Η Πάτρα και ο δήμαρχός της: τι λείπει από τη Δημοτική Αρχή; | CreativeProtagon
Απόψεις

Περιμένοντας τον Γκοντό (στην Πάτρα)

Οι πιο πετυχημένοι δήμαρχοι στη χώρα είναι άνθρωποι πρακτικοί, ευφάνταστοι και νοικοκύρηδες. Παρεμπιπτόντως είναι δεξιοί, κομμουνιστές ή πράσινοι. Εμείς έχουμε ξεκινήσει ανάποδα τις επιλογές μας. Εχουμε βάλει το κάρο μπροστά από το άλογο. Γι’ αυτό δεν προχωράει η άμαξα 
Κώστας Λογαράς

Από την παρούσα Δημοτική Αρχή της Πάτρας δεν απουσιάζει ούτε η ανθρωπιά ούτε η φροντίδα για τον «λαϊκό κόσμο». Και ο Δήμαρχος  πιστεύω πως είναι άνθρωπος καλοπροαίρετος που έχει το εξαιρετικό προτέρημα να σε ακούει με νηφαλιότητα, ακόμα κι αν η κριτική σου είναι αρνητική. Με στωικότητα, θα έλεγα, προερχόμενη από τις αμετακίνητες βεβαιότητές του. Μοιάζει να σου λέει  «αυτή είναι η άποψή σου, όχι κι η δική μου». Kαι πάει παρακάτω. Κι άμα σε συναντήσει, θα σου πει ξανά την καλημέρα του. Με την ίδια πάντα αγαθή διάθεση. Από τον Κώστα Πελετίδη δεν λείπει ούτε η αυθεντικότητα, ούτε η προσήνεια, χαρακτηριστικά που διέκριναν τα πρόσωπα της παλιάς λαϊκής γειτονιάς. Γι’ αυτό, κερδίζει τη συμπάθεια των συμπολιτών του: «τουλάχιστον είναι έντιμος, δεν κλέβει » λέει ο κόσμος, και είναι αλήθεια.

Τι λείπει όμως από τη Δημοτική Αρχή; Το Οραμα. (Και δεν εννοώ το κομμουνιστικό όραμα, αυτό το έχει κορώνα στο κεφάλι της, ενταγμένο στον ασφυκτικό κορσέ τού κομμουνιστικού ιδεώδους in vitro). Ένα Όραμα για την πόλη, εννοώ. Όραμα ανάπτυξης τού αστικού της ιστού, μια προοπτική εξέλιξης in vivo. Ανοίγματα στον έξω κόσμο εννοώ, με συμμετοχή πολιτών χωρίς ταξικό διακριτικό, με ιδιωτική πρωτοβουλία και υγιείς επενδύσεις.

Μια πόλη για να αναπτυχθεί εν τοις πράγμασι απαιτεί κεφάλαια και πόρους. Πώς και πούθε;  Η παρούσα Δημοτική Αρχή τα ζητάει απ’ το κράτος. Ναι, αυτό με τις τρύπιες τσέπες. Που ρημάζει τον πολίτη και τον χαρατσώνει. Από ’κει θα αναπτυχθεί η Πάτρα; Αν ήταν έτσι, θα είχε αναπτυχθεί και η χώρα. Το πρόβλημα του κράτους είναι κοινό με το πρόβλημα της τοπικής αυτοδιοίκησης: αποστροφή και απέχθεια στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Ε, λοιπόν χωρίς αυτήν δεν γίνεται. Ας βρει τον τρόπο ο «έντιμος»  άνθρωπος να δημιουργήσει ελεγκτικούς μηχανισμούς  για να ελέγχει την όποια «ασυδοσία» και την «απληστία τού κεφαλαίου».

Όμως το κακό είναι ότι και οι άλλοι δεν φαίνεται να έχουν «ζωντανό» Όραμα για την πόλη. Τους ανταγωνίζεται λοιπόν αυτός με την καλοσύνη του, και τους νικάει στα σημεία.

Έχω την υποψία ότι με λάθος κριτήρια πορευόμαστε. Τόσα χρόνια κάτι πάει πολύ στραβά, γι’ αυτό δεν προκόβουμε. Οι πιο πετυχημένοι δήμαρχοι στη χώρα είναι άνθρωποι πρακτικοί, ευφάνταστοι και νοικοκύρηδες (ναι, δουλευταράδες νοικοκύρηδες: ο Τρικαλινός, ο Καρδιτσιώτης, ο άλλος της Ανάβρας). Παρεμπιπτόντως είναι δεξιοί, κομμουνιστές ή πράσινοι. Εμείς έχουμε ξεκινήσει ανάποδα τις επιλογές μας. Εχουμε βάλει το κάρο μπροστά από το άλογο. Γι’ αυτό δεν προχωράει η άμαξα.  Περιμένοντας χρόνια τώρα τον Γκοντό —τον ήρωα  τού Μπέκετ εννοώ, όχι τον.. πασίγνωστο ανά τον πανελλήνιο «κοντό».

