| CreativeProtagon
Απόψεις

Περί πανεπιστημίων

Εκείνο που πρέπει να απασχολεί τα κρατικά πανεπιστήμια στο σύνολό τους και την Πολιτεία είναι ότι αρχίζει να παγιώνεται ένα καθεστώς πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων διαφορετικών ταχυτήτων. Αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα που πρέπει να συζητηθεί στο πλαίσιο των νέων πολλαπλών ρόλων που πρέπει να έχει το σύγχρονο πανεπιστήμιο
Στάθης Αραποστάθης

Μετά τις εκλογές και τη νέα κυβέρνηση γίνεται μεγάλη συζήτηση σχετικά με τα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Η συζήτηση προκλήθηκε από τη σταθερή έκφραση της κυβέρνησης να αλλάξει το Σύνταγμα ώστε να νομιμοποιηθεί η λειτουργία των εν λόγω πανεπιστημίων. Μάλιστα, έχει εκφραστεί και η επίσημη πρόθεση να βρεθεί λύση πριν από την αλλαγή του Συντάγματος.

Την ίδια στιγμή υπάρχει μια συνεχής αντίδραση από τμήματα της κοινωνίας, τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, καθώς και από  πανεπιστημιακούς από όλο το πολιτικό φάσμα. Η συζήτηση για τα εν λόγω πανεπιστήμια γίνεται μέσα από διχαστικά δίπολα που δεν βοηθούν τις λύσεις και τις συγκλίσεις.

Τα δίπολα που διαμορφώνονται ως μέρος τους δημόσιου λόγου είναι νεοφιλελεύθεροι κατά κρατιστών, προοδευτικοί κατά συντηρητικών, θεματοφύλακες της δημόσιας παιδείας κατά όσων υπονομεύουν τη δημόσια παιδεία. Προφανώς, τα δίπολα πολώνουν, δημιουργούν συνθήκες έντασης, ρήξης και, βέβαια, απλουστευτικής προσέγγισης του προβλήματος.

Θεωρώ σημαντικό ότι το θέμα των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων πρέπει να τo κατανοήσουμε μέσα στο πλαίσιο του αργόσυρτου αλλά υπαρκτού μετασχηματισμού του ελληνικού πανεπιστημίου. Στο πλαίσιο αυτό θεωρώ ότι μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια δεν είναι κάτι αναγκαίο, όπως παρουσιάζεται από κάποιους, αλλά συγχρόνως δεν είναι απαραίτητα κακό. Οι λόγοι για μια τέτοια κατανόηση και προσέγγιση είναι οι εξής:

Ιδιωτική εκπαίδευση και μάλιστα κερδοσκοπική υπάρχει και στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια. Δεν υπάρχει κάποιο λογικό, ηθικό και πολιτικό εμπόδιο να υπάρξει και τριτοβάθμια εκπαίδευση που να προσφέρεται από ιδιώτη ή από ειδικά θεσμικά σχήματα στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικού σκοπού. Μάλιστα, βρίσκω ανήθικο απόφοιτοι ιδιωτικών σχολείων, και μάλιστα κάποιες φορές πολύ καλών και πολύ ακριβών, να εναντιώνονται με μεγάλη σφοδρότητα στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Για ποιον λόγο δεν εναντιώνονται με την ίδια σφοδρότητα και στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Προφανώς το σχολείο δεν είναι το ίδιο με το πανεπιστήμιο, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλω να τονίσω το ζήτημα της λογικής και πολιτικής βάσης των επιχειρημάτων. Μάλιστα, πολλοί ξεχνούν ή αποκρύπτουν ότι λειτουργεί κρατικό μη κερδοσκοπικό αλλά με δίδακτρα πανεπιστήμιο: το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.  

