Θυμήθηκα μια πλάκα που μου έκανε η κατά επτά χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου όταν ήμουν γύρω στα 11. Ερχόταν στο κρεβάτι μου και μου έλεγε: «Κλείσε τα μάτια σου, άνοιξε το στόμα σου. Σου έχω μια λιχουδιά». Το άνοιγα κι εγώ σαν χάνος –η αλήθεια είναι ότι ουκ ολίγες φορές μού έφερνε προφιτερόλ από το «Ανδριάς» και κάτι φοβερά ταρτάκια με φράουλα από το «Pastry Family» στο Παγκράτι. Οταν «μυριζόμουν» τι με περίμενε, ήταν πια αργά: ένα κουταλάκι του γλυκού μουστάρδα είχε βρει τον δρόμο του για τη στοματική μου κοιλότητα.
Αυτό μου θύμισε το viral εδώ και καιρό βίντεο του 30χρονου Ράσελ Ντόνελι από το Νιου Τζέρσεϊ. Νοσεί από Covid-19 και καταβροχθίζει μπροστά στην κάμερα, χωρίς ούτε να βλεφαρίσει, τα εξής: ένα κομμάτι κόκκινο κρεμμύδι, ένα σφηνάκι λεμονάδα, μια κουταλιά πάστα σκόρδου, μια πιρουνιά σαρδέλες Νορβηγίας από κονσέρβα, μια κουταλιά βρεφική τροφή Gerber (με κοτόπουλο), αντζούγιες με κάππαρη, άφθονη μουστάρδα–απλώς αναποδογυρίζει το μπουκάλι πάνω από το στόμα του–, μια σκελίδα σκόρδο. «Αυτή είναι η ζωή μου» εξηγεί.
Η αλήθεια είναι ότι όσο εμείς ψήναμε μπανανόψωμα –την εποχή του παρθενικού «Μένουμε σπίτι»– και διάφορα άλλα λαχταριστά στα επόμενα lockdown, εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον πλανήτη περνούσαν (και περνούν) μέρες, καμιά φορά και μήνες, χωρίς γεύση ή/και όσφρηση.
Πρόκειται για ένα σύνηθες σύμπτωμα της Covid-19. Σύμφωνα με τη βρετανική φιλανθρωπική οργάνωση AbScent, 47% όσων νοσούν με κορονοϊό υποφέρουν από αλλαγές στο πώς γεύονται και στο πώς μυρίζουν. Οι περισσότεροι ανακάμπτουν ύστερα από λίγες εβδομάδες, αλλά ένας στους δέκα θα δει τα συμπτώματα να επιμένουν ακόμα και για μήνες. Το δε ΤikTok «βρωμάει» από μπακαλίστικα γιατροσόφια, π.χ. το πορτοκάλι με την καμένη φλούδα θα αφυπνίσει «εγγυημένα» τους ναρκωμένους γευστικούς σου κάλυκες.
Εντάξει, δεν ακούγεται και πολύ σοβαρό, είναι η αλήθεια. Σαν να έχεις για λίγες μέρες ένα βαρύ μπούκωμα ή σαν να είσαι αστροναύτης (διότι η γεύση αλλοιώνεται στη μικροβαρύτητα).
Σουρεάλ τραύμα
Και όμως, για πολλούς είναι μια ιδιαζόντως τραυματική εμπειρία. «Οταν είχα απολέσει και τις δύο αισθήσεις μαζί, ήταν πραγματικά χάλια. Δεν είχα καμία καμία αίσθηση του τι τρώω» μου λέει μια 42χρονη γυναίκα που νόσησε τον Νοέμβριο του 2020. «Θα μπορούσε να είναι κόπρανα και να μην το καταλαβαίνω. Ετρωγα για να φάω. Δεν είχα καμία αίσθηση απόλαυσης ή, έστω, αηδίας. Η αοσμία ειδικά κράτησε μήνες».
Και αρκετοί διάσημοι στον χορό των νοσούντων χωρίς… μύτη και… γλώσσα. Οπως ο πρίγκιπας Κάρολος ή η Λένα Ντάναμ. Ο δε γάλλος σέντερ των Utah Jazz Ρουντί Γκολμπέρ (o «ασθενής 0» του NBA , ο οποίος στην αρχή παρίστανε τον άνετο με τον ιό, αγγίζοντας όλα τα μικρόφωνα των δημοσιογράφων σε συνέντευξη Τύπου), ακόμα και ύστερα από τρεις μήνες δήλωνε ότι αδυνατούσε να μυρίσει καλά.
«Ηταν απαίσιο» μου καταθέτει τη δική της εμπειρία μια 49χρονη γυναίκα που νόσησε τον περασμένο Αύγουστο. «Δεν ξεκίνησε αμέσως, αλλά την τρίτη μέρα. Ηταν τότε με τις μεγάλες πυρκαγιές, που και στην Αθήνα έπρεπε να μένουμε στο σπίτι με τα παράθυρα κλειστά. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα! Δεν μύριζα. Το μόνο καλό σε αυτό ήταν όταν καθάριζα την άμμο της γάτας ή όταν κατέβαζα τα σκουπίδια!».
Η αγευσία ήταν σαφώς πιο επώδυνη. «Είναι τρομακτικό και σουρεάλ ταυτόχρονα, γιατί είναι κάτι που βάζεις μέσα στον οργανισμό σου» συνεχίζει η ίδια. «Βλέπεις το φαγητό και το μασάς, αλλά δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Σαν να τρως βιβλίο ή αφρό πολυουρεθάνης! Γελούσα γιατί έπαιρνα ντελίβερι –μου τα άφηναν μέσα στο ασανσέρ– και μετά μου ζητούσαν να αξιολογήσω διαδικτυακά το πιάτο με αστεράκια!»
