Τις θυμάμαι εκείνες τις μοναχικές φιγούρες όπως φόβιζαν τα παιδικά μου χρόνια, όποτε πηγαίναμε εκδρομή προς Πελοπόννησο και μας έπιανε το φανάρι. Πολλοί, πάρα πολλοί στέκονταν στα κάγκελα, εφαρμόζοντας κάπως το πρόσωπό τους και ένα βλέμμα σε ένα αλλόκοτο «κάπου». Μερικοί, ελάχιστοι έβγαιναν στον δρόμο και πλησίαζαν μέχρι και το αυτοκίνητο, πάντα με σακατεμένες οδοντοστοιχίες φοβιστερού χαμόγελου και έλεγαν «Κανένα τσιγαράκι;». Ποτέ δεν έλεγαν «τσιγάρο» πάντα «τσιγαράκι», με μια γλυκιά παιδικότητα τόσο μπερδευτική…
Αυτός που κοίταζες ως «μεγάλο», αλλά τον ένιωθες πολύ μικρό παιδάκι. Ηταν σαν να είχαν άλλον χρόνο από τον δικό μας. Το ψυχιατρικό κατάστημα του Δαφνίου… Μα ποιος το έλεγε τότε «ψυχιατρικό»; Ολοι τρελοκομείο. Κι αυτό ακόμα ήταν φοβιστερό, όπως οριοθετούσε δύο κόσμους, μια γραμμή συνόρου, που αν την περνούσες θα χανόταν ο κόσμος όλος και η αξιοπρέπεια όλη, όπως σου την όριζαν. Τι φοβάται πιο πολύ ο άνθρωπος στη ζωή του; Μη χάσει την υγεία του και την πυξίδα του μυαλού του.
Το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του Δαφνίου «τοποθετείται στον άξονα της αρχαίας Ιεράς Οδού που ενώνει την Αθήνα με την Ελευσίνα (τον δρόμο που διέσχιζε η τελετουργική πομπή των Ελευσίνιων Μυστηρίων κατά την αρχαιότητα) και ακριβώς απέναντι από το ιερό του Δάφνιου Απόλλωνα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. η βυζαντινή Μονή Δαφνίου. Σε αυτόν τον τόπο ύψιστης πνευματικότητας και νοητικής αναγέννησης χτίστηκε το 1925 ως το πρώτο κρατικό ψυχιατρικό νοσοκομείο και λειτουργεί αδιάκοπα μέχρι σήμερα».
Περνάω πρώτη φορά την πύλη του μια Πέμπτη μεσημέρι για μια έκθεση με τον ευφυή τίτλο «Reality check» που επιμελήθηκε ο δρ Κώστας Πράπογλου. Η έκθεση λαμβάνει χώρα σε ένα από τα μεγαλύτερα εγκαταλελειμμένα σήμερα κτίρια στον χώρο του Νοσοκομείου, κάποτε δωρεά Μποδοσάκη που στις μέρες μας ρημάζει. Αναζητώ, όσο διασχίζω με το αυτοκίνητό μου κάποια από εκείνες τις φιγούρες της μνήμης. Ερημιά. Κανένας άνθρωπος πουθενά; Είναι μια ηλιόλουστη μέρα. Τόση ησυχία σε τόση έκταση. Λες ο κορονοϊός να επιβάλλει αποκλεισμό στον αποκλεισμό;
Στην είσοδο, ο κ. Πράπογλου μου παραδίδει ένα πολύ κατατοπιστικό κείμενο και με αυτό πορεύομαι. «Η φαντασία είναι το μοναδικό όπλο στον πόλεμο ενάντια στην πραγματικότητα» – Λιούις Κάρολ, διά στόματος γάτου Cheshire, από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Γάτοι γινόμαστε κι εμείς, όχι Αλίκη. Μια γάτα που αργά, σιωπηλά, πότε αυτή και πότε η σκιά της στους τοίχους, εισέρχεται σε ένα ένα τα δωμάτια. Δεν έχω δει πιο ενδιαφέροντα χώρο για να διοργανώσει κάποιος μια έκθεση.
Ολα τα σημάδια του παρελθόντος, εκεί. Στους τοίχους, στην εγκατάλειψη, στο φύλλο της ντουλάπας, πότε ανοιχτό-πότε κλειστό, όπως το τοποθέτησε ο χρόνος ο άχρονος, οι μακριοί διάδρομοι, οι σκοτεινοί, οι ταμπέλες, οι σύρτες. Τι ατμόσφαιρα! Κι αυτή ακόμα, στο όριο. Να σε έλκει, αλλά και να σε φοβίζει. Να σε κρατάει σε διαρκή ετοιμότητα ότι κάτι θα ακουστεί και θα σε τρομάξει πολύ. Είναι όλο ένα παιχνίδι μικρών ενηλίκων. Και αντίστοιχα, ένας ένας οι καλλιτέχνες, αυτά τα παιδιά των δικών τους χρόνων σε έναν κόσμο υπεραπασχολημένο, αγχώδη, άπρεπα σπάταλο, ανέλαβαν να αφήσουν τη σφραγίδα της τέχνης τους για όσο κρατήσει το παιχνίδι.
