Ο Ιορδάνης έχρισε εαυτόν διασκεδαστή μας. Κατά συχνά διαστήματα βρίσκω στο mail μου κάποιο ανέκδοτο ή κάποια γελοιογραφία. Αλλοτε γελάω πολύ, άλλοτε λιγότερο αλλά πάντα καταλήγω: «Βρε τον Ιορδάνη!».
Μετά φευγαλέα ρίχνω και μια ματιά στη λίστα των ονομάτων της κοινοποίησης του. Ονόματα σινιάλα από ένα παρελθόν τόσο μακρινό, σαν να είμαι και να μην είμαι εγώ.
Μια Ρέα Κασιδοπούλου ενός «κάποτε», της σχολικής αυλής του Λυκείου η Αθηνά, Ζηρίδη. «Συ/ που το αρχαίο πνεύ/μα/ συμβολΙιιι/ζεις Ά/θηνά/Α» βρουμ! Οι γραμμές και το βρουμ αποδίδουν τον μουσικό τόνο, του ύμνου του σχολείου μας. Οπως τον έδινε ο κύριος της Ωδικής (έτσι ονομάζαμε το μάθημα της Μουσικής).
Σβέλτες μνήμες ξεπέταγε κάθε μέιλ του Ιορδάνη, στο λεπτό που χάριζα στην ανάγνωση των ονομάτων του.
Και αναρωτιόμουν… Πέννη Διέννη. Τι να γίνεται το κορίτσι με το περίεργο τραγουδιστό όνομα. Δανάη Κωνσταντινίδου. Τι να γίνεται η Δανάη με το γενναιόδωρο γέλιο της; Νίνα Παπαιωάννου. Τι να έγινε η ψιλή της τάξης; Και πετάγονταν σπίθες και από καθηγητές. Ο κ. Ματιάτος. Με το συγκεκριμένο παλτό. Το παλτό σίγουρα ζει! Ο κ. Αγραφιώτης των Τεχνικών με το σαρκαστικό του χιούμορ; Τσακ σαν αστραπή φλας…
Και ξαναγύριζα στη δουλειά μου.
Μέχρι που μια μέρα, έτσι το έφερε η στιγμή, η διάθεση, μια απρόσμενη αποθυμιά και έγραψα ένα: «Μου λείψατε όλοι εσείς. Τι λέτε;».
Και έγινε το «τι λέτε;», μια συνάντηση.
Και ένα βράδυ σε ένα ταβερνάκι μαζευτήκαμε καμιά τριανταριά. Κι έφτασα και έζησα αυτό που ονομάζω, τη μαγεία του βλέμματος. Καθώς, όπως και να παίξει ο χρόνος επάνω μας, όπως και να καταγραφεί στο πρόσωπο μας… Το άτιμο το βλέμμα!… Ιδιο και απαράλλαχτο! Ιχνηλατούσα βλέμματα και τους αναγνώριζα. Με μαγεύει το βλεμματικό αποτύπωμα του ανθρώπου!
Και με μιας τους έκανα μικρούς. Γιατί τους κρυφοκοίταζα με το ανάποδο τηλεσκόπιό μου! Τη Σίσσυ να χαμογελάει ντροπαλά και τον Κρίτωνα να με φιλάει στην «Μπουκάλα». Τι παιχνίδι! Τι έξαψη για το ποια θα φιληθεί με ποιον; Και έβλεπα την Πόλυ να τραγουδάει καντάδες της Κεφαλλονιάς και τον Κώστα να ξελυσσάει στην μπάλα Και τον Δημήτρη και τον Γιώργο και τη Μαρία μου και τη Λένα. Και χαμογελούσαν όλοι γλυκά και γελούσαν και μιλούσαν καθαρά…
Μου είχε λείψει η ζεστή, σοκολατένια γλύκα της επιείκειας, όπως στάζει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μια ομάδα παιδιών, που λίγο τους ένοιαζε τι έγινες, πού πήγες και πού δεν πήγες, αν έφτασες ή δεν έφτασες… Αλλά ότι είσαι εκείνη, που εκείνοι ήξεραν. Που εκείνοι «είχαν». Γιατί οι συμμαθητές, ναι αυτό κατάλαβα με συγκίνηση, είναι πλάσματα που σου κατέχουν έναν κωδικό σου, που δεν τον έχεις ούτε εσύ για τον εαυτό σου. Σε έβλεπαν, σε παρατηρούσαν, «δούλευαν» στοιχεία σου ενώ εσύ δεν σε παρατηρούσες. Γιατί πάλευες με τις δικές σου ανακαλύψεις. Γιατί έτρεχες, ζωή.
Γεια σας πλάσματα μιας επιεικούς μνήμης.