Εχουν περάσει ακριβώς 60 χρόνια από το 1964, όταν καθιερώθηκαν οι πανελλαδικές εξετάσεις. Αυτό από μόνο του είναι ένα ικανό διάστημα για μια αποτίμηση του συστήματος επιλογής φοιτητών. Εκτός από την προφανή και θετική συνεισφορά, το αδιάβλητο της διαδικασίας, υπάρχουν σημαντικές δυσλειτουργίες που καθιστούν την ακεραιότητα του θεσμού και την ίδια τη διαδικασία πουκάμισο αδειανό. Χρονιά με τη χρονιά οι Πανελλαδικές υπονομεύουν τον ίδιο τον εαυτό τους, μέσα από ένα τελετουργικό προνεωτερικής εποχής, στην οποία η νομιμοποίηση έρχεται όχι μέσα από την αδιάβλητη διαδικασία, αλλά από τη μυθοποίηση που καλλιεργεί και την κλίμακα των αξιών που προβάλλει: καλός μαθητής δεν είναι ο έξυπνος μαθητής, ο καλλιεργημένος και ο ευφάνταστος, αλλά το άλογο κούρσας χωρίς σκέψη, που έχει μυς επιβλητικούς.
Οι Πανελλαδικές κατέστησαν το συγκεντρωτικό χαρακτήρα που εφαρμόστηκε σε ευρεία κλίμακα κατά την τετραετία 1928-1932 του Βενιζέλου, μια sine qua non συνθήκη χωρίς την οποία το σχολείο δεν μπορεί να υπάρξει διαφοροποιημένο και προσαρμοσμένο σε κοινότητες και περιοχές. Βασικό ζητούμενο των Πανελλαδικών εξ αρχής ήταν το νεωτερικό αίτημα, να έχει κατακτήσει ο υποψήφιος ένα εύρος γνώσης, πάνω στο οποίο θα μπορέσει να συσσωρεύσει νέα γνώση στο Πανεπιστήμιο μέσα από λογικές μεθόδους (π.χ. επαγωγή). Το σύστημα ήταν λειτουργικό για περίπου δύο δεκαετίες, όταν η μεταμοντέρνα κατάσταση που περιγράφει ο Λυοτάρ (1979) μέσω της πληροφορικής και της τεχνολογίας μετασχημάτιζε τη γνώση, θρυμμάτιζε την κυριαρχία του έλλογου (=γνωστικού) ανθρώπου και αναδείκνυε κρίσιμες διαστάσεις, όπως η φαντασία και η κριτική ικανότητα.
Τέτοιες κρίσιμες παραμέτρους δεν είναι τυχαίο ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις, προσκολλημένες εμμονικά στο νεωτερικό πρότυπο, τις αποκλείουν. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις αρνούνται να εξερευνήσουν τις αμφιβολίες της μετανεωτερικότητας και να εντάξουν την πολυπλοκότητα της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης (όραση-νους-συναίσθημα) ως διερωτήσεις.
Επομένως είναι απολύτως λογικό να έχουν φτάσει, στη λήξη του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα, σε ένα πλήρες αδιέξοδο: Και δεν έχουν να συνεισφέρουν πολλά στην πνευματική ωρίμανση των υποψηφίων, και δεν περιποιούν τιμή στην εκπαιδευτική κοινότητα, και δεν επαναπροσδιορίζουν αξίες και προοπτικές για τη χώρα.
Η εικόνα όμως που έχει σχηματιστεί στην κοινή γνώμη είναι ότι μέσω της αδιάβλητης διαδικασίας διασφαλίζεται το κύρος των εξετάσεων, ωσάν το κύρος να προέρχεται από τον τύπο και όχι το περιεχόμενο. Από μια άποψη δεν έχουμε προχωρήσει από την εποχή που ο Ψυχάρης αναφωνούσε: «Σας βεβαιώνω που ο Παρθενώνας δε μ’ αρέσει όσο μ’ αρέσει το όνομα του».