«Ο παράδοξος συγχρονισμός και η συγκυρία της τρέχουσας συνθήκης της πανδημίας αποτέλεσαν ένα επιπλέον ζωτικό στοιχείο στη δημιουργική πράξη όλων των συμμετεχόντων καλλιτεχνών, καθότι βίωσαν όλοι ανεξαιρέτως τον δικό τους προσωπικό εγκλεισμό και διαχειρίστηκαν το τι μπορεί να σημαίνει για τον καθένα το μέσα και το έξω σε προσωπικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό, παγκόσμιο επίπεδο». Πρώτη φορά ζήσαμε ταυτόχρονα μια συλλογική απομόνωση.
Τριάντα τέσσερις καλλιτέχνες κλήθηκαν να συμμετάσχουν με έργα που εμπνεύστηκαν από τον ιδιαίτερο αυτό χώρο. Ρέει δημιουργικότητα από τους πόρους των τοίχων. Δημιουργικότητα πότε με βίντεο, πότε με γλυπτά, με ηχοτοπία, με φωτογραφία, με performances. Η σύγχρονη τέχνη, τόσο διαφορετική όσο και η εποχή που μας έτυχε να ζήσουμε. Πώς θα μείνει; Τι θα μείνει; Πώς θα κρατηθούν αυτά τα «δωμάτια»; Δόξα του εφήμερου; Κάποτε ήταν το έργο, τώρα ο καλλιτέχνης. Ολα θα τα απαντήσει ο χρόνος. Πάντα ο χρόνος ξέρει.
Το αν είναι ή όχι επιτυχημένη μια έκθεση ή η οποιουδήποτε είδους καλλιτεχνική δημιουργία το αντιλαμβάνομαι, πάντα, όταν εγκαταλείπω τον χώρο της. Από το πόσο καιρό με ακολουθεί, πόσο παιδεύει τη σκέψη μου, πόσες αποκαλύψεις ξεπετιούνται εκεί που δεν το περιμένω. Σταματημένη σε ένα σωρό φανάρια μέχρι να επιστρέψω σπίτι μου και την επομένη που ξύπνησα και μέρες μετά… Πότε το έργο «Badtime stories» του Μάριου Βουτσινά, εκείνο το σιδερένιο κρεβάτι με τα εκατοντάδες ρολόγια πλεγμένα στρώμα. Σπουδαίο, μουσειακό έργο.
Πότε εκείνο το πλεκτό δωμάτιο, σας ορκίζομαι μέχρι και όλο το πάτωμα, όπως εκείνες οι χειροτεχνίες ανθρώπων που δεν έχουν χρόνο γιατί έχουν όλον τον χρόνο δικό τους… Πρέπει να επισκεφτείτε το πλεκτό δωμάτιο της Βάνας Ντατσούλη με τίτλο «Οταν σ’ αγαπώ» (κι εγώ!), βγάζοντας τα παπούτσια σας, ένα ροζ καταρόζ όλων των φύλων μιας παιδικότητας αιώνιας, που μέσα από θηλές τρέχει νερό, πες το και γαλατόνερο και η ντουλάπα με τα κρυμμένα της. Και σε άλλο σημείο, οι γραμμές του τρένου ως ένα αιώνιο, επιτακτικό «να φύγω» της Αντας Πετρανάκη.
Και εκείνες οι γλυπτικής φιγούρες, τόσο πολλές, σε τόσες στάσεις, απελπισμένες, άγριες, αδιέξοδες, με ολόρθους φαλλούς και ορθάνοιχτα αιδοία, σ’ εκείνο το μακρύ τραπέζι αστικής τραπεζαρίας του Νίκου Τρανού, με τίτλο «Η ελπίδα είναι ένα πράγμα με φτερά – Που κουρνιάζει μέσα στην ψυχή». Και εκείνο το συγκλονιστικό αφαιρετικό μαύρο ως ρούχο δερβίσηδων στον εκστατικό χορό τους και το καντηλάκι να παίζει με το ταβάνι της Εφης Φουρίκη και του Λάμπρου Τακλή. Και οι αλογότριχες της Belle Shafir, ίδιο δάσος παραμυθιού.
Πόσα και πόσα έργα, κι άλλα που τα πέρασα και ήρθαν και με συνάντησαν και μου μίλησαν ξανά, εκεί που δεν τα περίμενα. Η τέχνη. Δεν υπάρχει πιο οργανωμένο γραφείο ταξιδίων από την τέχνη. Ακόμα και για τους μη εξοικειωμένους, που ίσως εξέλθουν σκεπτόμενοι «Τι ήταν αυτό που είδα;», θα έχουν δει. Κάπως, από κάπου θα φανερωθεί ό,τι είδαν χωρίς να έχουν αντιληφθεί ότι το είδαν, ότι το αποθήκευσαν. Θα έχουν αισθανθεί. Μη μεγαλοποιείτε τη Μεγάλη –έτσι κι αλλιώς– τέχνη, απλουστεύστε τον λόγο, ξεφοβίστε το βήμα των ανθρώπων, είναι ταξίδι για όλους.
Τριάντα τέσσερις καλλιτέχνες, ο καθένας από τη δική του Ιερά οδό, σας περιμένουν. Μέχρι 9 Οκτωβρίου. Φαντάζεσαι γη χωρίς θάλασσα;
ΥΓ. Εκείνες οι φιγούρες ήταν γραφτό να μείνουν στη μνήμη. Ακόμα και η ψυχιατρική –και ευτυχώς– δοκιμάζει βήματα σε άλλους δρόμους.
ΥΓ. 2 Συγχαρητήρια και στο υπουργείο Πολιτισμού.