O Mad Clip και ο Μίκης Θεοδωράκης πέθαναν την ίδια ημέρα του 2021. Κανείς δεν θα το θυμάται σε λίγο καιρό αυτό και ο καθένας από τους δύο εκλιπόντες θα πάρει τον δρόμο που του αξίζει, προς την αιωνιότητα της μνήμης.
Ηταν δύο πρόσωπα που δεν θα έμπαινε κανείς στη διαδικασία να συγκρίνει όσο ζούσαν. Ηταν το νήμα δύο ζωών, που κόπηκε ταυτόχρονα, το ερέθισμα να ξεκινήσει ένας ανούσιος διάλογος συγκρίσεων. Φωτογραφίες που κυκλοφορούν δίπλα δίπλα, οι μεν από την κηδεία του Mad Clip οι δε από το λαϊκό προσκύνημα στη σορό του Μίκη Θεοδωράκη, που μετρούν κόσμο μπροστά από τα φέρετρα. Αναρτήσεις που σχολιάζουν πιο hashtag στα social media βρίσκεται πρώτο, του τράπερ ή του μουσικοσυνθέτη. Και συμπεράσματα που βλέπουν στην κοσμοσυρροή που συνέβη στην κηδεία του Mad Clip, την κατρακύλα του πολιτισμού και της πνευματικής καλλιέργειας των νέων ανθρώπων.
Φυσικά, ο τράπερ κερδίζει σ’ αυτή τη γελοία σύγκριση νεκρών, που τη βλέπουμε να ξεδιπλώνεται τις τελευταίες ημέρες σε αναρτήσεις και συζητήσεις. Εχει τη δυναμική των νιάτων η δική του πλευρά, έχει την κινητήριο δύναμη που σηκώνει το σώμα από τον καναπέ για να το πηγαίνει σ’ εκείνο που επιθυμεί, που θαυμάζει, εκείνο με το οποίο ταυτίζεται. Ο Mad Clip, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται να το λες για κάποιον νεκρό, έχει τη ζωή με το μέρος του.
Τα παιδιά ακούνε τραπ, αγαπάνε τους τράπερ, τι να κάνουμε. Και όσο κι αν κουνάμε το δάχτυλο με το ανεγκέφαλο λεκτικό περιεχόμενο αρκετών τραπ κομματιών, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το συγκεκριμένο μουσικό είδος ταιριάζει με το άγουρο ξύπνημα της άνοιξης. Είναι το ασύμμετρο μουσικό κύμα που χρειάζεται κάθε εφηβεία για να χτυπηθεί, να ξεσαλώσει, να παθιαστεί, να νιώσει ότι βουτάει στη ζωή από ψηλό βράχο και σκάει επάνω της.
Κάθε εποχή έχει το δικό της μουσικό τοτέμ των νέων. Και σε κάθε εποχή, κάποιοι στραβώνουν, υποδεικνύοντας τα αρνητικά του εκάστοτε μουσικού είδους που τρελαίνει το νεότερο πληθυσμό. Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, έχουν και οι στραβοί τα δίκια τους. Οταν ένας νέος άνθρωπος «φεύγει» από ανεύθυνη οδηγική συμπεριφορά, και στα viral τραγούδια του την παρουσιάζει σαν κάτι cool και ωραίο, υπάρχει λόγος να στραβώσεις. Πιστεύω ότι και ο ίδιος, αν είχε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, το ίδιο θα έκανε.
Τι νόημα έχει, όμως, να κουνάς το δάχτυλο, επειδή στην κηδεία ενός τράπερ γίνεται το αδιαχώρητο, ενώ στο προσκύνημα ενός σπουδαίου μουσικοσυνθέτη, όχι και τόσο; Τι νόημα έχει να συγκρίνεις ένα είδωλο μιας εφήμερης μουσικής κουλτούρας, με κάποιον που έχτισε μια παγκόσμια καριέρα, πάνω σ’ ένα διαχρονικό μουσικό μονοπάτι; Και μάλιστα, να το κάνεις επάνω από το νεκρό τους σώμα;
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει τη μεστή, ήρεμη, καθολική αποδοχή ενός λαού. Είναι μέρος της παράδοσης, ένα κομμάτι της Ιστορίας που δεν θα το λησμονήσουμε εύκολα, επειδή έχει περάσει μέσα μας κι έχει κλειδαμπαρωθεί στη συνείδησή μας. Είναι μια κλωστή από τη σημαία αυτής της χώρας, λίγο από το χώμα της, λίγο από τον αέρα της. Εχει διαποτίσει τα χνώτα μας.
Τα χνώτα των νέων του 21ου αιώνα, όμως, έχουν άλλη σύσταση. Και χρειάζονται χρόνο για να καταλάβουν και να εκτιμήσουν αυτό που ο Μίκης Θεοδωράκης έχτισε. Ας τους αφήσουμε να θρηνήσουν το δικό τους είδωλο, εκείνο που τους κάνει να χτυπιούνται και να παθιάζονται.
Το να βάζουμε κάτω δύο κηδείες και να τις μετράμε, για να διαπιστώσουμε τα κενά του πολιτισμού, είναι μια αμπελοφιλοσοφία που δεν προσφέρει τίποτα, σε κανέναν.
ΥΓ. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα γελάσει μαζί μας, αν κάποτε μάθει ότι το κάναμε.