Η ανάγκη του ανήκειν είναι αρχέγονη. Στην οικογένεια, τη φυλή, την κοινότητα. Και από εκεί, στην τάξη, την αθλητική ομάδα, την παρέα των συνομηλίκων. Εντός του ανήκειν καταπραΰνεται το άγχος της ύπαρξης και αντιμετωπίζεται καλύτερα ο φόβος της άγνωστης καθημερινότητας. Μέσα στα σχήματα σύμπραξης αναπτύσσονται σχέσεις συνεκτικές και αργότερα σχέσεις εξάρτησης. Η οικειοθελής ένταξη στην ομάδα δημιουργεί τις άκρως απαραίτητες συλλογικές ταυτίσεις.
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο λειτουργούν οι σύνδεσμοι οπαδών. Κυρίως στις γειτονιές των μεγάλων ελληνικών πόλεων. Μικρά παιδιά, σχεδόν αποκλειστικά αγόρια, ξεκινώντας από την ηλικία των 12-13 ετών –μόλις δηλαδή πατούσαν στο Γυμνάσιο– μαγεύονταν από τις συνδηλώσεις οπαδικής ζωής: Ομοιομορφία, διαμοιρασμός συναισθημάτων, κανάκεμα από τους μεγαλύτερους. Μαζί στις χαρές, μαζί και στις λύπες, με κοινούς στόχους: Την επικράτηση επί του αντιπάλου και την προσήλωση στις αρχές της νέας «οικογένειας». Ολες οι λαβές για τη δημιουργία της πολυπόθητης εφηβικής ταυτότητας είναι εκεί, παρούσες: στον σύνδεσμο, το γήπεδο, το ποδόσφαιρο, την εκτός έδρας εκδρομή, τη συλλογή νέων προκλητικών εμπειριών. Και φυσικά, στην αφήγησή τους.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα τυχαίο σπορ. Μέσα στις τέσσερις λευκές γραμμές, ο πλέον αδύναμος μπορεί να κερδίσει κάποιον κατά πολύ ισχυρότερο. Μετράνε η στρατηγική και η τακτική. Εξίσου όμως μετράνε η ψυχή, αλλά και η τυχαιότητα – η συγκυρία της στιγμής. Το ποδόσφαιρο είναι διαταξικό. Μέσα από το ποδόσφαιρο έχουν αναδειχθεί προσωπικότητες παγκόσμιου βεληνεκούς, ενώ αν κανείς προχωρήσει σε μια γρήγορη αναζήτηση, θα βρει εκατοντάδες –αν όχι χιλιάδες– σημαίνουσες προσωπικότητες από τον χώρο της πολιτικής, των επιστημών του πολιτισμού και των τεχνών που έζησαν μια ζωή «κολλημένοι» με την μπάλα.
Στην εξέδρα, μπορείς να συναντήσεις από τον Πρωθυπουργό της χώρας έως τους πλέον λούμπεν εκπροσώπους της εγχώριας παραβατικότητας. Το ποδόσφαιρο είναι σε έναν βαθμό εξαρτησιογόνο. Συνδυάστε το με την ατμόσφαιρα, τα συνθήματα και τον παλμό του γηπέδου. Τα φυλετικά τύμπανα του πολέμου είναι τα ίδια που χτυπούν για τη νεολαία στις κερκίδες των οπαδών. Η αδρεναλίνη και οι ορμόνες της ικανοποίησης κατά τη διάρκεια μιας οριακής αναμέτρησης και μιας εμφατικής νίκης εκρήγνυνται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε εγκέφαλο.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη μαζικότητα του οπαδικού φαινομένου, ειδικά στις εφηβικές και μετεφηβικές ηλικίες. Είναι όλα τα παραπάνω μαζί – είναι όμως και η αμφισβήτηση της γονεϊκής εξουσίας. Η οπαδική ζωή δίνει αλλεπάλληλες ευκαιρίες έκφρασης επιθετικής και βίαιης συμπεριφοράς. «Οι συμπεριφορές αυτού του τύπου μπορεί να περιοριστούν σε μια προκλητικότητα στο ντύσιμο και γενικότερα στην εμφάνιση, είναι όμως δυνατό να επεκτείνονται και σε ανοικτές πράξεις βίας, με έντονο αντικοινωνικό χαρακτήρα, όπως είναι οι ξυλοδαρμοί και οι διάφοροι βανδαλισμοί στα γήπεδα ή σε άλλους δημόσιους χώρους», έγραφε με ενάργεια ο ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτής Κλήμης Ναυρίδης το 1994. Αυτά ισχύουν από τότε, παλαιότερα, έως και σήμερα, όπου καταγράφεται η έξαρση του φαινομένου της οπαδικής βίας.
