Το να προσδοκά κάποιος από την κυβέρνηση, είτε στο στενό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη είτε στον ευρύτερο πολιτικό κύκλο του, ότι θα φτάσουν στις εκλογές σε συνθήκες ομαλότητας, συνιστά προφανώς σκέψη ανεδαφική – αν όχι εκτός τόπου και χρόνου.
Πανδημίες, πόλεμοι, ακρίβεια και ενεργειακή κρίση είναι παράμετροι με τόσα απόνερα, που καλά θα έκανε οποιοσδήποτε ασχολείται με ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σήμερα πολιτικός σχεδιασμός, να προετοιμάζεται για την τέλεια καταιγίδα.
Ας θεωρήσουμε δεδομένο αυτό που έχει προσφάτως δηλώσει ο Πρωθυπουργός, ότι δηλαδή οι εκλογές θα γίνουν του χρόνου τέτοια εποχή. Δεν το θεωρούν όλοι, ούτε καν στην κυβέρνηση, αλλά οι υπόλοιποι ας είμαστε καλόπιστοι.
Ποιες είναι οι προοπτικές σε αυτό το διάστημα; Οπως φαίνεται σιγά σιγά, όλοι, από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος, έως τους οίκους αξιολόγησης, τις μεγάλες επιχειρήσεις, τους μικρομεσαίους, τους μικρούς και τα νοικοκυριά, λογαριάζουν με σενάρια που χαρακτηρίζονται από στασιμότητα έως και ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών.
Τι, αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι μπορεί να έχει γίνει έως τότε στο πολεμικό πεδίο της Ουκρανίας (αν αυτό παραμείνει εκεί και δεν έχουμε «άλλα»);
Πόσο μπορεί ακόμη να ελπίζει κανείς σε ευρωπαϊκές λύσεις στο θέμα της ενέργειας; Πόσο βέβαιος μπορεί να είναι κάποιος ότι ο χειμώνας ’22-’23 θα είναι καλύτερος από αυτόν που περάσαμε;
Με τον πληθωρισμό να καλπάζει στο 7%-8%, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ακόμη και μία απότομη αποκλιμάκωσή του; Για όσους έχουν αυταπάτες, ακόμη και αν το φαινόμενο εξαλειφθεί, οι ανατιμήσεις του 7%, του 8% και του 10% ήλθαν για να μείνουν. Η μείωση του πληθωρισμού σημαίνει ότι οι τιμές δεν θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν άλλο έτσι, όχι ότι θα πέσουν.
Υπό αυτήν τη συνθήκη και υπό αυτήν την έννοια, το έργο της κυβέρνησης έως και τις εκλογές δεν είναι και τόσο σύνθετο, όμως την ίδια στιγμή είναι πολύ δυσκολότερο από ό,τι πολλοί νομίζουν.
Οποια μεταρρύθμιση και να γίνει από εδώ και στο εξής, όποια πλατφόρμα και να φτιάξει ο Πιερρακάκης και όσο και αν μιλάνε για το Ταμείο Ανάκαμψης, κανείς δεν θα δώσει σημασία, όσο τα εισοδήματα εξαερώνονται στο βενζινάδικο, στο σούπερ μάρκετ και στη ΔΕΗ. Με εκκαθαριστικούς λογαριασμούς που σε πολλές περιπτώσεις ισούνται με τον κατώτατο μισθό (ακόμη και αν αυτός αυξηθεί), μεσαία τάξη δεν υφίσταται και οι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλάζουν εκ των πραγμάτων, ό,τι και να θέλει κανείς να υποστηρίξει. Και κάπως έτσι, πάλι εκ των πραγμάτων, η όποια αντιπολίτευση, ακόμη και βυθισμένη στην αναξιοπιστία και τη λαϊκιστική φύση της, μπορεί να μιλάει στην καρδιά του κάθε πικραμένου.
Οπερ σημαίνει ότι στο Μαξίμου και στα υπουργεία Οικονομικών, Ενέργειας και Ανάπτυξης έχουν ένα και μόνο ένα έργο να επιτελέσουν: να βρουν τους τρόπους και να ανακόψουν το διαβρωτικό κύμα των ανατιμήσεων και μάλιστα σύντομα. Με λίγα λόγια, να δείξουν εμπράκτως ότι έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει και πώς αυτό επιδρά.
Ακόμη και αν χρειαστεί να συγκρουστούν με την Ευρώπη, ακόμη και αν πέσουν τα ταμπού του ΦΠΑ, ακόμη και αν απαιτηθούν παρεμβάσεις που έως τώρα φάνταζαν αδιανόητες. (Αλήθεια, γιατί δεν μιλάει κανείς στην κυβέρνηση για την κρατική κερδοσκοπία με τον ΦΠΑ πάνω στις εξωφρενικές κατά τα άλλα τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος;).
Κάποτε, σε μία άλλη χώρα και σε μία άλλη εποχή, κερδήθηκαν οι εκλογές με το γνωστό σύνθημα «είναι η οικονομία, ανόητοι». Ισως και να ήταν η πιο εύστοχη και αποτελεσματική πολιτική επινόηση της Ιστορίας. Κάποιοι εδώ στα καθ’ ημάς θα πρέπει να το κοιτάξουν και πάλι.