει για τον «εγκλεισμό» της την ώρα που «η αυγή αχνοφαινόταν πάνω από τους λόφους».
Τα social media φυσικά είναι που ρίχνουν το λάδι στη φωτιά(αν μη τι άλλο έχουμε γλυτώσει από τις παλιές ναρκισσιστικές αναρτήσεις δημοσιογράφων με το αγαπημένο τους καφέ στη Φλωρεντία ή με τα σύννεφα από την business class αεροσκάφους «καθ΄οδόν για το Μεγάλο Μήλο»). Λίαν εκνευριστικές παραμένουν οι αναρτήσεις εκείνων με προνομιακά σπίτια, με τετραγωνικά, με κήπο, με θέα κοκ που κατακρίνουν μάλιστα με περισσό μένος όσους παραπονούνται για το παρατεταμένο «μέσα». Οπως μου λέει μαινόμενος ένας φίλος: «Αλλο να είσαι κλεισμένος και να βλέπεις από το παράθυρό σου την Ακρόπολη ή τη θάλασσα και άλλο να βλέπεις τη μπουγάδα με τα βρακιά της απέναντι».
Εννοείται ότι ο «φθόνος» αυτός δεν είναι μόνο ταξικός. Σε συνθήκες εγκλεισμού, φθονείς τον άλλο για όλα αυτά που απλά εσύ δεν έχεις: γάτες, πάρκο κοντά στο σπίτι, παιδιά, δουλειά, χρόνο, σύντροφο, την ελευθερία να μην έχεις να μαγειρέψεις για απολύτως κανέναν μέσα στο σπίτι, αποθέματα ψυχικής δύναμης ώστε αντί να σέρνεσαι με την σκισμένη φόρμα να καθήσεις να στολίσεις το έλατο Νοεμβριάτικα, αδέλφια να μοιράζεσαι την μετακίνηση 4, σπίτι χωρίς τηλεόραση, σπίτι σε περιοχή της Ελλάδας που δεν έχει γεμίσει κορονοϊό, χαρτί διαζυγίου, ησυχία (γιατί ακόμα και μεσούντος του lockdown, ο από κάτω συνεχίζει να «ξηλώνει» όλο το διαμέρισμα με το παιδί να βγαίνει αγκαλιά με το κινητό να κάνει μάθημα στο μπαλκόνι, μπας και κόψει λίγο ο θόρυβος). Το σαφώς ισχνότερο κύμα memes του δεύτερου lockdown, σιγοντάρει: «Εγώ τη Μελάνια σκέφτομαι που θα τον έχει όλη μέρα στο σπίτι».
Yπάρχει όμως και πολλά ακόμα που ελλοχεύουν σε αυτόν τον δεύτερο σαφώς πιο εσωστρεφή, πιο εγωϊστικό, λιγότερο αλληλέγγυο (από την πρώτη φορά) εγκλεισμό. Ανάμεσά τους, υποθέτω, και οι παρανέργειες αυτής της παρατεταμένης απομόνωσης από το «δημόσιο», αυτό το πανικόβλητο, ηττοπαθές και όπως όλα δείχνουν παρατεταμένο λούφαγμα στο «ιδιωτικό».
Προχθές είδα από το παράθυρο μια φίλη μου με τον άντρα της και τους φώναξα όλο χαρά να κουβεντιάσουμε, λες και βρισκόμουν σε απομονωμένο χωριό της Κάτω Ιταλίας. Η συνεννόηση ήταν σχεδόν αδύνατη, εκείνοι με τις μάσκες, εγώ από ψηλά, κάτι ψιλά τα έπιασα, τα ουσιώδη, τα έχασα, όταν έφυγαν ήμουν σχεδόν ανακουφισμένη που δεν ήμουν αναγκασμένη να διαβάζω τη γλώσσα του σώματος (γιατί στόμα δεν έβλεπα). Εκλεισα το παράθυρο και γύρισα πίσω στην αποαποχαυνωτική ασφάλεια του σπιτιού μου.