Είναι πολλές χιλιάδες οι νέοι που παραμένουν πάση θυσία πιστοί στη νέα «οικογένεια». Αυτή που στον ευρωπαϊκό Νότο έχει ονομαστεί famiglia, στους κόλπους της οποίας δεν υπάρχει «Σωστό – Λάθος» στη βάση κοινωνικών και πολιτισμικών όρων. Υπάρχει μόνο ο δικός μας «νόμος», τον οποίο και θα υπερασπίσουμε: κόντρα στον αντίπαλο οπαδό, κόντρα στην Αστυνομία, κόντρα στην κυβέρνηση και την κρατική βία. Για κάποιους, σε όλο αυτό το στόρι υπάρχει ένας ρομαντισμός. Ακατανόητο για τους πολλούς; Ισως. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ύπαρξή του. Το ζήτημα είναι τι γίνεται όταν κάποιοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν αυτόν τον ρομαντισμό για τους δικούς τους λόγους. Τότε, δηλαδή, που αρχίζουν τα πράγματα να μπερδεύονται επικίνδυνα.
Οπως αποδεικνύεται σταδιακά από την υπόθεση του Ρέντη, αλλά και όπως γνωρίζουν αυτοί που έχουν εικόνα τού τι συμβαίνει μέσα σε συγκεκριμένους συνδέσμους οπαδών των μεγάλων ομάδων, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η μάζα των νεαρών οπαδών γίνεται εργαλείο στα χέρια των καθοδηγητών τους. Τότε που λειτουργούν ως μέλη οπαδικών στρατών, ως άτυπες ομάδες πίεσης, εν είδει ασπίδας του εκάστοτε ιδιοκτήτη μιας ΠΑΕ.
Ή όταν η ίδια η famiglia γίνεται ένα παραγωγικό φυτώριο μπράβων. Οταν οι πιο νεαροί χρησιμοποιούνται από τους ηγέτες –που και αυτοί κάποτε βρέθηκαν στη θέση του χειραγωγούμενου– ως μηχανές προσπορισμού μαύρου χρήματος: Ναρκωτικά, προστασία, κατά παραγγελία ξυλοδαρμοί, ακόμα και εκτελέσεις δολοφονικών συμβολαίων. Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι έχει μπροστά της τα συγκοινωνούντα δοχεία. Πράγματι, τα συγκοινωνούντα δοχεία υπάρχουν. Μένει, όμως, να αποκαλυφθούν.
Δεν είναι ο κάθε οπαδός εν δυνάμει δολοφόνος. Το ότι υπάρχουν παιδιά και νεαροί χωρίς όρια είναι κοινή παραδοχή. Το ζήτημα είναι να μπορεί κανείς να ξεχωρίσει πού τελειώνει ο σεβασμός στη famiglia και πού αρχίζει ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής. Κάποτε στον σύνδεσμο μπορεί να ήσουν διατεθειμένος να πλακωθείς στις μπουνιές, αλλά όχι να πάρεις ένα λοστάρι και να ανοίξεις στα δύο το κεφάλι του απέναντι ή να βγεις παγανιά με μαχαίρια και δρεπάνια στη λογική του όποιον πάρει ο Χάρος.
Τι κοινό έχουν, άραγε, οι δολοφόνοι του Αλκη Καμπανού με αυτόν που μαχαίρωσε τον Μιχάλη Φιλόπουλο και τον 18χρονο που, όπως ο ίδιος λέει, εκτόξευσε με εντολή τρίτου μια ναυτική φωτοβολίδα, με αποτέλεσμα τον σχεδόν θανάσιμο τραυματισμό ενός αστυνομικού; Είναι άτομα που δεν οριοθετήθηκαν ποτέ. Ούτε από τις οικογένειές τους ούτε από τα σχολεία τους, ούτε από κανέναν άλλο. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να βάλει όρια σε αυτά τα παιδιά, αλλά και σε αυτούς που τα εκμεταλλεύονται; Αναγκαία η καταστολή, αλλά η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται αλλού. Αλλωστε, στα γήπεδα, μέσα κι έξω από αυτά, όπως και σε άλλες εκφάνσεις της δημόσιας ζωής, δεν καθρεφτίζεται τίποτα άλλο εκτός από την κοινωνία.