Είναι αυτοί που περιμένουμε με αγωνία να φανούν στο βάθος του ορίζοντα. Αυτοί που όταν ακούμε τις μηχανές τους, ακόμα κι αν δεν τους βλέπουμε, μας γεννούν ελπίδες. Αυτοί που στα νυχτερινά δελτία ανακοινώνεται με προσμονή ότι θα πετάξουν ξανά με το «πρώτο φως της ημέρας». Είναι οι ίδιοι που πολλές φορές τους σιχτιρίζουμε με ευκολία, φωνάζοντας «πού είναι επιτέλους τα εναέρια μέσα».
Δυο απ’ αυτούς ήταν ο Χρήστος Μουλάς και ο Περικλής Στεφανίδης. Οι οποίοι δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας, διότι έκαναν με επαγγελματισμό, επιμονή, υπομονή και, κυρίως, με γενναιότητα αυτό που διάλεξαν από μικρά παιδιά να κάνουν: να χαρίσουν, παραμένοντας αφανείς, τον εαυτό τους στο σύνολο. Να αφήσουν πίσω τους τις οικογένειές τους, χαροκαμένες μια ζωή, για να σβήσουν τη φωτιά που έκαιγε μέσα σε μια χαράδρα, 50 μέτρα μακριά από τον επαρχιακό δρόμο. Και όμως, αυτό που για εμάς φαντάζει και είναι ανυπέρβλητο, για εκείνους ήταν το αυτονόητο.
Πόσοι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους με χαρά και με ευγνωμοσύνη να γίνουν Ιπτάμενοι της Πολεμικής Αεροπορίας; Οι ψυχούλες τους ξέρουν τι περνάνε κάθε φορά που ξαφνικά μια τέτοια είδηση σκίζει τον αέρα: «Έπεσε μαχητικό», «έπεσε ελικόπτερο», «έπεσε Canadair». Διότι μπορεί να τους αφορά. Το κάνουν τα παιδιά αυτά για την οικονομική αποκατάσταση; Ποια; Είναι ντροπή απλώς και μόνο να μάθεις τους μισθούς τους, ειδικά όταν μπορεί να τους συγκρίνεις με όσα βγάζει η τάδε «ινφλουένσερ». Το κάνουν για να πουλάνε μαγκιά στους φίλους και τους γνωστούς τους; Ακόμα κι έτσι να ήταν- που δεν είναι- τότε καλά κάνουν, γιατί είναι μάγκες. Η πραγματικότητα είναι το κάνουν επειδή έχουν τρέλα να πετάνε, αγαπάνε τα αεροπλάνα τους, έχουν ξεχωριστή αίσθηση του καθήκοντος. Και είναι υπερήφανοι γι’ αυτό που κάνουν. Ναι, υπάρχουν ακόμα τέτοιοι στην Ελλάδα του 2023. Μπορεί να αργήσετε και να κουραστείτε, αλλά αν ψάξετε καλά γύρω σας θα τους βρείτε.
Οπως μας ενημέρωσαν οι αρμόδιοι προχθές το μεσημέρι, στα «πύρινα μέτωπα» ανά την επικράτεια πετούσαν 89 «εναέρια μέσα». Από το μεσημέρι της Τρίτης έμειναν 88. Πάω στοίχημα ότι ούτε ένα μέλος από τα πληρώματα αυτών των 88 θα σκέφτηκε να τα παρατήσει όταν έμαθε την τραγική είδηση. Δεν υπάρχουν εκεί τέτοιοι χαρακτήρες. Δεν είναι ρίσκο μόνο η κάθε πολύωρη πτήση με 6-7 μποφόρ και θερμοκρασία αέρα πάνω από 36 βαθμούς Κελσίου. Ρίσκο είναι και η κάθε υδροληψία, όταν το αεροπλάνο κοπανάει πάνω στη θάλασσα και τρέμει σαν να το χτυπά σεισμός 8 Ρίχτερ. Ρίσκο είναι και η κάθε βουτιά όσο χαμηλότερα πάνω από τη φωτιά για να ρίξεις το νερό εκεί που πρέπει. Διότι αν το νερό πέσει από ψηλά τότε θα εξατμιστεί λόγω της ζέστης και δεν θα αγγίξει ποτέ το έδαφος. Δώρον άδωρον. Σε κάθε πυρκαγιά, οι πιλότοι πατούν εκατοντάδες ώρες πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο.
Τα Canadair είναι γερά αεροσκάφη. Σχεδιασμένα να αντέχουν στην κακουχία. Δεν έχουν όμως τα υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου. Τι ακριβώς να ελέγξεις, άλλωστε, μπαίνοντας σε μια χαράδρα που ίσως βλέπεις για πρώτη φορά στη ζωή σου, πετώντας πάνω από φωτιά που δημιουργεί μικροκλίμα, δίνες και θερμοκρασίες που ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη φαντασία; Αν δεν υπήρχαν, όμως, τα αεροπλάνα, δηλαδή οι πιλότοι τους, τότε κάθε φωτιά θα έσβηνε όταν με το καλό έφτανε στη θάλασσα.
Μια γρήγορη προσπάθεια εικονικής αναδρομής στις κηδείες αυτών που, αν ζούσαν, είναι βέβαιο ότι δεν θα ήθελαν να τους αποκαλούμε ήρωες, φέρνει στο μυαλό ένα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, το οποίο συνήθως εκτυλίσσεται στην άκρη ενός άγνωστου χωριού- άντε σε μια ελληνική κωμόπολη. Παιδιά προερχόμενα συνήθως από την επαρχία οι πιλότοι, παιδιά αγροτών ή μικρομεσαίων βιοπαλαιστών. Αυτά τα παιδιά γνωρίζουν, μάλλον, ότι κάθε φορά που απογειώνονται μπορεί να μην γυρίσουν ποτέ στα σπίτια τους. Κι όμως το κάνουν. Δεν είναι θέμα αυταπάρνησης. Είναι το καθήκον τους. Αλλά τι γίνεται όταν πέφτουν; Ο θάνατός τους δημιουργεί μια συλλογική μνήμη τόσο σκληρή και παλλαϊκή που ο θάνατος κανενός άλλου «αφανούς» δεν μπορεί να σφυρηλατήσει. Που ακόμα κι όταν πάει να ξεχαστεί πρέπει να είμαστε εκεί να τη θυμίζουμε. Ξεχνάει κανείς ποιος είναι ο Ηλιάκης; Ποιοι είναι ο Καραθανάσης, ο Βλαχάκος κι ο Γιαλοψός;
Πόση θλίψη να αντέξουν οι γονείς και πόσο να τους απαλύνουν τον πόνο τα «μηνύματα» της ηγεσίας; Και πόση η κενότητα των Μέσων που πουλάνε την «αποκλειστικότητα» του πλάνου και προμοτάρουν την «κατάρρευση» των συναδέλφων που έγιναν άθελά τους μάρτυρες των τελευταίων δευτερολέπτων δυο νέων που έζησαν στο ανυπέρβλητο, εκτός κάθε ορίου; Αλλά αυτά είναι τα σημεία των καιρών- στον άδειο κόσμο όπου παραλίγο να χάσουμε την είδηση: Χρήστος Μουλάς, ετών 34. Αθάνατος. Περικλής Στεφανίδης ετών 27. Αθάνατος. Αιωνία τους η μνήμη.