Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, είχε γράψει ο Κλαούζεβιτς και έκτοτε συνεχίζει να κάνει πάταγο για τον κυνισμό του. Πλην είχε γράψει την αλήθεια. Ακολουθώντας τα χνάρια του, λέω κι εγώ ότι ο μαυραγοριτισμός είναι η συνέχεια του εμπορίου, σε άλλες συνθήκες. Ας πούμε, αυτό που γίνεται στα στεγνά και με νοικοκυραίους που έχουν σπίτι να κοιμηθούν είναι εμπόριο, το ίδιο πράγμα όταν γίνεται στη λασπουριά και με ξεσπιτωμένους ανθρώπους είναι μαυραγοριτισμός.
Στην πραγματικότητα, όμως, για το ίδιο πράγμα μιλάμε. Απλώς οι ανταλλακτικές τιμές είναι κατά τι υψηλότερες. Oχι πολύ, τόσο όσο να φέρει ένα μικρό εγκεφαλικό στον ήδη συφοριασμένο πλημμυρόπληκτο, που ανακαλύπτει ότι μια εξάδα εμφιαλωμένου νερού από 1,5 ευρώ, πέταξε ξάφνου στα 5 ή 6 ευρώ. Αλλά σάματις και με τα σεντόνια και με τα μαξιλάρια το ίδιο δεν συμβαίνει; Τα διπλόφαρδα (κινέζικα) των 15 ευρώ πήγαν απότομα στα 35 (το ζεύγος), μην σας πω για τις νυχτικιές και τα αδιάβροχα, θα καραφλιάσετε.
Θα μου πείτε, υπάρχει η προσφορά και η ζήτηση, κύριε. Oταν οι ντάνες των εμφιαλωμένων στα σούπερ μάρκετ φτάνουν ως το ταβάνι διότι όλοι πίνουν νερό από τη βρύση, η τιμή τους σούρνεται. Oταν η βρύση αρχίσει να βγάζει θολόνερα, τότε όλοι θυμούνται το ταπεινό εμφιαλωμένο που μαράζωνε αζήτητο σε μια ξεχασμένη γωνιά του μαγαζιού. Oταν τα συρτάρια των κυράδων ήταν τίγκα στην μαξιλαροθήκη, το μαγαζί τις πουλούσε όσο-όσο. Τώρα που όλοι όρμησαν ξαφνικά στα ράφια με τα σεντόνια, να μην τα πληρώσουν δηλαδή ένα κλικ παραπάνω;
Οι κατοχικοί μαυραγορίτες που το 1942 και 1943 είχαν ανταλλάξει ένα γωνιακό σπίτι του κέντρου της Αθήνας με έναν τενεκέ λάδι κι ένα τσουβάλι πατάτες, μετά την απελευθέρωση παραπέμπονταν σε δίκη, καταδικάζονταν, επέστρεφαν τα κλεμμένα και κλείνονταν στην φυλακή. Τώρα ούτε για επίπληξη δεν τους πάνε.
Και πολύ σωστά. Αυτά με τις διατιμήσεις, τους κανονισμούς περιορισμού του κέρδους, τις παραπομπές σε δίκες, τα πρόστιμα και όλα τα συναφή, δεν έρχονται μόνο σε κατάφωρη αντίθεση με τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, αλλά κυρίως με τα προαιώνια χούγια της τετραπέρατης φυλής μας. Τα οποία χούγια, ποιος μπορεί με σιγουριά να τα ξεχωρίσει από τις αρετές;
Πώς θαρρείτε δηλαδή πως επιβιώσαμε εις τους αιώνας των αιώνων; Πώς περάσαμε διά πυρός και σιδήρου και φθάσαμε ως εδώ; Με το «σεις» και με το «σας» ή με το «ω αγαπητέ»; Κρατήσαμε τη μύτη μας έξω από τα λασπόνερα της Ιστορίας, επειδή ήμασταν προσαρμοστικοί, κωλοπετσωμένοι, καταφερτζήδες και επιβιωτές στα δύσκολα. Δεν θυμάστε πώς ξεκινούν οι στίχοι στους «κωλοέλληνες» του Σαββόπουλου; «Μελαμψές φυλές / κοντοπόδαρες / με γονείς ληστές…» Ε δεν θ’ αμφισβητήσουμε και τον Νιόνιο τώρα… Ούτε θα ξεχάσουμε ότι το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει…