Νίκη Κεραμέως και Σοφία Ζαχαράκη. Αφού έλυσαν, όπως φαίνεται, το πρόβλημα των Πανελλαδικών, καλούνται τώρα να βρουν τη λύση σε ένα δυσκολότερο | ΙΝΤΙΜΕΝΕWS/ΓτΠ/ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Απόψεις

Οι Πανελλαδικές δεν είναι το πρόβλημα – ποτέ δεν ήταν

Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιμένει να αναδεικνύει ως προτεραιότητα τη διεξαγωγή των εξετάσεων για τα πανεπιστήμια. Μόνο που αυτό δεν είναι δύσκολο και δεν είναι το μείζον. Είναι, απεναντίας, το έλασσον όταν έχεις εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές αποκλεισμένους για μήνες από το κύτταρό τους που είναι το σχολείο
Πάνος Παπαδόπουλος

Πέρασαν 43 ημέρες τότε που έκλεισαν τα σχολεία. Το θεωρούμε αυτό το διάστημα επιτυχία και εκείνη τη μέρα ως το σημείο καμπής στην αντιμετώπιση της επιδημίας του κορονοϊού· υπό αυτό το πρίσμα είναι. Μόνο που τείνουμε να ξεχνάμε κάτι. Οτι είναι κλειστά τα σχολεία. Αυτό το κύτταρο των σύγχρονων κοινωνιών παραμένει σε τεχνητό κώμα και όπως φαίνεται θα είναι έτσι για καιρό ακόμη, πέρα από τη 10η Μαΐου.

Είναι προφανής η αμηχανία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα. Από την ημέρα που έγινε αντιληπτή η έκταση του προβλήματος —η οποία, ας μη γελιόμαστε, οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά είναι ξενιστές, ασυμπτωματικοί, κατά βάση, φορείς του ιού που μπορούν να διασπείρουν υπογείως την ασθένεια και να μολύνουν τους μεγαλύτερους, άρα τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν κλειστά—, αυτό που ακούς είτε από τη Νίκη Κεραμέως, είτε από τη Σοφία Ζαχαράκη είναι ότι οι Πανελλαδικές θα γίνουν και θα γίνουν όσο πιο κοντά στο προγραμματισμένο. Και τα υπόλοιπα παιδιά, οι άλλες τάξεις; Ο,τι πει ο Τσιόδρας, δηλαδή άγνωστο.

Μα, οι Πανελλαδικές δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα! Ούτε και εφέτος! Οι Πανελλαδικές είναι απλώς η καταληκτική —αγχωτική βέβαια, αλλά καταληκτική— φάση μιας πολυετούς παιδευτικής διαδικασίας που είναι το σχολείο. Αυτό, το σχολείο, ο μεγάλος μετασχηματισμός που μετατρέπει τα νήπια σε ενήλικες, είναι το σημαντικό, ασχέτως αν το ξεχνάμε καθώς υποκύπτουμε πάντα στη γοητεία του μεγάλου φινάλε, στη μικροαστική σαγήνη της Ημέρας της Κρίσης των «επιτυχημένων» και βεβαίως στην κολακεία ενός αυτοαναφορικού μιντιακού θεάματος, αν σκεφτεί κανείς και τον χώρο που παραδοσιακά λαμβάνουν αυτές οι εξετάσεις και οι «πρώτοι των πρώτων» στα δελτία ειδήσεων, ιδίως αν μια χρονιά πέσουν δύσκολα στα Μαθηματικά ή ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στην Εκθεση.

Απέναντι στα κλειστά σχολεία και στις καθημερινές αγωνίες εκατομμυρίων παιδιών και γονιών, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επέμεινε από την αρχή στο «θέμα Πανελλαδικές», ξέροντας ότι ήταν το μόνο για το οποίο μπορούσε να πει κάτι και να γεμίσει τίτλους δημοσιευμάτων και γνωρίζοντας ότι στην ουσία είναι ένα θέμα που δεν απαιτεί και πολλά για να ρυθμιστεί, ακόμα και εν μέσω μιας πανδημίας. Για να μην το κουράζουμε. Εξετάσεις για τα πανεπιστήμια έδωσαν οι τελειόφοιτοι και το καλοκαίρι του 1974 όταν έγινε ο Αττίλας στην Κύπρο, έπεσε η χούντα και οι μπαμπάδες των υποψηφίων είχαν επιστρατευτεί για πόλεμο με τους Τούρκους.

