Δυσκολεύομαι να γράφω για πράγματα που αναμιγνύομαι προσωπικά αλλά θα κάνω μια εξαίρεση. Οταν επρόκειτο να εκδικαστεί για πρώτη φορά η εναντίον μου αγωγή του Πάνου Καμμένου για άρθρο που είχα γράψει στο Protagon (το 2015), με συγκατηγορούμενούς μου το site και τον Σταύρο Θεοδωράκη, ο Σταύρος Τσακυράκης, ο οποίος από την πρώτη στιγμή είχε σπεύσει αφιλοκερδώς να μου παρασταθεί νομικά, είχε ήδη αρρωστήσει. Ετσι είχαμε αναγκαστεί να ζητήσουμε αναβολή για λόγους υγείας του συνηγόρου. Ο υπουργός Αμυνας προφανώς δεν γνώριζε λεπτομέρειες, άρα ήταν περίπου αναμενόμενη η παρεμπίπτουσα αποστροφή του στη Βουλή: «…και όταν σάς καλεί η Δικαιοσύνη, κύριε Θεοδωράκη, να έχετε το θάρρος να εμφανίζεστε στο δικαστήριο και όχι να κρύβεστε πίσω από ασθένειες δικηγόρων…»
Αυτή ήταν μια από τις αναρίθμητες μηνύσεις και αγωγές που είχε καταθέσει εναντίον δημοσιογράφων και πολιτικών ο κ. Καμμένος για διάφορες υποθέσεις που θεώρησε ότι θιγόταν –μάλιστα σε αυτές κατά δημοσιογράφων των «Νέων» και του «Φιλελεύθερου» ζήτησε και αυτόφωρη διαδικασία σύλληψης. Πασίγνωστος για την δικομανή ευθιξία του ο ρέκορντμαν των δικαστικών διώξεων υπουργός, είχε γίνει μόνιμος κάτοικος του πινακίου του Πρωτοδικείου και πολιτικό ανέκδοτο για την αγάπη του στα δικαστήρια.
Προξενεί εντύπωση λοιπόν γιατί απέφυγε να επισκεφθεί τον αγαπημένο του προορισμό με αφορμή την πρόσφατη μήνυση εναντίον του για ψευδή καταμήνυση, των Χάρη Μάκα, Μιράντας Ξαφά και Ηλία Κανέλλη, και γιατί ο ο ίδιος ζήτησε (και πέτυχε) από την Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής (εννοούμε τη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πλειοψηφία) τη μη άρση της βουλευτικής του ασυλίας. Και αυτή η εντύπωση γίνεται πραγματική απορία αν ανατρέξει κανείς (ενδεικτικά) και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις που ο υπουργός απαρνήθηκε, ενώ είχε την ευκαιρία, την αγαπημένη του Ευελπίδων.
Οπως σε κάποια μήνυση του Δήμου Καλλιθέας για υπόθεση σκαστών πολεοδομικών παραβάσεων στο κτίριο των γραφείων του κόμματός του (ιδιοκτησίας του πατέρα του), όταν ζήτησε και πέτυχε τη μη άρση της ασυλίας του γιατί οι συγκυβερνήτες του δέχτηκαν ότι επρόκειτο για πολιτική δίωξη (!).
Οπως σε άλλη μήνυση, του επιχειρηματία Δημήτρη Γιαννακόπουλου, για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση από του βήματος της Βουλής, που πάλι έπεισε τους ευαίσθητους σε θέματα βουλευτικών προνομίων συναδέλφους του τού ΣΥΡΙΖΑ ότι το υβρεολόγιο ξεχείλισε στο πλαίσιο της άσκησης των πολιτικών του καθηκόντων.
Οπως πάλι όταν είχε καταγγείλει την υποτιθέμενη απόπειρα εξαγοράς της βουλευτή του, κυρίας Ξουλίδου, για να μην ψηφίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας. Την υπόθεση υποτίθεται ότι γνώριζε από μηνών και κάποιος πολίτης τον πίστεψε και του έκανε μήνυση για παρασιώπηση εγκλήματος. Τότε η φιλική του πλειοψηφία κατάλαβε αυτό που ξέραμε οι υπόλοιποι, ότι η όλη υπόθεση ήταν για γέλια, πάντως εκείνος καλού κακού ζήτησε να μην αρθεί η ασυλία του, μήπως βρεθεί στο δικαστήριο να περιγράφει πώς μας εξαπάτησε προεκλογικά. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία όλο αυτό το περιέγραψε τότε επίσης ως πολιτική δίωξη.
Οπως πολιτική δίωξη είχε θεωρήσει και τη μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση ενός αστυνομικού που υπηρετούσε στη Χίο, τον οποίο ο κ. Καμμένος κατά την επίσκεψή του στο χοτ-σποτ, είχε περιγράψει από το twitter ως επικεφαλής των αγανακτισμένων πολιτών μαζί με τους νεοναζί και επίσης πράκτορα της ΚΥΠ. Κρύφτηκε πάλι ο υπουργός πίσω από την ασυλία και δεν μάθαμε κι εμείς τι εννοούσε.
Για να μην ξεχάσουμε και την περίπτωση που δεν επέτρεψε να κινηθεί εναντίον του ο Νόμος περί Ευθύνης Υπουργών, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε μαζί του το αίτημα της αντιπολίτευσης για σύσταση Προανακριτικής για την περίπτωση των συνομιλιών του με τον ισοβίτη του Κορυδαλλού, με σκοπό να επηρεάσει την κατάθεσή του. Κάτι που επαναλήφθηκε σε παρόμοιο αίτημα των βουλευτών της αντιπολίτευσης, στην υπόθεση της πώλησης πολεμικού υλικού για να βομβαρδίζουν αμάχους οι Σαουδάραβες, με τα 200.000 ορφανά βλήματα και τον μεσάζοντα φάντασμα.
Δεν βλέπω να διαθέτει και πολύ από αυτό το θάρρος που ζητούσε από τον Σταύρο Θεοδωράκη ο Πάνος Καμμένος στην αντιμετώπιση των κατηγοριών εναντίον του στις δικαστικές αίθουσες – μόνο ως ενάγων κάνει τσαμπουκάδες. Λάστιχο οι αρχές του για τα δικαιώματα βουλευτών και πολιτών ενώπιον του Νόμου, παρά τις πάγιες ηθικολογικές του κορώνες για τους πολιτικούς που συγκαλύπτουν τις ανομίες τους κρυπτόμενοι πίσω από το νομικό ακαταδίωκτο. Ακόμα εκτατικότερο λάστιχο όμως είναι το ηθικό πλεονέκτημα των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, όταν τόσο πρόθυμα κάνουν τη σημαία της σκανδαλολογίας τους, το μισητό τους δηλαδή Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών, ασπίδα για τον συνεταίρο τους στις καρέκλες της εξουσίας.