Από αριστερά, Καρλ Γιουνγκ, βασιλιάς Κάρολος, Ερρίκος Δ' της Αγγλίας | CreativeProtagon
Απόψεις

Πάσχων βασιλιάς

Ο καρκίνος του Καρόλου έγινε θέμα συζήτησης και σχολιασμού σε όλα τα Μέσα. Εκτός, όμως, από την επιρροή του «The Crown» και τη στρατηγική προβολής της βασιλικής οικογένειας, ο βασιλιάς που έξαφνα πάσχει από μια θανατηφόρα ασθένεια εμφανίζεται κάθε τόσο σε αρχέγονους μύθους. Πρόκειται για ένα υποβλητικό μυθοπλαστικό μοτίβο, που το συναντάμε στα δημοφιλέστερα πολιτικά έργα του Σαίξπηρ
Αννα Αθανασιάδου

Η πρόσφατη ανακοίνωση ότι ο βασιλιάς Κάρολος πάσχει από καρκίνο μεσουράνησε σαν μαύρος δυναστικός ήλιος στη βρετανική επικαιρότητα, αλλά τράβηξε και την προσοχή του διεθνούς κοινού, όχι μόνο του φιλοβασιλικού. Η σοβαρή ασθένεια του μονάρχη, ενός είδους στρατηγικά διατηρητέου, απέκτησε διαστάσεις ειδησεογραφικής χιονοστιβάδας πασπαλισμένης με μαύρη μυθοπλαστική σκόνη. Εξαφνα, η πραγματική ζωή του Καρόλου έγινε πολύ πιο τραγικά συναρπαστική από εκείνη που διάγει ο ασφαλής δίδυμος εαυτός του στη δημοφιλή σειρά «The Crown».

Εκεί ο πρίγκιπας επιβιώνει από τις ατυχείς συγκυρίες και τις μοιραίες επιλογές του, επικεντρωμένος υπομονετικά στον στόχο του: να στεφθεί, επιτέλους, βασιλιάς. Εδώ, στη φυσική πραγματικότητα, ο Κάρολος –αν και φορέας πια ενός αθάνατου αξιώματος– πάσχει από μια ασθένεια με αβέβαιη έκβαση και κανείς δεν γνωρίζει τη συνέχεια, ίσως ούτε οι γιατροί, και σίγουρα όχι οι σκηνοθέτες. Η σειρά έμεινε πίσω, ενώ η απτή ύπαρξη του βασιλιά επισκιάζει τον φιλμικό εαυτό του, κάνοντάς τον, ίσως, δευτερεύοντα.

Δυναστικές ρωγμές και συμπάθεια για τον άρρωστο μονάρχη

Η σειρά «The crown» σκηνοθέτησε με δραματικά τεχνάσματα την ιδιωτική ζωή του Καρόλου, τροποποιώντας την κατάλληλα ώστε να γεμίσει με επεισοδιακή δράση τα σχετικά κενά πληροφόρησης, αλλά και, φυσικά, να τραβήξει περισσότερους θεατές. Τώρα πια όσοι ενημερώνονται με περιέργεια για την αρρώστια του νεοεστεμμένου βασιλιά δεν μπορούν να αποφύγουν κάποιους συσχετισμούς που φύτεψε στο μυαλό τους η σειρά. Πρώτον, τις αμφιλεγόμενες σχέσεις του με  τη βασίλισσα μητέρα του, την Νταϊάνα και την Καμίλλα. Δεύτερον, τη διαρκώς ματαιωμένη επιθυμία του να διαδεχθεί την Ελισάβετ ΙΙ ενόσω αυτή ζούσε και βασίλευε πεισματικά μέχρι θανάτου. Τρίτον, τις αδύναμες σχέσεις με τους «πληγωμένους» γιους του.

Μέσα από αυτά, το «The Crown» τόνισε την ανισορροπία ανάμεσα στο ενωτικό και άφθαρτο μοναρχικό προσκήνιο και το συγκρουσιακό, ετοιμόρροπο παρασκήνιο της βασιλικής οικογένειας. Ετσι, τα επεισόδιά του διάβρωσαν σοβαρά το εξωραϊστικό φίλτρο που προστατεύει θεσμικά και ιδεολογικά την κάθε μοναρχία και κυρίως τη βρετανική. Πιθανότατα η ίδια αμφιβολία να αναδύθηκε στο μυαλό του κάθε θεατή: πώς μπορεί να εγγυάται την ενότητα της χώρας μια δυναστική οικογένεια που δεν μπορεί να κρατήσει τα κομμάτια της ενωμένα;

Ο Κάρολος έπρεπε να βρει νέα στρατηγική, ώστε να πείσει τους αυξανόμενους αντιμοναρχικούς ότι ναι, μόνο η μοναρχία σε τέτοιους ταραγμένους καιρούς μπορεί να ισορροπεί αβίαστα μεταξύ σύγχρονης ρευστής πραγματικότητας και αρχέγονου, αμετάβλητου μύθου. Η πάθησή του κλόνισε αυτό το εγχείρημα, αλλά, παράδοξα, μεγάλωσε και το ενδιαφέρον για το φυσικό, ιδιωτικό πρόσωπό του.

Το αρχέγονο μοτίβο του «άρρωστου βασιλιά» και ο Σαίξπηρ 

Ο καρκίνος του βασιλιά έγινε, λοιπόν, θέμα συζήτησης και σχολιασμού σε όλα τα μέσα, παραδοσιακά και κοινωνικά. Εκτός, όμως, από την επιρροή του «The Crown», και τη στρατηγική προβολής της βασιλικής οικογένειας, ο βασιλιάς που έξαφνα πάσχει από μια θανατηφόρα ασθένεια εμφανίζεται κάθε τόσο σε αρχέγονους μύθους. Πρόκειται για ένα υποβλητικό μυθοπλαστικό μοτίβο, που το συναντάμε – μετουσιωμένο ιστορικά – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δημοφιλέστερα πολιτικά έργα του Σαίξπηρ, τα οποία η βρετανική κοινωνία γνωρίζει αρκετά καλά.

Στο ιστορικό δράμα «Ερρίκος Δ’», στο δεύτερο μέρος, η ακατανόμαστη και ανίατη ασθένεια του βασιλιά Ερρίκου αναδεικνύεται μέσα από μια μεταφορική αναλογία: το εξασθενημένο φυσικό βασιλικό σώμα αντιστοιχίζεται με το «πολιτικό» σώμα που παρακμάζει, δηλαδή ολόκληρο το βασίλειο. Εφόσον το πρώτο βασανίζεται από μια βαριά νόσο, αυτή μεταδίνεται μολυσματικά στο δεύτερο απειλώντας το. Αφού ο μονάρχης νοσεί αθεράπευτα, ολόκληρη η χώρα κλυδωνίζεται από μια γενικευμένη κρίση και απειλείται να καταρρεύσει κυρίως από επιθέσεις εξωτερικών εχθρών και εμφύλιο ξεσηκωμό. Αν όμως βρεθεί η θεραπεία ανέλπιστα, τότε μαζί με το βασιλικό σώμα που νικά την αρρώστια, ξανανιώνει η χώρα κατατροπώνοντας τους εχθρούς .

Χαρακτηριστικά, μετά από μια ταραγμένη νύχτα λόγω αϋπνίας, ο βαριά άρρωστος βασιλιάς Ερρίκος Δ’ υποδέχεται τους πιο έμπιστους συμβούλους και αξιωματούχους τους λέγοντας:

«Αρα είδατε πόσο πάσχει το σώμα του κράτους μας,

ποιες άσχημες αρρώστιες το βαραίνουνε και ποιος

κίνδυνος απειλεί την καρδιά του»

Τότε ο κόμης του Γουώρικ του απαντά:

«Το σώμα είναι απλώς αδιάθετο και θα ξαναβρεί

την προηγούμενη ευρωστία του με συμβουλές καλές

και μερικά φάρμακα…»

Στο ίδιο έργο, ο αρχιεπίσκοπος του Γιορκ, δικαιολογώντας την συμμετοχή του στην ένοπλη εξέγερση κάποιων ευγενών ως νόμιμη αντίδραση στα άλυτα προβλήματα που μαστίζουν την χώρα, παρουσιάζει την αντίστροφη σκοπιά. Δηλαδή, η ακυβερνησία λόγω της ανικανότητας του τωρινού βασιλιά να άρχει προσέβαλε σαν αρρώστια το σώμα της χώρας και μεταδόθηκε μολυσματικά ακόμα και στον τέως βασιλιά Ριχάρδο, προκαλώντας τον θάνατό του:

«Γιατί τα κάνω αυτά; Ρωτάς; Θα σου εξηγήσω τους λόγους

εμπεριστατωμένα. Εχουμε προσβληθεί όλοι από αρρώστια.

Με τις ασωτίες κα τις ακολασίες προκαλέσαμε στον εαυτό μας

πυρετό, και για να φύγει η φλόγωση χρειάζεται αφαίμαξη.

