Η oλλανδή δημοσιογράφος Ινγκεμποργκ Μπέγκελ έβαλε αυτογκόλ από το πρώτο λεπτό της αναμέτρησής της με τον Πρωθυπουργό και, φυσικά, έχασε τον αγώνα.
«Πότε επιτέλους θα σταματήσετε να λέτε ψέματα;..», ήταν η αρχική της κατεβασιά, στην επιθετική τακτική που επέλεξε να ακολουθήσει.
Διήρκεσε περίπου 1,5 λεπτό αυτό το εισαγωγικό. Ξεκίνησε από μια ερώτηση που δεν ήταν ερώτηση και συνεχίστηκε με ένα ανελέητο «κατηγορώ», που ήταν πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει ακόμα και ένας ειδήμων στο Μεταναστευτικό.
Leading questions, ονομάζουν οι αγγλοσάξονες αυτές τις ερωτήσεις που «κατευθύνουν» την απάντηση, συνήθως προς τα εκεί που επιθυμεί ο ερωτών να την πάει. Στη δημοσιογραφική σχολή του λονδρέζικου City University, θυμάμαι, ο καθηγητής Μπομπ Τζόουνς χρησιμοποιούσε αυτό το παράδειγμα:
Νεαρός συλλαμβάνεται ως ύποπτος δολοφονίας και οδηγείται στο Τμήμα. Εκεί βρίσκεται, αναστατωμένη, η μητέρα του. Ο δημοσιογράφος τη ρωτά: «Γιατί έκανε αυτό το έγκλημα ο γιος σας;».
Είναι ίδιας τάξεως το ερώτημα με το «πότε θα σταματήσετε να λέτε ψέματα;» της Μπέγκελ, ασχέτως εάν αυτή, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην ύπαρξη «ατράνταχτων στοιχείων για τις παράνομες, βαρβαρικές επαναπροωθήσεις μεταναστών». Η απότομη και αγενής τοποθέτησή της αποδυνάμωσε αυτό που ήθελε να αναδείξει. Με αποτέλεσμα, εάν είχε πράγματι σκοπό να κολλήσει στον τοίχο τον Ελληνα Πρωθυπουργό για κάτι για το οποίο εκείνη, τεκμηριωμένα όπως λέει, διαθέτει στοιχεία και να τον φέρει σε θέση άμυνας, πέτυχε το ακριβώς αντίθετο.
Θεωρώ λοιπόν ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, ο κ. Μητσοτάκης χειρίστηκε το πράγμα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ήταν άμεσος και ειλικρινής. Έχει το δικαίωμα να θυμώσει – δεν μου αρέσουν οι πολιτικοί που ό,τι κι αν τους πεις θα σου σερβίρουν αμέσως, λες και την έχουν έτοιμη στην τσέπη, την πολιτική τους ορθότητα! Οι γλυκανάλατες, «χαϊδευτικές» απαντήσεις, είναι ιδίωμα κολάκων πολιτικών. Σαν τους «γλείφτες» στο σχολείο…
Θα μπορούσε να ήταν πιο ήπιος; Θα μπορούσε. Αλλά και ο θυμός, έτσι όπως εκδηλώθηκε, ως αποτέλεσμα της συγκεκριμένης τοποθέτησης της δημοσιογράφου, είναι και αυτός μέρος της απάντησης. Δηλαδή, «πέρασε» προς τα έξω ο Πρωθυπουργός ότι η Ελλάδα ζορίζεται με το Μεταναστευτικό και έχει το δικαίωμα να είναι θυμωμένη με όσους παίζουν με το θέμα αυτό. Και τέλος, αλλά και όχι δίχως τη σημασία του, τον βοήθησαν και πολύ τα αγγλικά του. Πάρα πολύ.
Στον απόηχο αυτής της σύγκρουσης στο Μαξίμου, στο διεθνές ακροατήριο δεν επικράτησε το «Ολλανδή δημοσιογράφος ταπεινώνει τον Ελληνα Πρωθυπουργό», που θα μπορούσε και να επιδίωκε η ίδια, αλλά μάλλον το «Ολλανδή δημοσιογράφος εκνευρίζει τον Ελληνα Πρωθυπουργό» που είναι αληθές και, όπως ισχυρίζομαι, είναι και καλό.
Μάζεψα μερικές αντιδράσεις από εδώ, ενδεικτικά. Καθεμία έχει τη σημασία και το ενδιαφέρον της – θετικά ή και αρνητικά:
«Με έχει εξοργίσει αυτή η φραστική, ανέξοδη, φαρισαϊκή επίδειξη αλληλεγγύης των Βόρειων προς τους κατατρεγμένους του πλανήτη! Κι όταν ζητάς συνδρομή για τις χιλιάδες που εισβάλλουν παράνομα, φιλοξενούν μόνο δύο ανήλικα. Και οι δημοσιογράφοι τους μας κουνάνε και το δάχτυλο», τουιτάρει θυμωμένα η πρώην ευρωβουλευτής Νίκη Τζαβέλλα.
