Το να παρακολουθεί κανείς τον Κασσελάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ να υπερασπίζονται σήμερα τη Συμφωνία των Πρεσπών και να εγκαλούν τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ έχει ένα στοιχείο σουρεαλισμού.
Ακόμη πιο σουρεαλιστικό είναι να επιμένουν ότι τώρα, με την εθνικιστική έξαρση στη Βόρεια Μακεδονία, πρέπει να έρθουν προς κύρωση στην ελληνική Βουλή τα τρία μνημόνια συνεργασίας που δεν έχουν έρθει έως τώρα.
Το ότι δεν έχουν έρθει έχει προφανείς και γνωστούς λόγους: είναι η δεξιά πτέρυγα της ΝΔ, ο Αντώνης Σαμαράς και όλα αυτά τα γνωστά. Ομως, τελικά, ευτυχώς που δεν έχουν έρθει. Και να λέει κάποιος ότι τώρα, τη στιγμή που η άλλη πλευρά πάει να τινάξει τη συμφωνία στον αέρα, εσύ θα σπεύσεις να υπερθεματίσεις σε κάτι που σύντομα μπορεί να μην υπάρχει ή, τέλος πάντων, να μην τηρείται, είναι στην καλύτερη περίπτωση αφελές.
Κατά τα λοιπά, η άποψη ότι αν δεν υπήρχε η συμφωνία, δεν θα ήταν τώρα στο πλευρό μας η ΕΕ και οι σύμμαχοι, έχει επίσης μια κάποια ελαφρότητα και κρύβει περισσή υποκρισία. Γιατί, πολύ απλά, με τη δική τους πίεση έγινε η συμφωνία, (σχεδόν) άρον άρον.
Η ευρύτερη εικόνα είναι ότι τα Βαλκάνια βράζουν, το πρόβλημα της Βόρειας Μακεδονίας παραμένει σε εκκρεμότητα και έχει να κάνει περισσότερο με τους αλβανούς και βούλγαρους γείτονές της και λιγότερο με την Ελλάδα και ότι εν όψει αυτών, εδώ πρέπει επιτέλους να σοβαρευτούμε και να αφήσουμε τις α λα Κασσελάκη προσεγγίσεις των γεωπολιτικών κρίσεων.
Η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία παραμένει ένας πόλος σταθερότητας στην περιοχή, προς το παρόν έχει μια οικονομική ισχύ που της δίνει την ευκαιρία μιας ενεργητικής και εθνικά επωφελούς παρέμβασης, ενώ στρατιωτικά – γεωστρατηγικά έχει έναν ρόλο που δεν είχε ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν.
Το αν όλα αυτά θα δώσουν το πάνω χέρι στους πάσης φύσεως εθνικιστές, είτε εντός ΝΔ είτε εκτός, είναι μια άλλης τάξεως συζήτηση. Πραγματική μεν, αλλά και αναπόφευκτη κάποια στιγμή.
Η ουσία πάντως είναι μία, όσο και αν ενοχλεί ορισμένους: η εξέλιξη στη Βόρεια Μακεδονία φανερώνει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών καταρτίστηκε με αχρείαστη προχειρότητα. Τείνει να καταστεί κενό γράμμα, από τη στιγμή που έφυγαν από την εξουσία εκείνοι που την υπέγραψαν και πάντως όχι με ευθύνη ελληνική, υπό την έννοια του «συνεχούς κράτους».
Θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη, αν οι χειριστές εκείνης της στιγμής είχαν προνοήσει ή ακόμη και αν είχαν ακούσει όσους είχαν τις εποικοδομητικές επιφυλάξεις τους. Αλλά, ως γνωστόν, με «αν» δεν γράφεται η Ιστορία.