| CreativeProtagon / Shutterstock
Απόψεις

Οικονομία και κλιματική αλλαγή

Μια φιλόδοξη και υλοποιήσιμη πολιτική για τον μετριασμό της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στο οικονομικό περιβάλλον, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας, κρίνεται παραπάνω από αυτονόητη
Γιώργος Κατοστάρης

Η αλλαγή του κλίματος είναι μία από τις πιο πιεστικές προκλήσεις της εποχής μας. Υπολογίζεται ότι η κλιματική αλλαγή θα θέσει σε κίνδυνο περίπου το 2% των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μέχρι το έτος 2100.

Οι συστημικοί κίνδυνοι έχουν τη δυνατότητα να αποσταθεροποιήσουν την κανονική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να οδηγήσουν σε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Η κλιματική αλλαγή είναι ένας συστημικός κίνδυνος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, που δικαιολογεί τον αυξημένο έλεγχο και τις ενισχυμένες προσπάθειες μετριασμού των ρυθμιστικών αρχών.

Οι ειδικοί διακρίνουν δύο κατηγορίες κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα: 1) τους φυσικούς, που συνδέονται με συχνότερα έντονα καιρικά φαινόμενα και διαρκείς περιβαλλοντικές αλλαγές, και 2) τους κινδύνους μετάβασης, που προκύπτουν από την πολιτική και τις τεχνολογικές αλλαγές που απαιτούνται για την επίτευξη μιας πιο πράσινης οικονομίας. Τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία υψηλής έντασης άνθρακα και να επηρεάσουν την αξία άλλων χρηματοοικονομικών μέσων.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όχι μόνο εκτίθενται στους φυσικούς και μεταβατικούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, αλλά επιδεινώνουν επίσης ενεργά αυτούς τους κινδύνους, συνεχίζοντας να παρέχουν σημαντική χρηματοδότηση σε δραστηριότητες που εντείνουν την κλιματική αλλαγή. Οικονομικά στοιχεία καταδεικνύουν πως μεγάλες τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων αύξησαν τις συμμετοχές τους σε περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με βιομηχανίες έντασης άνθρακα τα τελευταία χρόνια.

Η αύξηση της συχνότητας και της σοβαρότητας των επιζήμιων πλημμυρών, ξηρασιών, πυρκαγιών και τυφώνων, καθώς και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, μπορούν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποιητικές ζημιές για ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές με άμεση και έμμεση έκθεση σε διάφορους κλάδους που επηρεάζονται, καθώς και σε περιουσιακά στοιχεία.

Το άγχος σε ένα μεγάλο, σύνθετο και διασυνδεδεμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα –μια εταιρεία που είναι συστημικά σημαντική– ή το συσχετισμένο άγχος σε μικρότερες εταιρείες που εκτίθενται όλες στους ίδιους κινδύνους, θα μπορούσε να μεταδώσει άγχος σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Η μετατόπιση των έντονων καιρικών τάσεων –και η έλλειψη αξιόπιστων ιστορικών δεδομένων ως ακριβούς προγνωστικού δείκτη μελλοντικών κλιματικών γεγονότων– ισοδυναμεί με έναν μεγάλο βαθμό ευαισθησίας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και κατ’ επέκταση του συνόλου της οικονομίας απέναντι σε ένα απρόβλεπτο γεγονός που οφείλεται στην κλιματική αλλαγή. Η πίεση σε έναν μεγάλο οργανισμό λόγω ενός απροσδόκητου κλιματικού σοκ θα μπορούσε να μεταδοθεί και σε άλλους χρηματοοικονομικούς αλλά και μη χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Η στάθμη της θάλασσας, που συνεχίζει να ανεβαίνει ανησυχητικά, οι πυρκαγιές του Αμαζονίου, της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας, οι καταστροφές μεγάλων εκτάσεων βλάστησης και είδη που ωθήθηκαν στο χείλος της εξαφάνισης, οι χιλιάδες άνθρωποι που έχουν εκτοπιστεί, τα σπίτια που έχουν χαθεί, οι εταιρείες σε πτώχευση, είναι μερικές μόνο αναφορές των συνεπειών που έχουμε ήδη βιώσει σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ορατή είναι επίσης η επικείμενη πιθανότητα για ανάδυση κοινωνικοπολιτικών κινημάτων, ενώ θεωρείται δεδομένη η περιβαλλοντική ή κλιματική μετανάστευση. Ο περιβαλλοντικός ή κλιματικός μετανάστης  μπορεί να φέρει μια ισορροπία εργατικού δυναμικού και να παύσει η αναζήτηση εισαγωγής εργατικών χεριών, αλλά ταυτόχρονα να προκαλέσει και αντιδράσεις από τον γηγενή πληθυσμό.