Κάποια στιγμή, μίλησα με τον Κωνσταντίνο Φίλη, εκτελεστικό διευθυντή του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Διεκδικητικός πατριωτισμός» στο Μέγαρο Μουσικής. Η κουβέντα πήγε και στη συνέντευξη Μητσοτάκη για το Μεταναστευτικό, και σημείωσα την επισήμανσή του ότι ο ολλανδός πρωθυπουργός, αν και υποστήριξε ήπια τον έλληνα ομόλογό του, εντούτοις τήρησε μια μάλλον βολική σιωπή αφού, από το 2015 μέχρι σήμερα, η χώρα του δέχτηκε να πάρει από την Ελλάδα «τον ιλιγγιώδη αριθμό των 16 προσφύγων».
Η πρώτη αντίδραση στο τουίτ της κυρίας Τζαβέλλα ήρθε από τον πρώην υπουργό Ανδρέα Ανδριανόπουλο, που είπε: «Η σωστή απάντηση είναι της Αυστραλίας: NO WAY. You are not going to enter!». Δηλαδή, «Με τίποτα! Δεν πρόκειται να μπείτε!».
Για το προηγούμενο, αναφορικά με τον αριθμό των προσφύγων και των ασυνόδευτων ανηλίκων που έχει πάρει, ή δεν έχει πάρει η Ολλανδία, παρενέβη με τουίτ του ο έλληνας δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP), Σταύρος Μαλιχούδης, επισημαίνοντας ότι αυτό που είπε η ολλανδή δημοσιογράφος, ότι δήμοι στη χώρα της συσπειρώθηκαν και ζήτησαν να πάρουν εκατοντάδες ασυνόδευτα από την Ελλάδα, δεν απαντήθηκε στη συνέντευξη Τύπου.
Και αυτό, όμως, δείχνει ακριβώς πόσο κακή ήταν η προσέγγιση της Μπέγκελ, που έχασε την ευκαιρία να θέσει το θέμα διαφορετικά και να πάρει άλλη απάντηση από τον Πρωθυπουργό, αντί για τη δικαιολογημένη οργή τού «δεν θα ‘ρχεσαι εδώ μέσα να μας προσβάλλεις». Η δημοσιογραφία της ερώτησης-τοποθέτησης, ή και της ερώτησης-άποψης, είναι αποκρουστική και δεν φέρνει αποτέλεσμα.
Γενικά, και ως επί το πλείστον, και εμείς οι έλληνες δημοσιογράφοι δεν κάνουμε σύντομες, επί της ουσίας ερωτήσεις. Προτιμάμε τοποθετήσεις μεγάλες, μας αρέσει να ακούμε τον εαυτό μας, συχνά τις διανθίζουμε και με αχρείαστες επεξηγήσεις, όπως αυτή που κατέγραψα χθες από δημοφιλές ραδιόφωνο όταν η κοπέλα, έχοντας υποβάλει από την αρχή την απλή και σύντομη ερώτησή της στον φιλοξενούμενο γιατρό, συνέχισε εξηγώντας του γιατί την κάνει! Κάτι σαν αυτό:
«Σας ρωτώ επειδή καλπάζει, ξέρετε, ο κορονοϊός, ο κόσμος ανησυχεί, τα νοσοκομεία έχουν φτάσει στα όριά τους, οι ανεμβολίαστοι επιμένουν, ως και στο Άγιον Όρος έχουμε νεκρούς αρνητές»… Μπλα-μπλα-μπλα.
Φυσικά, και αναγκαστικά, η απάντηση του γιατρού, που λες και δεν ήξερε ποια είναι η κατάσταση στα νοσοκομεία και ότι οι αντιεμβολιαστές πεθαίνουν, ήταν γενικής φύσεως. Και ο ακροατής έμεινε πάλι με μια ξαναζεσταμένη σούπα.
Και όμως, υπάρχουν τρόποι διατύπωσης πολύ σύντομων ερωτήσεων που να υποκρύπτουν μάλιστα με απολαυστικά ευφυή τρόπο και το σχόλιο του δημοσιογράφου. Αυτό όμως, απαιτεί πολλή παιδεία, μυαλό ορθάνοικτο και πείρα σκληρού αγροτικού!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το περιστατικό σε συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο, όπου ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε συναντηθεί στην Ντάουνινγκ Στριτ με τον βρετανό ομόλογό του Τόνι Μπλερ, Μάρτιος του 2003, αν θυμάμαι καλά. Αφού προηγήθηκε λοιπόν από τον υπεύθυνο Τύπου μια πολύ σύντομη ενημέρωση για τη μεταξύ των δύο ηγετών συνομιλία, ο λόγος πέρασε στους δημοσιογράφους.
Ένας από αυτούς ήταν των Financial Times – δεν θυμάμαι το όνομά του, μόνο ότι φορούσε παπιγιόν και ότι με το που ξεκίνησε λέγοντας «Well», δηλαδή «Λοιπόν», κατάλαβα ότι κάτι ωραίο ερχόταν όπου να ‘ναι. Πράγματι:
« Κύριε Πρωθυπουργέ της Ελλάδος, μας είπαν ότι με τον κ. Μπλερ συζητήσατε μεταξύ άλλων και για το μέλλον του σοσιαλισμού στην Ευρώπη… (Μικρή παύση). Κράτησε πολύ αυτή η συζήτηση;»
Είκοσι πέντε λέξεις. Ερώτηση και απάντηση μαζί! Τι λέμε τώρα;