Ο κυρίαρχος αυτός στρουθοκαμηλισμός δεν διευκολύνει ούτε ανοίγει τη συζήτηση για το είδος της αξιολόγησης που υπάρχει μέσω των Πανελλαδικών. Ειδικοί σε εκπαιδευτικά συστήματα υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τρία στοιχεία που ορίζουν την ποιότητα και τη φερεγγυότητα μιας αξιολόγησης: η εγκυρότητα, η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητα. Και στα τρία αυτά οι Πανελλαδικές παρουσιάζουν τις εξής δυσλειτουργίες:
α) Εγκυρότητα που είναι όμως σαθρή
Η εγκυρότητα μιας αξιολόγησης βασίζεται στην ακριβή και σαφή διατύπωση ερωτήσεων πάνω σε μια συγκεκριμένη ύλη. Ωστόσο με μια εμπειρική ματιά μπορεί να διαπιστώσει κανείς χαρακτηριστικά που υπονομεύουν την εγκυρότητα: ερωτήσεις ασαφείς, ή σκόπιμα δυσεπίλυτες, επαναλαμβανόμενα ίδιες που περιορίζουν το γνωστικό αντικείμενο σε μια τυπολογία, ύλη που βασίζεται τρεις σχεδόν δεκαετίες στα ίδια βιβλία, ανυπαρξία ερωτήσεων που αφορούν επισκοπικά ευρύτερες θεματικές ενότητες (π.χ. Επρεπε να πάει ο ελληνικός στρατός στη Μικρασία το 1920;), όλα αυτά έχουν υπονομεύσει την εγκυρότητα της αξιολόγησης ως προς το μέγα ζητούμενο: υποβάλλεται ο εξεταζόμενος σε επανακάλυψη του εαυτού του και σε κριτική βάσανο της σκέψης του (αίτημα μεταμοντέρνο);
Β) Αξιοπιστία που βαίνει μειούμενη
Η αξιοπιστία αποδεικνύεται από τη σταθερότητα των αποτελεσμάτων και την επαναληψιμότητα της αξιολόγησης κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Πράγματι η καθιέρωση των πανελλαδικών εξετάσεων το 1964 καθιέρωσε ένα αδιάβλητο σύστημα ως προς τις διαδικασίες, όχι όμως ως προς το αποτέλεσμα, αφού οι πολλαπλές επαναλήψεις μιας σαθρούς εγκυρότητας έχει οδηγήσει στην παγίωση μιας φροντιστηριοποίησης της σκέψης και στην προσαρμογή σε ένα ιδεατό μέσο όρο μαθητή. Η μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα σε συνδυασμό με την πλειοδοσία από την δεκαετία του 1980 ενός παιδαγωγισμού («πάνω από όλα ο μαθητής», ανυπαρξία μαθητικής διαρροής, βαθμολαγνεία του 20) έχει εμπεδώσει μια σκέψη που έχει σταθερά χαρακτηριστικά, όπως αποτυπώνεται στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας: καταλογοποίηση και απαρίθμηση, αφόρητος παιδισμός, υποκρισία. Παράγεται μια μετριοκρατία, στην οποία αρκετές φορές οι καλύτεροι μαθητές καταδικάζονται στο μέσο όρο, ενώ ο μέσος μαθητής θριαμβεύει (το σχήμα ισχύει εν μέρει και για τις Πολυτεχνικές, Ιατρικές και Νομικές Σχολές).
γ) Αντικειμενικότητα που καθίσταται νόθα
Η αντικειμενικότητα στηρίζεται στον περιορισμό, αν όχι στην εξάλειψη, προσωπικών κρίσεων –ευνοϊκών ή αρνητικών– εκ μέρους των αξιολογητών για τον αξιολογούμενο. Η μέγιστη αυτή κατάκτηση, ωστόσο, υπονομεύεται δραματικά από την έλλειψη ενός σώματος αξιολογητών που θα εποπτεύεται από έναν ανεξάρτητο οργανισμό (Εθνικός Οργανισμός Εξετάσεων ή το πρότυπο του ΙΒ). Η έλλειψη αυτή έχει δύο σημαντικές συνέπειες. Κανείς αξιολογητής δεν έχει εκπαιδευτεί για να διορθώνει, πράγμα που αφήνει αρκετό περιθώριο για λάθη, αβλεψίες και παρανοήσεις. Αν ληφθεί υπόψιν ότι σε κάθε εξεταστικό κέντρο παρατηρούνται αποκλίσεις ως προς την αποδοχή στοιχείων σε κάποιες απαντήσεις που έρχονται από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων (ΚΕΕ), οι υποκειμενικές ερμηνείες παρεισφρύουν σε μικρό βαθμό, ωστόσο κρίσιμο να αφαιρεθούν ή να προστεθούν μονάδες. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από το εξευτελιστικό αντίτιμο ενός πακέτου 30 γραπτών για κάθε διορθωτή, ο οποίος με λογική φορντοποίησης στοχεύει στη φασόν διόρθωση προκειμένου να κερδίσει κάτι παραπάνω για το γλίσχρο μισθό του.
Είναι αναστρέψιμη η κατάσταση; Η πρώην υπουργός Αννα Διαμαντοπούλου υποστηρίζει ότι χρειάζεται η αξιολόγηση τόσο του πανεπιστημίου όσο και της κάθε σχολικής μονάδας, ώστε το Εθνικό Απολυτήριο να έχει την ίδια αξία και βαρύτητα σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου να αλλάξουν οι Πανελλαδικές. Πολύ φοβάμαι ότι ούτε αυτά είναι αρκετά, αν ληφθεί υπόψη η ποιότητα της αξιολόγησης που διενεργείται τόσο στη δευτεροβάθμια όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεδομένης της μείωσης του μαθητικού πληθυσμού λόγω υπογεννητικότητας χρειάζονται δραστικές λύσεις, οι οποίες για να πραγματωθούν, προϋποθέτουν τα εξής δύο: πολιτικό θάρρος, δηλαδή αυτοθυσία του όποιου πολιτικού προϊσταμένου για το καλό της χώρας, και συμπληρωματικά, εκπαιδευτική ηγεσία άλλη από αυτή που υπάρχει στο ΙΕΠ.
Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο