«Μην κλάψεις», μου είπε χαμογελώντας. «Θα το προσπαθήσω», του είπα, διαφορετικά από ό,τι συνήθως που διεκδικώ επαναστατικά «Παράτα με! Θα κάνω ότι θέλω» και εκείνος συνηθίζει να μου χαμογελάει περιπαιχτικά αλλά και με κατανόηση.
Είναι, βλέπετε, αυτή η εποχή του αποχαιρετισμού και το δικό μου ευσυγκίνητο.
Για κάθε νέο κεφάλαιο στη ζωή τους. Η εποχή της ομιλούσας πλάτης. Ανέκαθεν με συγκινούσε να παρακολουθώ την πλάτη των παιδιών μου ενώ φεύγουν. Έτσι και σήμερα. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο. Μελετούσα τα χέρια του να βγάζει τις βαλίτσες, μελετούσα όλα του, λες και τον έβλεπα περίεργα αλλιώς… Κοντοστάθηκε. Μάτια με μάτια. Μετά, αυτόματα μετά, κάναμε σφιχτή σφιχτή σφιχτή αγκαλιά αμίλητοι ενώ έβραζαν στο στόμα, λόγια και λόγια, που όμως δεν άφηνα να βγούνε, λες και κάτι μου έλεγε ότι δεν θα μου έφταναν, ενώ με την αγκαλιά ήδη λέγαμε πολλά πολλά πολλά απ΄όσα θέλαμε να πούμε.
Μετά ξαναχαμογέλασε, ξαναμελετηθήκαμε βαθιά για ένα δευτερόλεπτο και τελικά, αποφασιστικά έστριψε να φύγει. Εντάξει, μέχρι εκεί συγκρατήθηκα ηρωικά. Απομακρυνόταν, απομακρυνόταν, απομακρυνόταν. Ελυσα τον κόμπο ανακουφισμένα όπως οι άνδρες κάνουν με τη γραβάτα τους. Γλύκανε όλο το μέσα μου κοιτάζοντας την πλάτη του. Ασυναίσθητα, όπως και το συνηθίζει το υποσυνείδητό μου, του έβαλα φτερά στην πλάτη αν και καθαρά διέκρινα τον σάκο του.
Σε όλες τις μνήμες αποχαιρετισμού, όλων των παιδιών μας, τα «έχω» με φτερά στην πλάτη.
Αυτή τη φορά, ακόμα πιο μακρινός ο προορισμός για το στερνοπούλι μας. Ιαπωνία οι σπουδές του. Άκρη του κόσμου. Άλλος κόσμος. Και νοιώθω μια πληρότητα καθήκοντος. Σχεδόν και πατριωτικού κατά κάποιο τρόπο. Ο άνθρωπος με τα ταξίδια ολοκληρώνεται, με τα ταξίδια διαμορφώνει άποψη για το σπίτι «του», τον κόσμο δηλαδή. Ανοίγει το οπτικό του πεδίο. Τροφοδοτεί την ενσυναίσθησή του. Ανθίζει σκέψεις. Σπάει την κατάρα της ροπής μας στη μίζερη υποτίμηση τού κάθε τι δικού μας όπως και αντίστοιχα στην εξίσου παιδιάστικη υπερύψωση των «άλλων». Μπορεί να είναι πιο δίκαιος άρα να αγωνίζεται αλλά και να απαιτεί ρεαλιστικά, όχι αχόρταγα φαντασιακά. Ο άνθρωπος με το ταξίδι….
Τον είδα να φεύγει ψύχραιμος. Το κάθε παιδί μας έχει τον δικό του χαρακτήρα. Η κάθε μνήμη αποχαιρετισμού έχει και άλλα χρώματα. Τα μάτια της Λίλας έξω από το τζάμι στο ταξί. Στα μάτια της πάντα σπάω. Ο οδηγός που αντιλήφθηκα ότι μας κοίταζε αδιανόητα απορημένος για το τι να μας συμβαίνει και αυτό μου τσάκιζε τα νεύρα. Η αποστομωτική φράση μου «Greek mother. You may leave» και το σιγοψιθύρισμα μου «Αι παράτα μας και συ». Ακόμα μας θυμάμαι και γελάω.
Ο αποχαιρετισμός με τον Αριστείδη στους μείον 20 βαθμούς και με χιόνι ασταμάτητα να πέφτει. Η σκέψη μου, μακάρι να μπορούσα να ξεκολλήσω τη καρδιά μου να του την αφήσω. Το χέρι μου να παλεύει να βγάλει το ρολόι μου που του το άφησα. Ακόμα μας θυμάμαι και βουρκώνω. Ετούτος έμοιαζε να φεύγει πιο ψύχραιμος και εγώ έμοιαζε να τήρησα τη «συμφωνία» μπροστά του. Την άλλη μέρα διάβασα στον «τοίχο» του έναν στίχο «Σιγά μην κλάψω σιγά μην φοβηθώ». Έχει τον τρόπο να δίνει κουράγιο και ώθηση στον εαυτό του…
Πουλάκι μου! Πουλάκι μου. Σ΄αυτή τη φράση-στίχο τραγουδιού λύγισα. «Σιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ». Αλλά θα σε αποθυμώ.