Ολες οι παραπάνω συνέπειες θα είναι επαυξημένες για τις χώρες της Μεσογείου και για την Ελλάδα. Οι ειδικοί υπολογίζουν πως η χώρα μας θα επηρεαστεί περισσότερο ή με πιο δυσμενείς επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή. Θα λέγαμε ότι αποτελεί hotspot της κλιματικής αλλαγής λόγω του μεγαλύτερου από τον μέσο όρο ρυθμού ανόδου της θερμοκρασίας. Η χώρα με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή της Μεσογείου είναι ένας άμεσος αποδέκτης των επιπτώσεων της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και της κλιματικής αλλαγής…

Oι οικονομικές επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς, με την Ελλάδα να κατέχει την πρώτη θέση στις χώρες της ΕΕ, με απώλεια εισοδήματος 91 ευρώ ανά κάτοικο για το 2020. Αν αναλογιστεί κανείς τη γεωγραφική και οικονομική ποικιλομορφία της χώρας μας, εύκολα μπορεί να διακρίνει ποιες κοινωνικές ομάδες θα αποτελέσουν τους κύριους αποδέκτες της κλιματικής αλλαγής και να διανοηθεί τις επιπτώσεις στην οικονομία μιας χώρας που βασίζεται στον τουρισμό και στη γεωργία.

Αν και υπάρχει πληθώρα προκλήσεων –οικονομικών και άλλων– που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή, οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων μπορεί να καταλήγουν σε ευκαιρίες. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, πάνω από το 80% των Ελλήνων πιστεύει πως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα. Ετσι, ενώ οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι, η κλιματική αλλαγή παρουσιάζει επίσης μυριάδες ευκαιρίες.

Οι επιχειρήσεις και η επιστημονική κοινότητα επενδύουν στον κοινό στόχο ενός καθαρότερου πλανήτη και παραγωγικών νέων τεχνολογιών, που αυξάνουν την αποδοτικότητα με χαμηλότερο αντίκτυπο. Η επικείμενη κλιματική μετανάστευση θα μπορούσε, πέρα από τις πιθανές αντιδράσεις που θα προκαλέσει στον γηγενή πληθυσμό, να συμβάλει στην ισορροπία εργατικού δυναμικού και να παύσει η αναζήτηση εισαγωγής εργατικών χεριών στη γεωργία.

Ο ρυθμός των αλλαγών επί του παρόντος είναι πολύ αργός και, δεδομένου ότι ο κόσμος το 2100 προβλέπεται να γίνει ένα ζεστό και δυσάρεστο μέρος, η ανάγκη παραμένει να πιέσουμε για ταχύτερη συναίνεση, δράση και ριζική επιτάχυνση. Για τους λόγους αυτούς, η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες πέρα από τις πολιτικές, που επιβάλλονται στο πλαίσιο διεθνών και ευρωπαϊκών συμφωνιών.

Μια φιλόδοξη και υλοποιήσιμη πολιτική για τον μετριασμό της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής, με ταυτόχρονη πρόβλεψη για την εκμετάλλευση των ευκαιριών και την κατάλληλη προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον που αυτή επιφέρει, κρίνεται παραπάνω από αυτονόητη, ώστε να διασφαλίσουμε την ύπαρξη της χώρας για τις επόμενες γενιές.


Ο Γιώργος Κατοστάρης είναι επενδυτής κεφαλαίων, με MBA, MSc in International Business