Το μέγεθος του Μαραντόνα φαίνεται από το γεγονός ότι ένα από τα μεγάλα ταμπού, η ασυλία του νεκρού δεν κρατήθηκε ούτε την πρώτη ώρα. Το χέρι του Θεού αναφερόταν μαζί με τον εθισμό στην κόκα του μακαρίτη. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε δύο σετ κανόνων. Ενα με ευαισθησίες εσωτερικού που απαγορεύεται να γίνει αρνητική αναφορά σε Ελληνα που πέθανε πρόσφατα. Και ένα με ευαισθησίες εξωτερικού που ο αλλοδαπός μακαρίτης μπορεί με ασφάλεια να ξεπατωθεί αφού «ποιος ασχολείται τώρα με το τι γράφουν στην Ελλάδα για να παρεξηγηθεί».
Τον κύριο όμως ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι όσο το ποδόσφαιρο άλλο τόσο η προσωπική του ζωή δημιούργησαν τον μύθο του Μαραντόνα. Για τον κόσμο ο Μαραντόνα δεν ήταν ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής που έμπλεξε με την κόκα, αλλά ένας μεγάλος εκτός νόμου που έπαιζε ποδόσφαιρο. Ο outlaw που έχει γραμμένους τους νόμους και τις συμπεριφορές της κοινωνίας. Από τα ναρκωτικά στη ζωή, μέχρι το χέρι στο ποδόσφαιρο.
Ο μόνος τρόπος να εξεταστεί η λατρεία στον Μαραντόνα είναι με τη λατρεία των νοικοκυραίων στον outlaw. Σε αυτόν που κάνει πράγματα περιφρονώντας την εξουσία, τα οποία οι ίδιοι φοβούνται να κάνουν.
Oπως ο Ντικ Τέρμπιν (Dick Turpin), ο πιο διάσημος highwayman του 18ου αιώνα. Ρομαντικός ήρωας των μεγάλων δρόμων στο βιβλίο «Rockwood» του Ουίλιαμ Χάρρισον Εϊνσουορθ (Ainsworth). Αδίστακτος εγκληματίας που για να του πει που κρύβει τα λεφτά δεν δίστασε να πετάξει μια γριά στο τζάκι στην πραγματικότητα.
Ο Ρομπέν των Δασών που κλέβει από τους πλούσιους για να τα δώσει στους φτωχούς κρατώντας και κάτι για ελευθερώσει τον Βασιλιά Ριχάρδο στο βιβλίο της Καρόλα Ομαν (Carola Oman).
Tα βοσκόπουλα στις λαϊκές επιφυλλίδες του Θ. Δράκου στον «Θησαυρό», που βγαίνουν στο κλαρί. Γιατί εκτός που τους πρόσβαλε, είναι φτωχός και δεν τον αφήνει να την παντρευτεί ο πλούσιος τσέλιγκας.
Ο Τσακιτζής ο Εφέ του Αϊδινίου, που μετά τον θάνατο του πατέρα του και την ατίμωση της μητέρας του φτιάχνει συμμορία στην περιοχή της Σμύρνης. Ληστεύει τους πλούσιους για να τα δώσει στους φτωχούς και απαγορεύει στους φοροεισπράκτορες να πατήσουν πόδι στην περιοχή του.
Και αν ο Τζορτζ Μπεστ, που πέθανε πριν 15 χρόνια ίδια μέρα με τον Μαραντόνα, έκανε τα ίδια και χειρότερα δεν είχε την πολιτική να τον εξαγνίσει. Ο Μαραντόνα πήγαινε μετά στην Κούβα του Κάστρο και την Βενεζουέλα του Τσάβες. Ο Μπεστ στο παμπ της γειτονιάς.
Το «ξόδεψα πολλά λεφτά σε ποτό, γκόμενες και ακριβά αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα τα σπατάλησα» του Μπεστ είναι το «δεν δίνω διάρα τσακιστή» του ληστή του Σαββόπουλου στον «Παλιάτσο και τον Ληστή». Οι λαϊκοί ήρωες πρέπει να πιστεύει ο κόσμος ότι νοιάζονται. Ο Πελέ στηρίζει έξι ανθρωπιστικές οργανώσεις και ο Μαραντόνα έχει παίξει ένα ματς για φιλανθρωπικούς σκοπούς το 1984. Οι πιθανότητες του Πελέ να γίνει λαϊκός ήρωας είναι όσες και του Στουρνάρα.
Στον «Ανθρωπο που θα Γινόταν Βασιλιάς» ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ έγραψε: «Εδώ κείτεται ένα ανόητος που θέλησε να τα βάλει με την Ανατολή». Το ίδιο ισχύει και με τους λαϊκούς ήρωες. O Μαραντόνα μπορεί στη Νάπολη να συνοδευόταν από μέλη της Καμόρα και να ήταν αδύνατον να τον πλησιάσεις, να είχε δύο κόρες και έξι άλλα παιδιά από διάφορες γυναίκες, να είχε κάνει μήνυση στην γυναίκα του ότι του έκλεβε λεφτά, αλλά τίποτα δεν παίζει ρόλο. Είναι ένας λαϊκός ήρωας που η ζωή του ανήκει στη συλλογική λαϊκή μνήμη. Μόνο ένας ανόητος μπορεί να τα βάλει μαζί της.