Δεν νομίζω να έχει υπάρξει παράσταση του Μάρκου Σεφερλή που να μην έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις για κάποιο λόγο. Κυρίως γιατί η σάτιρά του είναι εξευτελιστική για κάποιες ομάδες ανθρώπων, εκείνες που παλεύουν να κατακτήσουν σεβασμό και ίσα δικαιώματα. Τώρα ήταν τα non binary άτομα που μπήκαν στο κοροϊδευτικό πεδίο του, μέσω της μεταμφίεσής του σε Nemo (ο νικητής της φετινής Eurovision), σε μια επετειακή παράσταση που έδωσε στο «Δελφινάριο».
Δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό να πεις για τον τρόπο που ο Σεφερλής επιλέγει να χτίζει την κωμωδία του. Είναι αυτός που είναι και έχει πετύχει ως τέτοιος, σε μια χώρα όπου υπάρχει κοινό για να τον αποθεώσει. Και να τον υπερασπιστεί κάθε φορά που κάποιος του ασκεί κριτική για τον σατιρικό σχολιασμό του.
Τα επιχειρήματα μένουν, εν πολλοίς, ίδια. Ενα από τα κλασικά, κάθε φορά που ανοίγεται διχασμός για τον Σεφερλή, είναι ότι η σάτιρα γίνεται έτσι από τα αρχαία χρόνια και ότι και ο Αριστοφάνης τα ίδια έκανε. Προφανώς, όσοι τα λένε αυτά λίγη επαφή έχουν με την αριστοφανική κωμωδία, η οποία είχε από πίσω της υψηλά νοήματα. Κυρίως ήθελε να σε ανυψώσει. Να σου προκαλέσει προβληματισμούς και όχι μόνο γέλια.
Υπάρχει τέτοιος μηχανισμός στο κωμικό κείμενο του Σεφερλή; Αν υπήρχε, δεν ξέρω αν θα είχε ουρές στις παραστάσεις του. Τα αστεία του είναι επιφανειακά, μονοδιάστατα και σαχλά στην πλειονότητά τους, ευκολοχώνευτα από ένα κοινό που αρέσκεται στην πλάκα καφενείου. Και επειδή ο Σεφερλής έχει ταλέντο ως φύσει κωμικός, επάνω στη σκηνή το γκελ με αυτό το κοινό είναι μοιραίο.
Για την ακρίβεια, έχει τόσο πηγαίο ταλέντο αυτός ο άνθρωπος, που αν τα κείμενα και η σκηνοθεσία των παραστάσεών του ήταν καλύτερα, θα μπορούσε να γίνει ένας ξεχωριστός κωμικός της γενιάς του. Επέλεξε όμως άλλο δρόμο. Και μοιάζει συνειδητά να μη θέλει να βγει από αυτόν.
Ισως είναι καιρός να βγούμε εμείς από τον δικό του. Γιατί δεν ξέρω αν έχει κάποιο νόημα να σχολιάζουμε πια κάθε του σατιρικό ατόπημα, γνωρίζοντας ότι την επόμενη χρονιά θα υπάρξει κάποιο άλλο, αντίστοιχο. Η υποτίμηση, δια μέσου του αστείου, ανθρώπων, είναι η ειδικότητά του. Για πόσο ακόμα θα πιανόμαστε με το σεφερλίδικο αστείο και θα ανοίγουμε συζητήσεις;
Ο Σεφερλής δεν θα αλλάξει, ό,τι και να λέμε. Θα απορροφηθεί από τον χρόνο που περνάει. Και η αλήθεια είναι ότι έχει αρχίσει να παλιώνει. Ναι, υπάρχει ακόμα το κοινό που γεμίζει το «Δελφινάριο». Αλλά άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο κοινό έχουν πια νεότεροι κωμικοί, με κείμενα πιο καλοφτιαγμένα και με απείρως πιο εύστοχα αστεία, στα οποία δεν μπαίνουν ο ρατσισμός και ο σεξισμός του καφενειακού χιούμορ.
Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η επιτυχία της νεότερης γενιάς κωμικών δεν περνάει μέσα από τα παραδοσιακά γρανάζια της σόουμπιζ, που με όχημά της την τηλεόραση κυρίως φτιάχνει έως τώρα σταρ της οθόνης – έναν κύκλο διασημοτήτων του οποίου η αξία ανεβαίνει μέσα από τα ψυχαγωγικά πάνελ και τον δορυφόρο της γκόσιπ είδησης, που περιστρέφεται γύρω από σελέμπριτι για να γεμίζει σκαλέτες και εκπομπές.
Στην ουσία βλέπεις δύο παράλληλους κωμικούς κόσμους. Στον έναν συνωστίζονται χλιαρές κωμωδίες και κωμικοί του σανιδιού και της οθόνης που δουλεύουν με την πλάκα, το σαχλό, το αστείο αναψυκτηρίου, το κρύο και το άχαρο μετα-επιθεωρησιακό θέαμα, έναν χαμηλής αισθητικής απόγονο της παλιάς επιθεώρησης. Από την άλλη υπάρχουν οι άλλοι, οι οποίοι ξεπετάχτηκαν από άλλες οθόνες, του διαδικτύου. Και προσελκύουν μια άλλη γενιά κοινού, που το πιθανότερο είναι ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο «Δελφινάριο» για να δει Σεφερλή. Σε λίγο δεν θα τον ξέρει κιόλας.
Τα πράγματα ρυθμίζονται από τον χρόνο. Οσα να λέμε για τον Σεφερλή, όσο κι αν σχολιάζουμε κάθε ρατσιστική του κωμική τοποθέτηση, η εποχή είναι αυτή που θα τον κάνει, τελικά, στην άκρη.