Απόψεις

Οι παλιές, χαμένες λέξεις

Oπως περνούν οι δεκαετίες, εγκαταλείπονται παλιές εκφράσεις, παρομοιώσεις και μεταφορές, σαν ξεπερασμένα αυτοκίνητα που εγκαταλείφθηκαν εσαεί στο χαντάκι του δρόμου. Aν οι ψηφίδες μιας αιώνιας γλώσσας χάνονται με τέτοιο ρυθμό, τι ελπίδα έχουμε άραγε εμείς;
Δημήτρης Ευθυμάκης

Τα καλοκαίρια ανήκουν στην παλιά λογοτεχνία. Σε κάτι μικρά σταχωμένα βιβλιαράκια με χειροποίητης ζωγραφιάς εξώφυλλα, με μικροσκοπικά γραμματάκια τυπωμένα στις υπόλευκες γκοφρέ σελίδες τους, που όλο τον χρόνο κατοικοεδρεύουν στα πάνω-πάνω ράφια της βιβλιοθήκης μου. Μένουν εκεί άπραγα έντεκα μήνες, μισοσκεπασμένα από σκόνη και κάπνα τσιγάρου, περιμένοντας υπομονετικά την έλευση της 15ης του Ιούλη.

Τότε συνήθως σκαρφαλώνω σε μια καρέκλα, απλώνω την χερούκλα μου, αρπάζω καμιά δεκαριά στην τύχη και τα πετάω στο σακίδιο. Δεν βλέπω ποια, το ‘χω γρουσουζιά. Eτσι κι αλλιώς, όλα τα ‘χω διαβάσει πενήντα φορές. Μετά μπαίνω στο αμάξι και παίρνω την εθνική. Το ίδιο απόγευμα, σε κάποια παραλία, καθισμένος σε μια καρέκλα σκηνοθέτη, ανοίγω το πρώτο.

Σε κείνες τις σελίδες κατοικεί η παλαιά ελληνική. Oχι η αρχαΐζουσα ή η καθαρεύουσα (άχαρο πράμα οι ταμπέλες και οι κατηγοριοποιήσεις), αλλά η ελληνική γλώσσα στην οποίαν έγραφαν κάτι λογοτεχνικά θηρία πριν από εξήντα, ογδόντα ή εκατό και παραπάνω χρόνια. Eχω βρει έναν προσωπικό τρόπο να οικειοποιούμαι και να συνδέω την ηλικία των βιβλίων αυτών με την δική μου ζωή.

Λέω, «όταν γεννιόταν ο παππούς μου, ο κυρ-Αλέξανδρος έγραφε το “υπό την βασιλική δρυν”» (1901). Επίσης, «όταν ο πατέρας μου παρουσιαζόταν φαντάρος, ο κύριος Aγγελος θαύμαζε το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου του “Tαξίδι με τον Eσπερο”» (1947). Και τώρα εγώ, ο εγγονός και γιός τους, έχοντας πια και δικούς γιους και εγγονούς, τα “χω ξανά μπροστά μου ανοικτά και τα ξεψαχνίζω.

Oχι, ούτε ο παππούς μου μιλούσε όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης, ούτε ο πατέρας μου διατύπωνε τις προτάσεις του με την περίτεχνη εκφραστική ικανότητα του Τερζάκη. Μήτε εγώ μπόρεσα ποτέ να ακονίσω έτσι το μυαλό και την γραφίδα μου, ώστε να φτάσω έστω το μικρό δακτυλάκι των μεγάλων πεθαμένων δασκάλων της γλώσσας μας κι ας βιοπορίστηκα γράφοντας. Μα όπως περνούν οι δεκαετίες, εγκαταλείπονται οι παλιές λέξεις κι εκφράσεις, οι συγκλονιστικές παρομοιώσεις τους και οι άφθαστες μεταφορές τους, σαν ξεπερασμένα αυτοκίνητα που έσπασε ο άξονας τους κι εγκαταλείφθηκαν εσαεί στο χαντάκι του δρόμου να σκουριάσουν.

Περιμένω, λοιπόν, τα καλοκαίρια να παίξω ένα παιχνίδι δικής μου επινόησης, για λόγους προσωπικής εξιλέωσης. Διότι όταν μου δίδασκε αυτά τα κείμενα η κυρά-Χρύσα η δασκάλα μου πριν μισό αιώνα και κάτι, εγώ έλεγα από μέσα μου «τι μαλακίες είν’ αυτές» και κοίταζα απ’ έξω τα χαμίνια που έπαιξαν ποδόσφαιρο, κλωτσώντας αντί για μπάλα ένα κουκουνάρι.

Φέρνω το λοιπόν, την καρέκλα του σκηνοθέτη εκεί που σκάει το κύμα, κάθομαι, ανοίγω στην τύχη ένα απ’ αυτά τα πολύτιμα παλιά βιβλιαράκια και το βλέμμα μου γίνεται καλάμι του ψαρέματος. Που δεν πέφτει στο νερό ψάχνοντας να τσακώσει αφρόψαρα, αλλά μέσα στις παραγράφους με τα λεπτά γραμματάκια για να τσιμπήσει λέξεις εγκαταλελειμμένες, χαμένες στον χρόνο, αχρησιμοποίητες πια.

Βρίσκω πολλές, σωρό ολόκληρο σε κάθε σελίδα, μερικές απ’ αυτές δεν τις ξέρω καν και προσπαθώ να βγάλω το νόημα τους από τα συμφραζόμενα. Κάποιες με εντυπωσιάζουν, άλλες με αιφνιδιάζουν, μερικές με κάνουν να χαμογελώ, καμιά τους δεν μου είναι αδιάφορη. Και σκέφτομαι, καθώς πέφτει σιγά-σιγά η νύχτα και η όραση μου αδυνατίζει μέσα στο ημίφως του καλοκαιρινού δειλινού, πως αν οι ψηφίδες μιας τόσο αιώνιας γλώσσας χάνονται και ξεχνιούνται με τέτοιο ρυθμό, τι ελπίδα έχουμε άραγε εμείς οι –πεπερασμένου χρόνου- άνθρωποι;