Η αγορά εργασίας σιγοβράζει. Παντού, σε όλο τον κόσμο. Βράζει όμως και στην Ελλάδα και, για να ακριβολογούμε, στον ιδιωτικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, που θα πληρώσει τα σπασμένα (και) αυτής της κρίσης. Οπως άλλωστε πλήρωσε και τα σπασμένα της ανεργίας στην προηγούμενη κρίση.
Ηδη και παρότι παραμένουν ενεργά τα μέτρα προστασίας της αγοράς, έξι στους δέκα εργαζομένους δηλώνουν ότι μειώθηκαν τα εισοδήματά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας και από αυτούς, ένας στους πέντε δηλώνει ότι έχασε το ένα τρίτο του εισοδήματός του. Αυτό λέει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στην πρόσφατη έρευνά του, στην οποία προκύπτουν επίσης πολύ ανησυχητικά ευρήματα και για την τηλεργασία, για την οποία όλοι εκτιμούν ότι ήρθε για να μείνει και μετά την πανδημία. Το 65% των ερωτηθέντων αξιολογεί ως αρνητικές τις συνέπειες της τηλεργασίας σε σχέση με τις ώρες εργασίας τους. Το 54% αξιολογεί επίσης ως αρνητικές τις συνέπειες της τηλεργασίας σε σχέση με τα εργασιακά δικαιώματά του. Το 54% αξιολογεί ως αρνητικές τις συνέπειες της τηλεργασίας σε σχέση με την ψυχική ισορροπία του και ένα αντίστοιχο ποσοστό αρνητική την επίδραση της τηλεργασίας σε σχέση με την προσωπική του ζωή.
Την ίδια ώρα, χιλιάδες πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αυτές που συγκροτούν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής επιχειρηματικότητας, κρατούν το κεφάλι έξω από το νερό με τα σωσίβια της Επιστρεπτέας Προκαταβολής και με ό,τι τους φωτίσει ο Θεός, περιμένοντας… Πόσα από αυτά τα δάνεια θα «κουρευτούν», με ποιους όρους, πόσα θα τους μείνουν, αν τον Σεπτέμβριο θα είναι εν λειτουργία. Με πόσους εργαζομένους, πώς θα πάει το καλοκαίρι και το μεγάλο στοίχημα του τουρισμού… Του κλάδου από τον οποίο ανασαίνει η ελληνική οικονομία, που παρά τα τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης τα οποία ροκάνισαν οι μεγάλοι και οι μεσαίοι του χώρου τα τελευταία 40 χρόνια, μόλις τώρα ξεκινά να μετασχηματίζει το παραγωγικό της μοντέλο.
Τα ελλείμματα και η θερινή «σοδειά»
Τώρα, λοιπόν, τρέχουμε. Τρέχουμε και διαπραγματευόμαστε και με τους Θεσμούς για τις διευκολύνσεις που θα κάνουμε, για το δημοσιονομικό κόστος που μοιραία θα φορτωθούμε, για το πώς θα διαχειριστούμε τα χρέη της πανδημίας και περιμένουμε, αγωνιωδώς, να δούμε εκεί κοντά στην άνοιξη τι θα κάνουν οι άλλοι Ευρωπαίοι για να συνταχθούμε και εμείς πίσω από αυτούς. Ορθώς. Αλλωστε, είμαστε μια χώρα που θα πρέπει ίσως περισσότερο από τις άλλες να προσέξει τα δημόσια οικονομικά της, καθώς το παράθυρο των ελλειμμάτων δεν έχει κλείσει. Δυστυχώς, αποτελεί δέσμευσή μας, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψουμε στα πλεονάσματα.
Οσο όμως και να τρέξουμε, το κόστος της πανδημίας θα είναι μεγάλο και σε όρους ανεργίας και σε όρους λουκέτων, καθώς για να επιστρέψει η οικονομία στα επίπεδα του 2019, θα πρέπει να φτάσουμε ή και να ξεπεράσουμε το 2022. Αυτό, στο καλό, το βασικό σενάριο.