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος ώστε να διαχειριστεί την ίδρυση με τρόπο που να μην υποβαθμίζει τα πανεπιστημιακά πτυχία δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κάποιος να είναι εξ αρχής αντίθετος στα μη κρατικά πανεπιστήμια. Αντί να αμφιβάλλουμε για το κράτος ή για την εκάστοτε κυβέρνηση, καλό θα ήταν να προτείνουμε αλλαγές που θα συμβάλουν στη συγκρότηση της αξιοπιστίας του κράτους. Τέτοιες προτάσεις θα μπορούσαν να είναι: 

  1. Η σύνδεση των πανελλήνιων εξετάσεων με την εισαγωγή  στα μη κρατικά πανεπιστήμια. Δηλαδή κανονικά να απαιτείται η συμμετοχή των φοιτητών/φοιτητριών στις πανελλήνιες και να ανακοινώνονται δημόσια οι βάσεις που απαιτούν. Με νόμο θα διασφαλίζεται ότι η εισαγωγή των φοιτητών/φοιτητριών θα γίνεται μέσω των πανελληνίων εξετάσεων. Αυτό μάλιστα πρέπει να το ζητήσουν οι ίδιοι όσοι σκοπεύουν να ιδρύσουν ή πιέζουν προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Κάτι τέτοιο θα προσέδιδε αξιοπιστία, κύρος, και βέβαια θα σταματούσε το επιχείρημα ότι όποιος έχει χρήματα σπουδάζει. Μάλιστα, θα μπορούσαν κάλλιστα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια να μπαίνουν και στο μηχανογραφικό, όπως όλα τα άλλα πανεπιστήμια. Ωστε όσοι θέλουν, να τα δηλώσουν κανονικά μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. 
  2. Η αξιολόγηση των πανεπιστημίων και των σχολών τους να γίνεται από την ίδια Αρχή και με τις ίδιες διαδικασίες που ισχύουν και για τα δημόσια πανεπιστήμια. Οπως σε όλα τα τμήματα όλων των πανεπιστημίων αναρτάται κάθε πέντε χρόνια η εξωτερική αξιολόγηση, το ίδιο να γίνεται στα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Αρα, να μην αφεθεί σε καμία αγορά και κανένα «αόρατο χέρι της αγοράς» να κρίνει την ποιότητα των πανεπιστημίων, αλλά το κράτος να θεσπίσει τα ίδια κριτήρια αποτίμησης, όπως ακριβώς και στα κρατικά πανεπιστήμια. 

Τα κρατικά πανεπιστήμια δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, γιατί πανεπιστήμια στο εξωτερικό υπάρχουν δύο ταχυτήτων, πανεπιστήμια που παράγουν επαγγελματίες και πανεπιστήμια που κάνουν έρευνα. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Ομως τα κρατικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα δεν παράγουν μόνο επαγγελματίες. Είναι φορείς παραγωγής έρευνας και νέας γνώσης.

Εχουμε ξεχάσει τον διττό και πολλές φορές τριπλό ρόλο του πανεπιστημίου. Ιστορικά, ο ρόλος τους ήταν να εκπαιδεύουν τους επαγγελματίες μιας κοινωνίας και τη γραφειοκρατία ενός κράτους. Παράλληλα, ο ρόλος τους ήταν η παραγωγή γνώσης που θα λειτουργούσε προς όφελος της κοινωνίας.

Το ελληνικό πανεπιστήμιο, αποσπασματικά μεν και κυρίως με έμφαση στις επιστήμες της φύσης, την ιατρική και την επιστήμη του μηχανικού, είχε αυτόν τον ρόλο από τα πρώτα κιόλας χρόνια συγκρότησης των πρώτων εργαστηρίων φυσικής και χημείας. Με τη θεσμική οργάνωση των ΕΛΚΕ, των ειδικών λογαριασμών για την έρευνα, από τη δεκαετία του 1980 ο ρόλος αυτός θεσμικά και πολιτικά νομιμοποιήθηκε.

Με την αλλαγή της χιλιετίας αρχίζει να διαφαίνεται –πάλι αποσπασματικά– ένας νέος ρόλος για το πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο ως μοχλός ανάπτυξης. Το πανεπιστήμιο και ειδικά τα εργαστήρια συμμετέχουν στη συγκρότηση καινοτομίας μέσα από τη συνέργεια με το κράτος και τη βιομηχανία και την αγορά. Είναι μέρος της λεγόμενης «Τριπλής Ελικας» της καινοτομίας.

Τα κέντρα έρευνας του πανεπιστημίου δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά, είτε παρέχοντας υπηρεσίες στη βιομηχανία, δηλαδή κάνοντας έρευνα και ανάπτυξη για τις εταιρίες, είτε κατοχυρώνοντας τη γνώση που παράγουν με διπλώματα ευρεσιτεχνίας τα οποία στη συνέχεια μπορούν να πουλήσουν ή να τα χρησιμοποιήσουν ως τη βάση των άυλων περιουσιακών στοιχείων νεοφυών εταιρειών.

Για να μπορέσει ένα πανεπιστήμιο να επιτελέσει τους παραπάνω ρόλους χρειάζονται ερευνητικές υποδομές, που έχουν πολύ μεγάλο κόστος δημιουργίας και λειτουργίας. Οι υποδομές έχουν επιχορηγηθεί με τεράστια ποσά από το κράτος, την Ευρώπη και τα Ερευνητικά Ευρωπαϊκά προγράμματα. Επίσης, χρειάζεται ερευνητική παράδοση, η οποία καθορίζει το ερευνητικό προφίλ των επιστημονικών εργαστηρίων και επιστημονικών τμημάτων και συγχρόνως προσδίδει στο συμβολικό κεφάλαιο των εργαστηρίων, δηλαδή στο κύρος τους.

Η ανάλυση της ερευνητικής πολιτικής και της πολιτικής των ερευνητικών δικτύων έχει καταδείξει τη σημασία τους και τη σημαντικότητα των συνεργειών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Αυτά όλα απαιτούν επένδυση σε υποδομές, χρήμα και ανθρώπινο κεφάλαιο, και σίγουρα χρειάζονται πολύ χρόνο. Δεν γίνονται από τη μα μέρα στην άλλη. Ο χρόνος θα δουλεύει για τον ήδη εδραιωμένο πρωταγωνιστή.

Γνώση και δίκτυα θα μεταφερθούν από τα κρατικά στα μη κρατικά πανεπιστήμια και αυτό πρέπει να το κατανοήσουν κάποιοι που χτίζουν προσδοκίες γύρω από την αξία και τον ρόλο των μη κρατικών πανεπιστημίων στον μετασχηματισμό των κρατικών πανεπιστημίων. Οσοι λένε ότι θα υπάρξει ανταγωνισμός και έτσι τα κρατικά θα βελτιωθούν, κατανοούν τη συγκρότηση των πανεπιστημίων ως σχολών παραγωγής επαγγελματιών και όχι ως θεσμών που συμμετέχουν στην οικονομία της γνώσης κάθε περιοχής και κάθε χώρας. 

Μπορεί να τεθούν κριτήρια λειτουργίας, για παράδειγμα να μην μπορεί να υπάρξει πανεπιστήμιο με μία μόνο σχολή. Εάν ένας φορέας ιδιωτικής υγείας ή ασφάλισης θέλει να κάνει μια ιατρική σχολή και έχει το κεφάλαιο για τις υποδομές, να υποχρεούται να ιδρύσει και σχολή νοσηλευτικής, όπως και σχολές/τμήματα που εντάσσονται στις σχολές υγείας με την ευρύτερη έννοια. μιας και παρέχουν γνώσεις σε βασικά αντικείμενα απαραίτητα για την εκπαίδευση των επιστημών υγείας και συνδέουν την υγεία με θέματα κοινωνικά και πολιτικά.