Απ’ την αρρώστια αυτή προσβλήθηκε ο μακαρίτης

βασιλιάς μας, ο Ριχάρδος, και πέθανε…»

Βέβαια, οι αναλογίες αυτές δεν είναι κυριολεκτικές, αλλά μεταφορικές.  Σχετικά με την μόλυνση της χώρας από την αρρώστια του βασιλιά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως εκείνες οι κοινωνίες του ύστερου Μεσαίωνα (επί βασιλείας Ερρίκου Δ΄) βασίζονταν στον πόλεμο και στην φυσική παρουσία του βασιλιά-πολεμιστή στα πεδία της μάχης. Ένας άρρωστος βασιλιάς λειτουργούσε ως  μήνυμα προς κάθε εχθρό ότι είχε μεγάλες πιθανότητες να νικήσει έναν στρατό με χαμηλό ηθικό, λόγω έλλειψης του πολεμοχαρή ηγεμόνα. Ομως, το μοτίβο του πάσχοντος βασιλιά, πέρα από την ιστορική και πολιτική διάσταση που είδαμε, έχει και σημαντική ψυχολογική/αρχετυπική διάσταση: στο επίπεδο του ατόμου πλέον, ο βασιλιάς συμβολίζει τον εαυτό που κυριαρχεί πάνω στα διάφορα ψυχικά κομμάτια του που συχνά αυτονομούνται όταν τα παραμελεί ή και καταπνίγει, κυρίως επειδή αναπτύσσει ασύμμετρα μερικά από αυτά. Αυτή η κατάσταση κατακερματισμού προκαλεί οδύνη.

Ο Καρλ Γιουνγκ για τον «άρρωστο βασιλιά»

Την υποβλητική επιρροή που έχει η συμβολική διάσταση του μοτίβου του «άρρωστου βασιλιά» εντόπισε και ανέλυσε ο Καρλ Γιουγκ, ο πρωτοποριακός για την εποχή του (αρχές του 20ού αιώνα) ελβετός θεωρητικός της ψυχανάλυσης και συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών έργων. Μετά τη ρήξη του με τον μέντορά του Φρόιντ, ο Γιουνγκ στράφηκε στη μελέτη των «αρχετύπων», δηλαδή μυθικών μοτίβων που εμφανίζονται διαχρονικά και σχεδόν πανομοιότυπα σε όλους τους πολιτισμούς.

Η βαθιά ψυχική έλξη που αυτά τα μοτίβα ασκούν, διεγείροντας κυρίως συναισθηματικά όσους τα αντιλαμβάνονται, οφείλεται, κατά τον Γιουνγκ, σε σύμβολα που αυτά εμπεριέχουν. Πρόκειται για παντοδύναμα σύμβολα, που αναφέρονται σε κρίσιμες υπαρξιακές καταστάσεις. Μεταξύ αυτών των αρχετυπικών μύθων που συνέλεξε, μαζί με τις παλιές ερμηνείες τους, σε έργα του, όπως το «Ψυχολογία και Αλχημεία», υπάρχει και αυτός του άρρωστου βασιλιά.

Σε ένα από τα πιο δυσνόητα έργα του, το «Ψυχολογικοί Τύποι» (1921), ένα ψυχοθεραπευτικό εγχειρίδιο, διατυπώνει μια μοναδική τοποθέτηση σχετικά με τον μύθο του πάσχοντα βασιλιά. Εδώ επικεντρώνει την θεωρία του στο ανίατο τραύμα ενός μυθικού βασιλιά, που πρωταγωνιστεί και στην φημισμένη όπερα «Πάρσιφαλ» του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Το λιμπρέτο βασίζεται στην μυθική ζωή του ιππότη Πάρσιφαλ, από τον μεσαιωνικό κύκλο ιστοριών που περιστρέφονται γύρω από την αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου.

Συγκεκριμένα, ο Κλίνγκσορ, ένας ζηλότυπος τέως ιππότης και μετέπειτα μάγος διψασμένος για εξουσία, τραυματίζει αθεράπευτα των βασιλιά Ανφόρτας με το ιερό δόρυ. Ο περιπλανώμενος τοξότης Πάρσιφαλ, αθώος και «ηλίθιος» λόγω κοινωνικής απειρίας του, παρευρίσκεται τυχαία σε μια τελετή στο κάστρο, αλλά δεν ενδιαφέρεται για τη νόσο του βασιλιά και την δυνατότητα ίασής της. Τελικά, ο Πάρσιφαλ αναλαμβάνει να φέρει το δόρυ που θα θεραπεύσει τη βασιλική πληγή. Έτσι εισέρχεται στο μαγεμένο κάστρο του Κλίνγκσορ. Ο μάγος, όμως, χειρίζεται υπνωτιστικά την Κούντρι, μια γυναίκα με διπλή προσωπικότητα και της αναθέτει να αποπλανήσει τον νέο.

