Ο Παπανώτας σας έφταιξε; Ή οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού; Που έχουν μετατρέψει την πολιτική, και όχι μόνον αυτήν, σε «Survivor»;
Να ψηφίζει το κοινό ποιος θα μείνει, ποιος θα αποχωρήσει. Με κριτήρια «αλλού γι’ αλλού». Ελάχιστη σημασία στο ποιος είναι πιο καλός παίκτης. Πιο γυμνασμένος. Πιο αξιοπρεπής. Πιο ικανός.
Το στήσιμο του παιχνιδιού είναι το πρόβλημα.
Ο Κασσελάκης έφτιαξε μια λίστα δική του, και δημοκρατικότατα κάλεσε μετά όσους ήθελαν να διαλέξουν εκείνοι ποιοι θα μπουν στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Με τι προσόντα, ρε;
Ο λαϊκισμός στα χειρότερά του. Εκπεφρασμένος από έναν τύπο ο οποίος, μέρα με την ημέρα, αποδεικνύει ότι το επιτυχημένο (;), για αυτόν, πείραμα της εκλογής του στην προεδρία του κόμματος είναι πλέον για αυτόν ένα κατοχυρωμένο, ωραιότατο case study.
Δεν αποκλείεται, αν τύχει να γίνει και πρωθυπουργός, να ζητήσει από τον κόσμο (όχι από μέλη του κόμματος, ανθρώπους που έχουν ζυμωθεί μέσα στην πολιτική – με καλά ή κακά αποτελέσματα, δεν έχει σημασία), να διαλέξει μέσα από μια άλλη λίστα που θα του δώσει, ακόμα και το υπουργικό του συμβούλιο.
Ομως, για να μην αδικώ ολωσδιόλου τον ουρανοκατέβατο Κασσελάκη, τα ευρωψηφοδέλτια και άλλων κομμάτων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι γεμάτα πρόσωπα σαν τον Παπανώτα: αναγνωρίσιμα, όπως λέμε, προβεβλημένα, όπως ξέρουμε, και αγαπητά, όπως καταγράφονται στα νούμερα, στους followers και στα likes.
Το ζήσαμε κι αυτό, λοιπόν!..
Αναμενόμενο ήταν. Σε μια χώρα όπου ο καθένας πιστεύει ότι τα ξέρει όλα, από το να προπονεί ποδοσφαιρική ομάδα, να κάνει πρόβλεψη του καιρού, να συμβουλεύσει σε ποιες μετοχές να επενδύσεις, να διαγνώσει την αρρώστια σου, να κρίνει επιστημονικά τον Μπιλ Γκέιτς, μέχρι και να ορίσει πώς θα κάνει μάθημα ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο… σε μια χώρα λοιπόν που όλα αυτά είναι νορμάλ, γιατί μας κάνει εντύπωση που επέλεξαν οι περαστικοί του ΣΥΡΙΖΑ από τη λίστα που συνέταξε ο Κασσελάκης τον Παπανώτα, και άπειρους άλλους Παπανώτες, για να μπει στο ψηφοδέλτιο και –why not?– να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο Ευρωκοινοβούλιο;
Οι δηλώσεις του τηλεπαρουσιαστή που προκάλεσαν την μήνιν κομμάτων και χρηστών στα social media είναι γνωστές. Εγιναν πριν τον επιλέξουν εκείνοι που έκαναν εγγραφή στον ΣΥΡΙΖΑ, από τη λίστα που παρουσίασε ο Κασσελάκης, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. «Verba volant, scripta manent» (τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν).
Σε αυτές, ο κ. Παπανώτας ακούγεται να λέει: «Εγώ δεν βλέπω να έχει πρόβλημα μια γυναίκα στην Ελλάδα και γενικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, κανένα. Εκτός αν θέλει να έχει. Δηλαδή αν πάρει έναν σατράπη ο οποίος την κακοποιεί και δεν μιλάει, και κάθεται και το ανέχεται, είναι πρόβλημά της».
Ολοι αυτοί οι διάσημοι (δήθεν) τηλεπαρουσιαστές μιλάνε πολύ και ασταμάτητα. Για αυτό πληρώνονται. Για να κάθονται σε έναν καναπέ σε τηλεοπτικό πλατό, ή σε ένα ραδιοφωνικό στούντιο, και να λένε ό,τι κατεβάζει η γκλάβα τους. Δηλαδή, το όποιο μυαλό διαθέτουν.