Στο πεδίο όμως της υγειονομικής κρίσης, η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας είναι τώρα για μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία που εξήγαν κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες στην Ελλάδα και αυτό μπορεί να αποδειχθεί ένα πρόβλημα αν σε λίγους μήνες δεν έχει αντιστραφεί η εικόνα.
Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και εάν από τον Απρίλιο τα πράγματα πάνε καλά στο υγειονομικό πεδίο και στους εμβολιασμούς, και με μια ψύχραιμη ματιά, δύσκολα θα ξεκινήσουν οι τραυματισμένες κοινωνίες της Ευρώπης να εγκαταλείπουν μαζικά τον φόβο και τις πληγές που άνοιξε η πανδημία σε χιλιάδες νοικοκυριά και σε οικογενειακούς προϋπολογισμούς και να φθάνουν κατά ορδές στα Greek Islands, προκαλώντας μια τουριστική έκρηξη τη θερινή περίοδο. Λογικά, μια σημαντική άνοδος, σε σχέση με πέρυσι, θα υπάρξει, η λογική λέει, όμως, επίσης ότι θα αποτελεί κλάσμα της κίνησης του 2019. Δεν θα είμαστε «έξω από το δάσος», που λένε και οι ξένοι.
Με βαθύτερες ανισότητες στις κάλπες
Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου λοιπόν ανάκαμψη θα έχουμε φέτος, αλλά δύσκολα θα είναι τέτοιας εμβέλειας ώστε να «σβήσουμε» τη ζημιά της πανδημίας. Οπότε, τους επόμενους μήνες το στοίχημα για την κυβέρνηση είναι μεγάλο. Αυτό σημαίνει ότι τον Απρίλιο, στα αποκαλυπτήρια του πακέτου των μέτρων για την ανάταξη της οικονομίας μετά την πανδημία, θα πρέπει να δούμε όχι απλώς ένα «έξυπνο» πακέτο μέτρων, αλλά ένα γενναίο, έξυπνο πακέτο, στοχευμένων μέτρων.
Μέτρα τα οποία θα πρέπει να στοχεύουν, πρωτίστως, στη μείωση του αριθμού των νέων ανέργων, των ανέργων της πανδημίας που εκτιμάται ότι φέτος θα ανέλθουν στους 100.000, στη διαχείριση του πανδημικού χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που χωρίς τη πανδημία διαχειρίζονταν με σύνεση τις οφειλές τους, καθώς και στην παροχή κινήτρων για να ξεκολλήσει η ελληνική οικονομία από την παλιά συνταγή, με την πλάτη, πάντα, του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η ισορροπία δεν είναι εύκολη. Είναι όμως παρήγορο ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε εμείς το αντιμετωπίζουν και άλλοι στην Ευρώπη και αυτό μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά στη διαχείριση του δικού μας. Πηγές πέριξ των μεγάλων κέντρων αποφάσεων σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για τη δραματική επίπτωση που έχει η πανδημία στις τσέπες των λαϊκών στρωμάτων και στη μεγάλη διεύρυνση των ανισοτήτων στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Οσο και αν η ρητορική στο προσκήνιο είναι ψύχραιμη, όλοι στο παρασκήνιο γνωρίζουν ότι η ώρα των μεγάλων αποφάσεων πλησιάζει, σε μια χρονιά που οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία, οδεύουν σε εκλογές.
Με τη Λεπέν να κυνηγά απογοητευμένους από όλα τα στρώματα, τον Μακρόν πολλαπλά πληγωμένο, και τους ακροδεξιούς στη Γερμανία να καραδοκούν στη γωνία για να «τραφούν» από την κρίση, οι επιλογές δεν είναι πολλές για μια Ευρώπη που θέλει να παραμείνει προοδευτική.
Θέλει;