Για παράδειγμα, θα πρέπει να υποχρεούται να ιδρύσει τμήματα Κοινωνιολογίας της υγείας ή/και Κλινικής ψυχολογίας ή/και Ψυχολογίας ή/και Πολιτικής Δημόσιας Υγείας ή/και Τοξικολογίας ή/και Βιολογίας ή/και Βιοηθικής.

Μπορεί και πρέπει να τεθεί ένα ελάχιστο όριο τμημάτων που θα πρέπει να έχει ένας φορέας που θα θέλει να επενδύσει στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Ενα τέτοιο μέτρο θα ωθήσει σε συνέργειες πολλών φορέων και επίσης θα μειώσει τον αριθμό των φορέων που θα ήθελαν να κάνουν ο καθένας το δικό πανεπιστήμιο. 

Αυτό που χρειάζεται είναι να αποφύγουμε τα δίπολα και να σκεφτούμε συλλογικά και δημιουργικά. Το ζήτημα είναι να διασφαλιστεί ένα αξιόπιστο και συνάμα βιώσιμο πλαίσιο λειτουργίας και όχι να βλέπουμε το πρόβλημα αντιπαραθετικά ή ως πρόβλημα αντίστασης των κρατικών πανεπιστημίων στην αλλαγή. Τα πανεπιστήμια αλλάζουν και θα αλλάξουν όχι γιατί θα πιεστούν από την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων, αλλά γιατί η γνώση, η έρευνα, τα γνωστικά αντικείμενα αλλάζουν.

Εάν διασφαλιστεί ένα πλαίσιο λειτουργίας όπως αυτό που περιέγραψα, δεν νομίζω ότι το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει να φοβάται τίποτα. Θα δημιουργηθούν κάποια πάρα πολύ λίγα πανεπιστήμια, ίσως και ένα-δύο, και θα πάμε οργανωμένα και συγκροτημένα σε αυτό που ισχύει και στην Ευρώπη.

Δηλαδή πολύ λίγα ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, μικρά πανεπιστήμια τα οποία απευθύνονται στο να παράγουν επαγγελματίες και όχι ερευνητές και γνώση, αφού δεν έχουν τα μέσα αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό για να παράγουν νέα γνώση. Στο πλαίσιο που περιέγραψα, τα μη κρατικά πανεπιστήμια δεν είναι η μαγική λύση, δεν θα αλλάξει το τοπίο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν θα πρέπει να χτιστούν τέτοιες προσδοκίες, γιατί το πανεπιστήμιο έχει αλλάξει και αλλάζει συνεχώς.

Αυτό που το χαρακτηρίζει είναι η έρευνα και εκεί τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι σημαντικά εδραιωμένα, γιατί είτε λόγω υποχρηματοδότησης είτε γιατί δεν υπήρχε κεντρική ερευνητική πολιτική, παρά μόνο με ελάχιστες εξαιρέσεις τα τελευταία 40 χρόνια, τα ίδια τα ερευνητικά δίκτυα των επιστημόνων είχαν ενεργοποιηθεί «αυθόρμητα» και έχουν χτίσει σημαντικές υποδομές και δίκτυα με κέντρα του εξωτερικού, που τα καθιστούν ισχυρά στην οικονομία της γνώσης.

Εκείνο που πρέπει να απασχολεί τα κρατικά πανεπιστήμια στο σύνολό τους και την Πολιτεία είναι ότι αρχίζει να παγιώνεται ένα καθεστώς πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων διαφορετικών ταχυτήτων. Αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα που πρέπει να συζητηθεί στα πλαίσιο των νέων πολλαπλών ρόλων που πρέπει να έχει το σύγχρονο πανεπιστήμιο.


Ο Στάθης Αραποστάθης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ. Διδάσκει Ιστορία και Κοινωνιολογία της Επιστήμης και της Τεχνολογίας