Εξ αυτής της φλυαρίας, που προτιμώ να την ονομάζω «γλωσσική ακράτεια», φυσικό είναι να φεύγουν βλακείες και κοτσάνες. Και επειδή ζούμε πλέον στη διαστρεβλωμένη πλευρά της digital εποχής όπου τα πάντα καταγράφονται εύκολα στις λεγόμενες «έξυπνες συσκευές» μας, όλα αυτά τα λεκτικά απόβλητα είναι εύκολο να εντοπιστούν και να ανακυκλωθούν.
Με το καλημέρα, είχαμε και το πρώτο φάουλ από τον λαοπρόβλητο τηλεοπτικό υποψήφιο Γιώργο Αυτιά, ο οποίος, σε μια συγκέντρωση ενθουσιωδών οπαδών του, είπε με στεντόρεια φωνή «…και πάνω απ’ όλα, αυτό το σύνθημα που τσάκισε τους πάντες: Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια. Αυτό είναι. Πάμε όλοι μαζί». Ξεχνώντας, ή μη γνωρίζοντας ίσως, ότι αυτό ήταν βασικό σύνθημα των χουντικών 1967-1974.
Ασφαλώς και δεν είχαν οι συνταγματάρχες την «αποκλειστική αντιπροσωπεία» των τριών αυτών ιερών θεσμών. Ομως, ένας άνθρωπος με κοινή λογική, και επίγνωση της Ιστορίας, θα αναδείκνυε αυτές τις τρεις αξίες, αλλά με άλλον τρόπο, με διαφορετικό λόγο. Π.χ. ότι «στην Ελλάδα έχουμε σταθερούς πυλώνες την Ιστορία του τόπου μας, το διαχρονικό στήριγμα της Πίστης μας, και τον αδιατάρακτο δεσμό με την Οικογένεια».
Δεν θέλω να πιστέψω ότι ο Αυτιάς το είπε και το έκανε αυτό εν επιγνώσει, όπως ψιθυρίζεται στους διαδρόμους της κακεντρέχειας, υπονοώντας ότι θέλει να «πιάσει» και αυτό, το εθνικοπατριωτικό ακροατήριο. Νομίζω, ελπίζω, ότι έπεσε απλώς θύμα του απερίσκεπτου πολλές φορές ενθουσιασμού του…
Είχα μια ωραία κουβέντα στο ραδιόφωνο για όλα αυτά τα άσχημα, με τον Χαρίδημο Τσούκα, καθηγητή Στρατηγικής Διοίκησης του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Συμφωνήσαμε ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, θεωρούμε τις ευρωεκλογές ως τον πρώτο γύρο των εθνικών εκλογών μας. Και με αυτό το δεδομένο έστω, τα κόμματα θέλουν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους.
Πώς το κάνουν αυτό;
«Κατά κανόνα, βάζοντας στο ψηφοδέλτιο ανθρώπους που έχουν υψηλή αναγνωρισιμότητα», λέει ο καθηγητής, που στη συνέχεια μου πέταξε το εξής ωραίο:
«Ζούμε στην εποχή της διασημοκρατίας, κύριε Μιχαηλίδη. Του σελεμπριτισμού!». Και συνέχισε:
«Σε αυτήν τη συνθήκη, το σημαντικότερο κεφάλαιο που έχει ένας υποψήφιος είναι η τηλεοπτική του εικόνα, γενικότερα η αναγνωρισιμότητά του. Αυτό οδηγεί πολλά κόμματα σε τηλεπερσόνες, που γενικά είναι γνωστοί στον χώρο του θεάματος και του αθλητισμού. Δύο περιοχές που απασχολούν/ενδιαφέρουν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική, πόσο μάλλον με την ευρωπαϊκή πολιτική. Κι όμως, βγαίνουν ευρωβουλευτές».
Οταν θύμισα στον κ. Τσούκα ότι ο ποδοσφαιριστής Ζαγοράκης ανακοινώθηκε ότι θα είναι υποψήφιος για το ΠΑΣΟΚ, ενώ είναι ακόμα ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, είπε: «Απορώ κι εγώ γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν μια υψηλότερη αίσθηση αξιοπρέπειας ή, τουλάχιστον, μια μειωμένη αίσθηση γελοιότητας…».
ΥΓ. Ρωτήθηκε αυτές τις μέρες ο Ζαγοράκης για αυτό το «πέρα-δώθε» του, και απάντησε «εγώ είμαι με την Εθνική Ελλάδος». Κάτι που μας πήγε πίσω στο θρυλικό εκείνο «ρε γαμώτο!» της Βούλας Πατουλίδου…