Οι Πανελλαδικές δεν ήταν, ούτε είναι, πρόβλημα διότι από τη στιγμή που έχεις να κάνεις με εξετάσεις μεταξύ μαθητών προκειμένου να αναδειχθούν τρόπον τινά οι καλύτεροι, μπορείς εσύ να ορίσεις την εξεταστέα ύλη και να κρίνεις με βάση αυτήν. Περικόπτεις την ύλη, όπως και έγινε, επιλέγεις τα θέματα και προχωράς. Οσο για τον χρόνο διεξαγωγής τους, έχουν γίνει και ντάλα Ιούλιο με τις απεργίες των καθηγητών του 1988 και τα παιδιά επέζησαν.

Κάποιοι βέβαια επικαλέστηκαν την «ψυχολογική» ανάγκη των μαθητών να επιστρέψουν στις σχολικές αίθουσες πριν τις εξετάσεις, αλλά μάλλον το είπαν για να γελάσουμε. Ολοι ξέρουν ότι μετά το Πάσχα οι αίθουσες της Γ’ Λυκείου ήταν άδειες. Και πριν το Πάσχα οι μαθητές ασχολούνται με την πενταήμερη —ναι, με τις εκδρομές σαν εκείνες που έγιναν τέλη Φεβρουαρίου στην Ιταλία και για τις οποίες η κυρία Κεραμέως διαβεβαίωνε (ως επιδημιολόγος;) ότι δεν χρειάζεται να ελεγχθούν οι μαθητές παρά μόνο όσοι εμφάνιζαν συμπτώματα…

Οι Πανελλαδικές λοιπόν δεν είναι το μείζον, όσο και αν ακόμα και ο ψύχραιμος Γιώργος Γεραπετρίτης το ανέφερε ως βασική προτεραιότητα. Το σχολείο είναι το μείζον. Που είναι κλειστό. Και δυστυχώς όπως φαίνεται θα μείνει έτσι.

Μιλάμε για πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά που έχουν αποκοπεί βίαια από την εκπαιδευτική διαδικασία. Και τα οποία, όσο και αν θριαμβολογούμε για την επιτυχία της τηλεκπαίδευσης, στερούνται το βασικό περιβάλλον, τον χώρο όπου σε αυτά τα 12 χρόνια της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα αναπτύξουν τις γνώσεις και —ίσως το κυριότερο— τον χαρακτήρα τους. Διότι το σχολείο δεν είναι μόνο πρόσβαση σε γνωστικό αντικείμενο —εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να κατακτηθεί στο σπίτι μέσα από μια ταμπλέτα και μια εφαρμογή Zoom αλλά ας το προσπεράσουμε. Το σχολείο είναι πρωτίστως κοινωνικοποίηση, είναι συναισθήματα και στόχοι, είναι μια συνωμοσία μικρών και μεγάλων, είναι και το μάθημα αλλά είναι και το διάλειμμα, είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ παιδιών που μεγαλώνουν μαζί.

Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει το υπουργείο Παιδείας, αυτή (θα έπρεπε να) είναι η προτεραιότητά του, όχι οι Πανελλαδικές. Να δει πώς αυτά τα παιδιά που πήγαν σχολείο μια Τρίτη του Μαρτίου και μετά δεν ξαναπήγαν, θα επανέλθουν σε έναν χώρο που κατέκτησαν με κόπο. Να δει πώς θα καλύψουν τα πολλά κενά τους και πώς θα ξαναεμπιστευτούν τη διαδικασία ύστερα από εβδομάδες εγκλεισμού και μήνες απουσίας. Να πει κάτι συγκεκριμένο, επιτέλους, στους γονείς τους, οι οποίοι ως τώρα ακούν από τη μία αοριστολογίες και από την άλλη μάντρα για τις Πανελλαδικές.

Ας κάνει μια αρχή τουλάχιστον, το υπουργείο, να μην επιμείνει σε αυτήν την ανόητη παράδοση που θέλει τα σχολεία στην Ελλάδα να ανοίγουν 11 Σεπτεμβρίου. Ας τα ανοίξει η κυρία Κεραμέως 1η Σεπτεβρίου, που πέφτει και αυτή Τρίτη.