«Κάποια στιγμή, παρήγγειλα επίτηδες μπέργκερ με πατάτες τηγανητές! Ηθελα να φάω φαστ φουντ, κάτι με έντονη γεύση, τηγανητό, πίκλα, αλμυρό…» λέει η ίδια. «Πάλι δεν κατάλαβα τίποτα. Ηλπιζα ότι θα με παρηγορούσε τουλάχιστον η ανάμνηση της γεύσης του τζανκ φουντ! Και η αλήθεια είναι ότι μου φαινόταν αστείο όταν το άκουγα ως σύμπτωμα της Covid-19. Ειδικά την απώλεια όσφρησης τη θεωρούσα αμελητέα. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τη σημασία της για την καθημερινότητά μου. Πόσο συνδέεται με την καθαριότητα, την υγιεινή, την ασφάλεια. Δεν μπορούσα να καταλάβω π.χ. αν ένα τρόφιμο ήταν “λύσσα” ή αλλοιωμένο».
Ζωή χωρίς γεύση
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η απουσία γεύσης και όσφρησης επιδρά ιδιαίτερα αρνητικά στην ψυχική υγεία, οδηγώντας στην κατάθλιψη, την απομόνωση, το άγχος για την ανεπιθύμητη απώλεια βάρους… Διόλου τυχαίο ότι πολλοί από τους πάσχοντες από αγευσία ή ανοσμία (και τα «παρελκόμενά» τους) έχουν δημιουργήσει στο Facebook δεκάδες «κλειστές» ομάδες αλληλοϋποστήριξης (όπως η εγχώρια «Covid Παροσμία-Ανοσμία» που αριθμεί σήμερα 500 μέλη).
Σημειωτέον ότι η παροσμία είναι ένα «παρακλάδι» της ανοσμίας (όλες ελληνικές λέξεις, στα χνάρια των μεταλλάξεων που έχουν πάρει σβάρνα το ελληνικό αλφάβητο). Είναι σαν μια «διαστρεβλωμένη αίσθηση της όσφρησης», που κάνει μυρωδιές που κάποτε μπορεί να σε ευχαριστούσαν, τώρα να σε ανακατεύουν, π.χ. ο βασιλικός στο μπαλκόνι σου να μυρίζει σαν ξεχασμένο για μέρες στον ήλιο ψάρι.
Και στην Ελλάδα υπάρχουν πάσχοντες από τη μακροχρόνια Covid-19 που καταφεύγουν σε ειδικούς για «οσφρητική φυσιοθεραπεία» ή «απολαμβάνουν» το μεσημεριανό τους με κλιπ μύτης (όπως οι κολυμβητές)! Για συγκεκριμένους, δε, επαγγελματίες (τους σεφ, τους σομελιέ, τις νοσοκόμες, τις λεγόμενες «μύτες» των ομίλων καλλυντικών που δημιουργούν τα αρώματα κ.ο.κ.), η παρατεταμένη ανοσμία ή αγευσία μπορεί να είναι καταστροφική.
Ενδεικτικό το παράδειγμα του διάσημου ιταλού γαστρονόμου Μικέλε Κρίπα, ο οποίος ένα πρωί διαπίστωσε ότι ο καφές του είχε γεύση καυτού νερού. Ο Κρίπα πάλεψε με τη βοήθεια ειδικών και (σχεδόν) νίκησε τα συμπτώματα της μακροκρόνιας Covid-19, έχοντας πλέον αναδειχθεί, σύμφωνα με τους New York Times, σύμβολο «γαστρονομικής ανθεκτικότητας».
Ο Ολιβερ Σακς θα έκανε πάρτι
Υποθέτω ότι, αν ζούσε, ο βρετανός νευρολόγος Ολιβερ Σακς θα ενέκυπτε στις μικρές αυτές παράπλευρες τραγωδίες της πανδημίας, αγκαλιάζοντας όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ετσι ακριβώς όπως είχε κάνει π.χ. με τον ζωγράφο που, μετά από ένα ατύχημα, έπαψε να βλέπει τα χρώματα και αντίκριζε τον κόσμο γκρίζο, «σαν από χυμένο μολύβι».
Ο άτυχος ζωγράφος είχε κάτι κοινό με τους συγκεκριμένους παθόντες της πανδημίας: αυτήν την αίσθηση βαθιάς απώλειας. «(…) Είχε χάσει την ανάμνηση, την ενδόμυχη γνώση αυτού που είχε υπάρξει κομμάτι του ίδιου του τού είναι» (από το βιβλίο «Ενας ανθρωπάκος στον Αρη», εκδόσεις Αγρα).
Μήπως τελικά ο κορονοϊός βάζει μία μία τις αισθήσεις μας ξανά στον χάρτη; Μήπως μετά την αφή, επιστρέφουν δυναμικά η (παραγκωνισμένη) όσφρηση και η (υπερκορεσμένη) γεύση;
Ας αδράξουμε την ευκαιρία να τις επανεκτιμήσουμε ως εργαλεία απόλαυσης και ασφάλειας σε έναν κόσμο τόσο δυσοίωνο, που θυμίζει σπεσιαλιτέ του Μεσαίωνα: τίγκα στα μπαχαρικά για να καλύπτεται η μυρωδιά του μισοσαπισμένου κρέατος.