Αρχικά, θυμάμαι, είχα δει το «Joker» και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με προτροπή μάλιστα της φίλης μου Μιλένας, παρακολούθησα «Τα παράσιτα». Στην πρώτη ταινία με είχε καθηλώσει η ηθοποιία του Χοακίν Φίνιξ. Δεν έπαιζε, ήταν ο ίδιος, ήταν. Στη δεύτερη ταινία, με καθήλωσαν πολύ περισσότερα. Η ευφυΐα του σεναρίου με την παράλληλη ματιά-κατασκοπεία δυο κόσμων-πλανητών. Η ευρηματικότητα. Η ηθοποιία όλων. Η… Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα… Πώς το λες αυτό; Η βιωμένη… Βιωμένη αναπαράσταση… Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Κοίτα που κολλάω και δεν βρίσκω λέξεις. Νιώθω για την ταινία κάτι που δεν τακτοποιείται σε λέξεις… Αυτό είναι το ασύλληπτο της ταινίας… Πώς να το πω; Μια ταινία που μυρίζει. Μπαίνει σε λέξη η μυρωδιά;
Oποτε μιλάω για «Τα παράσιτα», κάνει μια γέφυρα το μυαλό. Θα σας μεταφέρω αυθόρμητα και ό,τι καταλάβετε, καταλάβατε. Πάω πίσω, πίσω, πίσω στον χρόνο.
Γεννήθηκα το 1961. Οι κοινωνικές διαφορές ήταν αισθητές και με κλειστά τα μάτια. Η Αθήνα συγκριτικά με την επαρχία ήταν γη με φεγγάρι. Θυμάμαι να ταξιδεύουμε και να βρισκόμαστε σε υποτυπώδη ταβερνάκια ή και σε σπίτια σε χωριά, που είχαν το «μέρος» (έτσι ονόμαζαν την τουαλέτα) έξω, εκτός σπιτιού. Θυμάμαι λεφούσι μύγες, βρωμιά, εφημερίδες σε τσιγκέλι αντί για χαρτί υγείας. Πλανήτες! Θυμάμαι και κάτι άλλο από εκείνα τα χρόνια. Μυρουδιές, ανεμπόδιστες εκκρίσεις σωμάτων. Αν οι τουαλέτες ήταν σε εξωτερικούς χώρους, αντιλαμβάνεστε ότι το μπάνιο, η σωματική καθαριότητα, ούτε κατά διάνοια δεν είχε συχνότητα καθημερινότητας. Μου έκανε εντύπωση ότι για να πλυθούν αναζητούσαν μια συγκεκριμένη, μεγάλης ουσίας αφορμή. Eνα Σάββατο, για παράδειγμα, μια γιορτή, η εκκλησία για να μεταλάβουν… Η συνάντηση διά στόματος με τον «Χριστούλη» επέβαλε καθαριότητα… Πόσα άλλαξαν στα χρόνια; Πόσες ζωές έζησε η γενιά μου σε μια ζωή;
Μετά, χρόνο με τον χρόνο, κάθοδος στας Αθήνας, μαζική κάθοδος, αστυφιλία, αντιπαροχή, αγορά αυτοκινήτου, τηλεόρασης, «τελείωνε!» στη μία τουαλέτα… Χρόνο με τον χρόνο… ΠΑΣΟΚ. Πολλές οι τουαλέτες… Τελείωσε το «τελείωνε!». Aλλαξαν οι συνήθειες. «Το παιδί να έχει τον χώρο του». Aλλαξαν οι μυρουδιές. Μπήκε το αφρόλουτρο, το conditioner μετά το σαμπουάν… (Για τη μικροϊστορία, ένα και μόνο κάποτε το σαμπουάν, το Ομόρ, και μία και μόνη κάποτε η οδοντόκρεμα, η Κολυνός)… Πνίγηκε ο κόσμος στα αρώματα. Τα σπίτια το ίδιο. Ο απορροφητήρας, το μπάνιο ως καθημερινότητα, ως «εννοείται». Στα χρόνια του χρηματιστηρίου το τερματίσαμε. Oπως και κάθε τι. Συνουσίες-μνημόσυνα πλήρεις κεριών, αφρόλουτρων, ξενοδοχείων XXX, τζακούζι, μπουρμπουλήθρες, Βαλεντίνοι καθ’ εκάστην, ζαρτιέρες… Aνθρωποι αρώματα… Στα κρυφά σνιφάριζαν σώματα από Βουλγαρία, Ρουμανία… Το ανατολικό μπλοκ παρέδιδε την τιμή του στα χέρια αγροτών που ένιωθαν αίφνης ζάπλουτοι! Μασκαράτα!
Και μετά… Μετά ήρθε η κρίση. Κάτι σαν χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Και η κοινωνία έσβησε τα καλοριφέρ. Και τους θερμοσίφωνες. Και έψαχναν εναλλακτικούς τρόπους θέρμανσης. Και χρωστούσαν κοινόχρηστα και κρύβονταν. Και οι πόρτες γέμισαν κλειδαριές. Για να δεις το πρόσωπο του άλλου να ξεμυτάει, άκουγες πιστολιές-κλειδαριές να ξεκλειδώνουν. Και μύριζαν αδιέξοδα και απλήρωτα δάνεια και ακυρώσεις. Και μύριζαν κατάθλιψη και μύριζαν αντιμέτωποι με ευθύνες και μύριζαν μετατοπίσεις ευθυνών, «εσύ είχες την ιδέα να πάρουμε δάνειο», «όχι, εσύ είχες». Πέτρες θυμών στόχευαν ψυχές. Και κάπως έτσι… Μια μέρα… Σε έναν χώρο γεμάτο κόσμο θυμάμαι… Ξαφνικά… Eτσι ξαφνικά… Το ρουθούνι μου είχε πιάσει μια μυρουδιά ξεχασμένη… Καταχωνιασμένη… Βαθιά… Πιο βαθιά δεν έχει. Η μνήμη της όσφρησης ανέσυρε ανθρώπων εκκρίσεις. Φτώχεια. Μιζέρια. Κάτω. Χαμηλά. Μια παλιά μυρουδιά μού έλιωσε την ψυχή. Χίλιες εικόνες υπάρχουν για τη δεκάχρονη κρίση που βίωσε η χώρα μας. Αλλά… Το ότι ξαναγύρισαν οι άνθρωποι σε εκείνη τη μυρουδιά, είναι κάτι, που μόνο συναίσθημα βγάζει, ούτε μία λέξη.
Να! Αυτή είναι η γέφυρα που με οδηγό την ταινία «Τα παράσιτα» διάβηκα όταν την πρωτοείδα. Η ταινία δεν μετέφερε, δεν περιέγραφε, δεν κινηματογράφησε δύο κόσμους-πλανήτες. Σε εξανάγκαζε να τους μυρίσεις. Καταλάβατε τι διάολο θέλω να πω; Ή είμαι ασυνάρτητη, αναγνώστες;