Ο Πάρσιφαλ καταφέρνει να αντισταθεί στην σεξουαλική σαγήνη της, αποκτώντας έξαφνα ενσυναίσθηση, που τον βοηθά να κατανοήσει την καταγωγή και την ιστορία του. Ετσι, έχοντας «θεραπεύσει» ψυχολογικά και τον εαυτό του, επιστρέψει νικηφόρος με το δόρυ, πετυχαίνοντας όχι μόνο την ίαση του βασιλιά Ανφόρτας αλλά και να χρηστεί ο ίδιος ιππότης σε μια τελετή για την αποκάλυψη του άγιου δισκοπότηρου.

Ο Γιουνγκ βασίζει την ερμηνεία και θεωρία του μύθου αυτού σε ένα επιχείρημα. Δηλαδή, ο καθένας μας μπορεί να υποστεί μια ψυχική διαίρεση σε τέσσερις ψυχικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους λειτουργίες. Αυτό συμβαίνει όταν αναπτύσσουμε μία από αυτές περισσότερο και εις βάρος των άλλων. Επίσης, όταν κάτι συνταρακτικό μας συμβεί, αυτή η διάσπαση μετατρέπει αυτές τις χωριστές λειτουργίες σε «αυτόνομα συμπλέγματα» , ανεξαρτητοποιημένα θραύσματα της προσωπικότητας, που λειτουργούν αυτόματα, όταν ο εαυτός βρίσκεται «εν υπνώσει», δηλαδή απασχολημένος με κάτι άλλο.

Κάτι τέτοιο μπορεί να το βιώνουν άτομα που έχουν το ταλέντο να αποστασιοποιούνται. Ετσι, διαιρούμαστε όλοι μας σε ένα πολιτισμένο μέρος, κοινωνικά προσαρμόσιμο, και σε ένα βάρβαρο. Αυτή η συχνά αξεπέραστη εσωτερική διάσπαση μάς κάνει να υποφέρουμε, όπως ο πληγωμένος βασιλιάς Ανφόρτας. Γι’ αυτό και  ποθούμε απεγνωσμένα μια ενοποιητική αρχή, ένα φάρμακο που ο Γιουνγκ αποκαλεί «σύμβολο» και «υπερβατική λειτουργία».

Ετσι, σύμφωνα με την ερμηνεία του Γιουνγκ, ο Ανφόρτας πάσχει αθεράπευτα από δύο διασπαστικά συμπλέγματα. Το ένα κάθετο, διαχωρίζει τον βασιλιά από το άλλο εαυτό του, τον διψασμένο για εξουσία μάγο Κλίνκσορ, δείχνοντας πως όταν το άτομο/ηγέτης είναι αδύναμος, αποζητά ως αντιστάθμισμα την απόλυτη εξουσία. Το δεύτερο, οριζόντιο, λιγότερο εμφανές αλλά και πιο οδυνηρό, χωρίζει τον συναισθηματικά απαθή Πάρσιφαλ ( ένα τρίτο μέρος της προσωπικότητας του Ανφόρτας) από τη σαγηνευτική μάγισσα Κούντρι, που τον δελεάζει σεξουαλικά, για να τον καταστρέψει. Δηλαδή, το συναισθηματικά απονεκρωμένο άτομο απειλείται να αυτοκαταστραφεί από τον ακραίο ναρκισσισμό, ο οποίος ενεργοποιείται από μία εργαλειοθηρική σεξουαλικότητα, μέσω της οποίας εγκλωβίζεται σε αντανακλάσεις παντοδυναμίας του εαυτού του

Στον μύθο ο Πάρσιφαλ καταφέρνει να ξεφύγει από το μαγεμένο σύμπαν του Κλινγκσορ όταν αποκτά ενσυναίσθηση, ώστε να κατανοήσει ότι ο Ανφόρτας πάσχει από ένα τραύμα παρόμοιο με το δικό του υπαρξιακό τραύμα.

Στην εποχή μας η ενότητα του εαυτού θεωρείται πια μια αυταπάτη, καθώς τουλάχιστον οι ψηφιακές τεχνολογίες επιτρέπουν στον καθένα να αποκτήσει διάφορες περσόνες, ανεξαρτητοποιημένες λειτουργίες του εαυτού, που λειτουργούν συχνά αυτονομημένα στον ψηφιακό χώρο. Για να διατηρήσουν αυτά τα άβαταρ την ανεμπόδιστη επέκτασή τους, με τον εαυτό εν υπνώσει, απαιτείται η θυσία της ενσυναίσθησης. Και αυτό επιτρέπει τη διενέργεια και την προβολή πράξεων ηθικά και αισθητικά απαράδεκτων, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό και αυτοκριτική.

Ετσι, βλέπουμε ότι μυθικά αρχέτυπα επαναπροσδιορίζονται μέσα από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και τις κοινωνικές συμπεριφορές.