Η πόλη, λέω, χρειάζεται ένα όραμα. Τα είδαμε όλα έως τώρα: όλα κατώτερα των προσδοκιών μας. Ένα απλό όραμα έχει ανάγκη, αρχής γενομένης από τον στόχο της καθαριότητας – ναι της καθαριότητας, και επιμένω: είναι δείκτης πολιτισμού «των μαζών».  Κάνει τους ανθρώπους να αγαπούν την πόλη τους, να την σέβονται γιατί κι αυτή τους σέβεται.

Η καθημερινή ζωή στην πόλη (σε οποιαδήποτε πόλη), οι μετακινήσεις του πολίτη στους δημόσιους χώρους, τα ερεθίσματα που δέχεται από τις κατάστικτες με μαρκαδόρους προσόψεις των κτιρίων, τα ρυπαρά παγκάκια και δίπλα τους τα ξέχειλα καλάθια από σκουπίδια, οι ξεσκισμένες αφίσες στις κολώνες και οι ζαρντινιέρες με φυτεμένα αποτσίγαρα διαμορφώνουν την αισθητική του πολίτη και του καλλιεργούν την πιο άθλια αντίληψη για την πόλη του. Η σχέση του μαζί της αλλοιώνεται. Την αποστρέφεται και την αποφεύγει. Η ψυχική δυσανεξία διαβρώνοντας τη μνήμη, τους δεσμούς του με τον τόπο, οδηγεί στον πολιτιστικό ξεπεσμό. Τι να σου κάνει ο Μπρεχτ και η λογοτεχνία και η ποίηση όταν τα μάτια σου βουλιάζουν καθημερινά στα εκτρωματικά πανό του διατηρητέου «Έσπερου» που κρέμονται στην κεντρική πλατεία σαν συνοικιακή μπουγάδα;

Τι να σου πει ο «Γαλιλαίος» και η «Τρισεύγενη» που διαδραματίζονται στη σκηνή του «Απόλλωνα»,  όταν οι δρύινες πόρτες του ιστορικού κτιρίου δίνουν εικόνα αποσύνθεσης – σαν γεροντικά ξεδοντιασμένα στόματα – ενώ  η πρόσοψη του είναι κατάστικτη από συνθήματα γραμμένα με χέρια βέβηλα που ασχημονούν ανέλεγκτα; Είναι αδιανόητο να παραμελείται για οποιοδήποτε λόγο η αστική όψη της πόλης, οι μνήμες της, το αστικό της παρελθόν, ο αστικός πολιτισμός της  (κι αυτό το γράφει ένας άνθρωπος με λαϊκή καταγωγή και ρίζες για τις οποίες νιώθει εξίσου υπερήφανος – γιατί πιστεύει ότι η «αρχοντιά»  του ανθρώπου όπως και η «ξιπασιά» του δεν είναι ταξικό χαρακτηριστικό, είναι θέμα πολιτιστικής καλλιέργειας και βιωμένης αγωγής).

Αραγε θα έπιανε τόπο να πρότεινε κανείς  κάτι απλό κι ανέξοδο;  Όποιος κι αν κερδίσει τις εκλογές (ας  είν’ κι ο ίδιος , ποσώς με νοιάζουν τα κομματικά) ας συγκροτήσει μια άτυπη ομάδα από πρακτικούς ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Που ξέρουνε διαπιστωμένα να οργανώνουνε το σπιτικό τους. Που αγαπούν και νοιάζονται το χώρο τους  κι έχουν σχέση βιωματική με αυτόν. Που διακριβωμένα περιποιούνται οι ίδιοι τις αυλές τους,  φροντίζουν τον μπαξέ τους ή τους κήπους τους. Κι ας κάνουνε μαζί τους οι επίδοξοι άρχοντες μια περιήγηση στην πόλη. Με αυτιά και μάτια ανοιχτά στις υποδείξεις τους. Ας ξεκινήσουνε την… «επανάσταση» που όλοι οι υποψήφιοι υπόσχονται,  απ’ αυτό. Για να πειστεί ο πολίτης ότι η πόλη του τον σέβεται, δεν τον απαξιώνει. Και να την νιώσει «σπίτι του».