Πριν από τρεις μήνες έγραψα ένα άρθρο με τον τίτλο «Θα επιβιώσει η Ουκρανία;». Η απάντηση (ευτυχώς) για τον επόμενο χρόνο είναι «ναι», χάρη στην προθυμία της Ουκρανίας να πολεμήσει και να θυσιαστεί και στην επανέναρξη της σημαντικής στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ η Ρωσία έχει εξαπολύσει μια νέα επίθεση στα βορειοανατολικά, που απειλεί το Χάρκοβο (τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας), ετοιμάζεται για έναν παρατεταμένο πόλεμο και έχει ανασυγκροτήσει σημαντικά τις δυνάμεις της. Αυτό θέτει ένα σημαντικό ερώτημα: με το νέο πακέτο βοήθειας τι πρέπει να επιδιώξουν να επιτύχουν η Ουκρανία και οι υποστηρικτές της στη Δύση; Τι πρέπει να αποτελεί επιτυχία;
Κάποιοι απαντούν ότι ως επιτυχία πρέπει να οριστεί η ανάκτηση όλης της χαμένης επικράτειάς της, η αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας στα σύνορα του 1991. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, εξέφρασε την άποψη ότι το 2025 θα μπορούσε να έρθει η ώρα για την Ουκρανία να εξαπολύσει ξανά μια αντεπίθεση κατά των ρωσικών στρατευμάτων.
Αυτό θα ήταν σοβαρό λάθος. Μη με παρεξηγήσετε: η αποκατάσταση των νόμιμων συνόρων της Ουκρανίας θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή, καθώς θα αποδείκνυε ότι η επιθετικότητα δεν είναι αποδεκτή. Αλλά η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι εφικτή όσο και επιθυμητή, και η Ουκρανία απλώς δεν είναι σε θέση να απελευθερώσει την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές της μέσω στρατιωτικής ισχύος.
Το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο. Η Ρωσία έχει πάρα πολλούς στρατιώτες και μια πολεμική οικονομία που μπορεί να παράγει μεγάλες ποσότητες όπλων και πυρομαχικών. Παρά τις κυρώσεις, η Ρωσία κατάφερε να ενισχύσει τη στρατιωτική-βιομηχανική βάση της και έχει πρόσβαση σε όπλα και πυρομαχικά που παράγονται στο Ιράν και στη Βόρεια Κορέα, και σε κινεζικά προϊόντα και τεχνολογίες που συμβάλλουν στην πολεμική προσπάθεια του Κρεμλίνου.
Ενα άλλο επιχείρημα εναντίον όσων τάσσονται υπέρ μιας προσπάθειας της Ουκρανίας να ανακαταλάβει τα εδάφη της με τη βία, είναι ότι οι επιθετικές επιχειρήσεις τείνουν να είναι πολύ πιο απαιτητικές όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, τον εξοπλισμό και τα πυρομαχικά, από όσο είναι οι αμυντικές προσπάθειες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν οι αμυντικές δυνάμεις έχουν την ευκαιρία να οχυρωθούν, όπως έχει πετύχει η Ρωσία σε μεγάλο μέρος της ουκρανικής επικράτειας που κατέχει.
Το πιθανό αποτέλεσμα μιας επιστροφής της Ουκρανίας στην επίθεση θα ήταν μια τεράστια απώλεια στρατιωτών, και αυτό είναι κάτι που ο ουκρανικός στρατός, ο οποίος ήδη αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις, δεν μπορεί να αντέξει. Ο περιορισμένος στρατιωτικός εξοπλισμός και τα πυρομαχικά στα οποία έχει πρόσβαση η Ουκρανία θα εξαντλούνταν γρήγορα, καθιστώντας πιο δύσκολη την άμυνα των περιοχών που επί του παρόντος βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Κιέβου.
Μια αποτυχημένη ουκρανική επίθεση θα έδινε τροφή σε όσους στις Δυτικές πρωτεύουσες είναι επιφυλακτικοί με την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία, θεωρώντας αυτού του είδους τη βοήθεια σπατάλη. Ποια στρατηγική, λοιπόν, πρέπει να ακολουθήσουν η Ουκρανία και οι υποστηρικτές της;
Πρώτον, η Ουκρανία θα πρέπει να δώσει έμφαση στην άμυνα. Αυτό θα της επέτρεπε να αξιοποιήσει τους περιορισμένους πόρους της και να αποθαρρύνει τη Ρωσία.
Δεύτερον, στην Ουκρανία πρέπει να δοθούν τα μέσα (δυνατότητες κρούσης μεγάλης εμβέλειας) και η ελευθερία να επιτίθεται στις ρωσικές δυνάμεις οπουδήποτε στην επικράτειά της, καθώς επίσης σε ρωσικά πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα και σε οικονομικούς στόχους εντός της ίδιας της Ρωσίας. Η Ρωσία πρέπει να αισθανθεί το κόστος ενός πολέμου που εκείνη άρχισε και εκείνη παρατείνει.