ΥΓ Κλέβω ανερυθρίαστα την ιδέα της Washington Post που ζήτησε από ανθρώπους από διαφορετικές χώρες να δώσουν τον ορισμό τους (μέσω ηχητικού μηνύματος) για το τι είναι σπίτι εν έτει 2020. Θα είμαι, το ομολογώ, λιγότερο φιλόδοξη. Περισυνέλεξα ενδεικτικά λίγους ορισμούς από «έγκλειστους» της Αθήνας αυτού του δεύτερου lockdοwn:
*«Ασφάλεια, ζεστασιά, περιμένω να μαζευτεί όλη η οικογένεια».
* «Σπίτι είναι η μικρή μου ζεστή πλατωνική φωλιά, εκεί όπου κουρνιάζω και βλέπω τη σκιά των πλησιαζόντων γεγονότων να μεγαλώνει».
* «Το σπίτι είναι μια μόνιμη πηγή αγωνίας. Μ’ εμένα να δουλεύω ως και 12 ώρες κάποιες μέρες, τα παιδιά ζουν σε μόνιμο εγκλεισμό».
*«Προσέχω ότι τώρα το σπίτι γίνεται ένας πιο καθαρός καθρέφτης του εαυτού μου. Παρατηρώ μικρές λεπτομέρειες που πριν ήταν έως και αόρατες. Ο χώρος ο ίδιος με ωθεί σε μια εσωτερική αναζήτηση, σε πρωτόγνωρο βαθμό. Και είναι ευχάριστο. Σαν μια νέα περιπέτεια, που δεν είχα σχεδιάσει».
*«Εγκλεισμός με δύο δουλειές μπροστά από τον υπολογιστή, με τελείως αβέβαια φράγκα. Αλλά να μην γκρινιάζω, γιατί πάντα υπάρχουν και χειρότερα».
*«Το σπίτι από σημείο αναφοράς, από καταφύγιο από τον έξω κόσμο μετατρέπεται σε ένα μικρό σύμπαν. Καθώς αντιστρέφεται η χρήση του, γιγαντώνονται και τα συμβάντα μέσα σε αυτό. Και έτσι δεν ξέρεις να ξεχωρίσεις τι είναι σημαντικό και τι όχι».
* «Oσο και αν ονειρεύομαι μια μονοκατοικία έξω από την Αθήνα, θεωρώ πως μέσα σε αυτή την κόλαση που αντιμετωπίζουμε, παραμένω τυχερός γιατί αυτό το σπίτι-τρύπα στο οποίο ζω είναι δικό μου, δεν το χρωστώ και μπορώ πάντα να καταφεύγω σε αυτό. Οταν το σκεφτώ έτσι παύει να είναι φυλακή και γίνεται πάλι ένας μικρός προσωπικός παράδεισος»
* «Απειρα άπλυτα ρούχα. Πώς και γιατί δεν ξέρω. Σώμα ανάπηρο από την ακινησία. Αγωνία να κάνω Webex για το σχολείο. Στέρηση ερωτικού συντρόφου. Και πάλι δε δεν γκρινιάζω, γιατί έχω δουλειά και οι σχέσεις με τα αγαπημένα μου πρόσωπα είναι ιδανικές αυτόν τον καιρό».
* «Στενοχώρια. Μου τηλεφωνούν τα παιδιά μου από την Ουκρανία. Το έχω καθαρό, να λάμπει».
* «Το σπίτι μου είναι εφαλτήριο των παιδικών και ενήλικων ονείρων μου. Είναι η αγκαλιά που προσφέρω στα παιδιά μου και ο χώρος που τα βοηθώ να ετοιμαστούν για τις προκλήσεις που θ΄αντιμετωπίσουν. Μόνο στο σπίτι είμαι απόλυτα ο εαυτός μου».