Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία, όμως ο εικονιζόμενος Παντελής Οικονόμου δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής | CreativeProtagon
Απόψεις

Οταν ο Ανδρέας «σκότωσε» τη φορολόγηση των repos

Το 1993, ενόψει του μεγάλου comeback του Παπανδρέου στην εξουσία, ο Παντελής Οικονόμου έκανε μια «μοιραία» για την πολιτική του καριέρα δήλωση στον Αυτιά. Αντίστοιχα ρίσκα παίρνουν σήμερα -παρά το προηγούμενο Κατρούγκαλου- νεότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, παράγοντας προεκλογικό θόρυβο (και φόβο) για νέους φόρους...
Ανδρέας Στασινός

Οι διαξιφισμοί για τη φορολόγηση των μερισμάτων (εδώ) και οι υπόνοιες ότι το ΠΑΣΟΚ έχει «κρυφό πρόγραμμα» φέρνουν στη μνήμη μια σχετικά παλιά ιστορία. Η προεκλογική αντιπαράθεση για τις εκλογές του 1993 ήταν στο φόρτε της και ο Ανδρέας Παπανδρέου ετοίμαζε το μεγάλο του comeback μετά την τριετή παρένθεση Μητσοτάκη.

Ο Παντελής Οικονόμου, μέλος του πανίσχυρου τότε Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, δοκίμαζε την τύχη του ως υποψήφιος βουλευτής. Σε μια συνέντευξή του στον Γιώργο Αυτιά τάσσεται υπέρ της φορολόγησης των repos, ενός τραπεζικού προϊόντος που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συμφωνία επαναγοράς. Δηλαδή, ένας δανειστής και ένας οφειλέτης πωλούν και μετά επαναγοράζουν ένα χρεόγραφο μικρού κινδύνου, συνήθως έντοκα γραμμάτια Δημοσίου.

Τα repos είναι στις περισσότερες περιπτώσεις βραχυπρόθεσμα, συχνά μιας ημέρας ή ίσως μερικών εβδομάδων. Στα γραμμάτια αυτά, αυτός που τα αγοράζει έχει δεδομένο κέρδος που το γνωρίζει εξαρχής. Επίσης, γνωρίζει πότε λήγουν τα γραμμάτια και μπορεί να εισπράξει τα χρήματά του.

Η δήλωση του 43χρονου τότε «εκτελεστικάριου» γίνεται viral για τα επικοινωνιακά δεδομένα των 90sH ΝΔ αξιοποιεί την ευκαιρία και κάνει τη δήλωση του Παντελή Οικονόμου τηλεοπτικό σποτ. Ετσι, για να μη νομίζουν οι νεότεροι ότι όλα γίνονται για πρώτη φορά…

«Το ΠΑΣΟΚ θα φορολογήσει τα ρέπος» τιτλοφορείται το σποτ. Αν και γνώριζε ότι η υπόθεση δεν αφορά παρά ελάχιστους Ελληνες, ο Παπανδρέου αποδοκίμασε τον Οικονόμου, λέγοντας ότι «πρόκειται για προσωπικές του απόψεις», μολονότι ο υποψήφιος βουλευτής επέμενε ότι αυτό προβλεπόταν από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Ο Παπανδρέου στις εκλογές εκείνου του Οκτωβρίου επανέρχεται στην εξουσία, ο Οικονόμου δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής.

Τελικά, χρόνια μετά, το 2001 τα repos φορολογήθηκαν (7% επί των τόκων) από τον τότε «τσάρο» της οικονομίας Νίκο Χριστοδουλάκη, στον οποίο, μια 20ετία μετά, έχει ανατεθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη η ευθύνη χάραξης του κυβερνητικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, ο Παντελής Οικονόμου επιμένει ότι τα repos ουσιαστικά φορολογήθηκαν ήδη από το 1994, λίγους μήνες μετά την εκλογή Παπανδρέου.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν αφελής να νομίζει ότι ένας φόρος στους πλουσίους θα ήταν αιτία να χάσει τις εκλογές του 1993. Δεν το ρίσκαρε όμως και προτίμησε να αποκηρύξει ένα από τα αγαπημένα του παιδιά. Διότι έβαλε στο ζύγι τον πολιτικό συμβολισμό που θα είχε η φορολόγηση στο κεφάλαιο με την υπόνοια ότι επιστρέφει ως φορέας «φορομπηχτικής» πολιτικής και κρυφού προγράμματος. Και προτίμησε να διαλύσει την υπόνοια…

Το αξιοπερίεργο είναι ότι, 30 χρόνια μετά την δήλωση Οικονόμου και λίγες μόλις ημέρες μετά τις δηλώσεις Κατρούγκαλου (που τον έθεσαν εκτός ψηφοδελτίων στον ΣΥΡΙΖΑ), στελέχη του ΠΑΣΟΚ σπεύδουν να αναλάβουν αντίστοιχα ρίσκα. Στο μεταξύ, ο Τσίπρας στο δικό του κόμμα απαγόρευσε (πολύ δημοκρατικά…) την εμφάνιση κάποιων στελεχών του στην τηλεόραση, φοβούμενος έναν νέο Κατρούγκαλο.

Τις τελευταίες ημέρες ο ιός της (προεκλογικά) επικίνδυνης κακοφωνίας για νέους φόρους εμφανίστηκε live στην τηλεόραση από νεότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Το φαινόμενο προβληματίζει τη Χαριλάου Τρικούπη. Τι να κάνει όμως ο Ανδρουλάκης; Να απαγορεύσει στα στελέχη του τις λέξεις που αρχίζουν από «φ»;

ΥΓ: Για την ιστορία, ο φόρος στα repos ήταν ένα πάγιο αίτημα της αγοράς ώστε να ωφεληθούν πιο παραγωγικές επενδύσεις, μεταξύ άλλων και το Χρηματιστήριο. Η φορολόγησή τους από τον Νίκο Χριστοδουλάκη αποδείχθηκε ορθή και συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2001 (πριν από τη φορολόγησή τους) τα repos ήταν στα 24,1 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2002 έπεσαν στα 19,4 δισ. ευρώ, ενώ στο τέλος Νοεμβρίου του 2003 είχαν ήδη υποχωρήσει ακόμα πιο πολύ, στα 11,2 δισ. ευρώ.