Τρίτον, οι υποστηρικτές της Ουκρανίας πρέπει να δεσμευτούν για τη μακροχρόνια παροχή στρατιωτικής βοήθειας. Ο στόχος όλων των παραπάνω είναι να καταδειχθεί στον ρώσο πρόεδρο ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος της Ρωσίας και ότι δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα αντέξει περισσότερο από την Ουκρανία.
Η Ουκρανία και οι υποστηρικτές της πρέπει να κάνουν κάτι ακόμη: να προτείνουν μια ενδιάμεση συμφωνία κατάπαυσης του πυρός κατά μήκος των γραμμών όπως διαμορφώνονται σήμερα.
Ο Πούτιν πιθανότατα θα απορρίψει μια τέτοια πρόταση, αλλά απορρίπτοντάς την θα καταστήσει λιγότερο δύσκολο τον διάλογο στις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με την παροχή βοήθειας στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα θα εκθέσει τη Ρωσία ως κύρια υπεύθυνη για τη συνέχιση του πολέμου. Θα μπορούσε επίσης να παράσχει ένα πλαίσιο για τη συνέχιση της στρατιωτικής αρωγής της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ, ακόμη και αν τον Νοέμβριο επανεκλεγεί στην προεδρία ο Τραμπ.
Αυτός ο συνδυασμός στροφής στην άμυνα, χτυπημάτων μεγάλης εμβέλειας, συνεχούς στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση και μιας διπλωματικής προσπάθειας που θα εκθέτει τη Ρωσία, μπορεί με την πάροδο του χρόνου να πείσει τον Πούτιν να αποδεχθεί μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας, καμία χώρα δεν θα κληθεί να παραιτηθεί από τις μακροπρόθεσμες διεκδικήσεις της.
Η Ουκρανία θα μπορούσε να συνεχίσει να επιδιώκει την ανάκτηση ολόκληρης της επικράτειάς της. Η Ρωσία θα μπορούσε να συνεχίσει να ισχυρίζεται ότι η Ουκρανία δεν έχει δικαίωμα να υπάρχει ως κυρίαρχο κράτος. Και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να συνεχίσουν να επανεξοπλίζονται. Οι κυρώσεις θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ. Η Ουκρανία θα μπορούσε να διερευνήσει στενότερες διασυνδέσεις, τόσο με την Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και με το ΝΑΤΟ.
Η Ουκρανία αναμφίβολα θα αντιστεκόταν σε κάποια σημεία αυτής της προσέγγισης. Αλλά οι ΗΠΑ και οι άλλοι υποστηρικτές της θα πρέπει να επιμείνουν. Η Ουκρανία δεν μπορεί να απαιτεί άνευ όρων υποστήριξη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στρατηγικό εταίρο. Μια νέα αντεπίθεση θα αποτύγχανε και θα υπονόμευε την ικανότητά της να αμύνεται. Αυτό που θα κέρδιζε η Ουκρανία από μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός είναι μια ευκαιρία για να ξεκινήσει η ανοικοδόμησή της, καθώς χρήματα και επενδύσεις δεν πρόκειται να υπάρξουν όσο η χώρα παραμένει ενεργή εμπόλεμη ζώνη.
Μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός σχεδόν σίγουρα δεν θα οδηγούσε σε τίποτα που να μοιάζει με ειρήνη, η οποία πιθανότατα θα πρέπει να περιμένει την έλευση μιας ρωσικής ηγεσίας που θα επιλέξει να τερματίσει το καθεστώς κράτους-παρία. Αυτό μπορεί να μη συμβεί επί χρόνια ή και δεκαετίες. Εν τω μεταξύ, όμως, η Ουκρανία θα ήταν πολύ καλύτερη σε σχέση με το πώς θα είναι αν ο πόλεμος συνεχιστεί.
Τέτοιου τύπου διευθετήσεις –μη μόνιμες, κάτι λιγότερο από επίσημη ειρήνη– αποδείχτηκαν αποτελεσματικές σε άλλες κρίσεις, περιλαμβανομένων της Κορεατικής Χερσονήσου και της Κύπρου. Δεν αποτελούν λύσεις, αλλά είναι προτιμότερες από τις εναλλακτικές επιλογές. Ακόμη κι αν η Ρωσία απορρίψει οποιαδήποτε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, όπως θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί, η Ουκρανία θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη θέση με μια στρατιωτική και διπλωματική στρατηγική που προστατεύει τον πυρήνα της χώρας, διατηρεί την ανεξαρτησία της και τη συνέχιση της εξωτερικής υποστήριξης. Οι φίλοι της Ουκρανίας θα πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψη προτού ορίσουν την επιτυχία με τρόπο που θα κάνει τη χώρα να αποτύχει.
* Ο Richard Haass είναι επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations και ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners. To κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate.