Χωρίς περικοκλάδες: Ο Τραμπ κέρδισε γιατί οι λαϊκιστές πατάνε σε πραγματικά προβλήματα. Για να τα διογκώσουν στη συνέχεια ρητορικά και να υποσχεθούν λύσεις ανεφάρμοστες. Πολλοί βλέπουν μόνο το δεύτερο σκέλος, που στην περίπτωση του Τραμπ, με τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την μισαλλοδοξία, την υποκίνηση της βίας, τις προσβολές και τις ύβρεις, είναι οφθαλμοφανές και αποκρουστικό.
Χάνεται όμως έτσι το πρώτο σκέλος. Οτι οι λαϊκιστές μιλάνε με αμεσότητα (και παράλληλα με ψέματα και υπερβολές) για τα καθημερινά προβλήματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους, ιδίως τους πιο φτωχούς, τους λιγότερο μορφωμένους και όσους αισθάνονται αδικημένοι από το σύστημα και τη μοιρασιά της πίτας.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν και οι ελίτ που τη στήριζαν, όπως ο νομπελίστας οικονομολόγος, Πολ Κρούγκμαν, θεωρούσαν ότι οι αμερικανοί πολίτες που έλεγαν στις δημοσκοπήσεις ότι δεν βγαίνουν λόγω πληθωρισμού, είναι λίγο – πολύ «ηλίθιοι» που δεν βλέπουν τους πραγματικούς δείκτες ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας. Η οποία ήταν —όντως— η πιο εντυπωσιακή από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο μετά την πανδημία. Ηταν ή δεν ήταν «ηλίθιοι» αυτοί που διαμαρτύρονταν, στη δημοκρατία κάθε ένας από αυτούς τους απογοητευμένους και θυμωμένους ψηφοφόρους έχει από μια ψήφο στις προεδρικές εκλογές.
Εκτός από την οικονομία, τη μετανάστευση, τους πολέμους και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα (που σε αφήνουν στον δρόμο, αλλά τώρα ο Τραμπ θα το ξεχάσει γιατί τον χρηματοδότησε ο Μασκ) ο επόμενος (και προηγούμενος) πρόεδρος των ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκε και τη λεγόμενη «Woke ατζέντα». Διόγκωσε κάποιες όψεις της και κατάφερε —αυτός που καταπιέζει τα δικαιώματα των γυναικών στηρίζοντας την απαγόρευση στις αμβλώσεις— να πουλήσει τον εαυτό του ως υπερασπιστή της κοινής λογικής και των παραδοσιακών αξιών. Ποιος; Ο Τραμπ. Που έχει καταγραφεί να λέει ότι «τις γυναίκες πρέπει να τις αρπάζεις από το αιδοίο». Οι γραμμές άμυνας των Δημοκρατικών απέναντι σε αυτή τη διαστρέβλωση απέτυχαν να βρουν μια λύση. Οι μισοί και πάνω Αμερικανοί, με καθαρή πλειοψηφία, επέλεξαν τον Τραμπ.
Με εξαίρεση το μεταναστευτικό, τον ρατσισμό και τον σεξισμό, όλα τα υπόλοιπα συστατικά του εγχειρήματος Τραμπ, από το 2015 μέχρι σήμερα, τα είδαμε και στην Ελλάδα μετά το 2010 και τη χρεοκοπία της χώρας. Αντιγράφω: τα ψέματα, τη διαστρέβλωση, τη μισαλλοδοξία, την υποκίνηση της βίας, τις προσβολές, τις ύβρεις και τις απειλές. Κι εδώ το εγχείρημα, η έφοδος προς την εξουσία, την πρώτη φορά πέτυχε. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Τραμπ, οι δικοί μας λαϊκιστές, αφότου έχασαν την εξουσία απέτυχαν το 2023 να επιστρέψουν. Ισως γιατί, σε κάποιες περιπτώσεις, οι λαϊκιστές πρέπει να ηττηθούν δύο φορές για να μας αφήσουν ήσυχους.
Πάλι καλά δεν κυνηγήθηκαν δικαστικά όπως έκαναν εκείνοι με τη Novartis (κάτι θυμόταν ο Μητσοτάκης από την εποχή του Ειδικού Δικαστηρίου για τον Κοσκωτά) και δεν κατάφεραν έτσι να ηρωοποιήσουν τον εαυτό τους όπως έκανε ο Τραμπ, εκμεταλλευόμενος την εν τέλει επαμφοτερίζουσα στάση του Μπάιντεν, παρότι ήταν σαφές ότι είχε ωθήσει τον όχλο του σε ανταρσία κατά της δημοκρατίας στις 6 Ιανουαρίου του 2021.
Υπάρχουν σημεία που, στο επίπεδο της πολιτικής επιστήμης και της ανάλυσης της εκλογικής συμπεριφοράς, πρέπει να τα εξετάσει και η ελληνική κυβέρνηση μετά τις κάλπες στις ΗΠΑ; Προφανώς. Το πρώτο και κυριότερο είναι ο ιός της «γυάλας» και της ελιτίστικής προσέγγισης για την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ενδημεί δυστυχώς αυτός ο ιός στο Μέγαρο Μαξίμου, και όχι απλώς μπορεί να προκαλέσει (αλλά προκαλεί ήδη) τα ίδια αποτελέσματα που είδαμε στη Αμερική. Οταν οι πολίτες λένε δεν αντέχουμε άλλο με τις τιμές στα σούπερ μάρκετ (που δεν τα έχει αγγίξει κανένας) και η απάντηση από την κυβέρνηση είναι πώς το β’ τρίμηνο είχαμε την δεύτερη υψηλότερη ανάπτυξη στην ΕΕ είναι λογικό οι πολίτες να θέλουν κάπου να ξεσπάσουν. Και το πιθανότερο είναι να ξεσπάσουν στην κυβέρνηση.
Είτε απέχοντας (το είδαμε στις ευρωεκλογές), είτε σε μια επόμενη φάση, αν δουν ότι δεν τους ακούς, καταφεύγοντας σε λαϊκιστές και τσαρλατάνους. Ιδίως όταν παράλληλα με αυτή την κατάσταση ακόμη και όταν κάνεις το σωστό (όπως αντικειμενικά ήταν ο γάμος των ομοφύλων) οι ίδιοι άνθρωποι φροντίζουν πανηγυρίζοντας χωρίς λόγο να το τρίψουν στα μούτρα όσων ενοχλούνται. Ιδίως δε όταν μιλάμε για δικαιώματα πρέπει να υπάρχει αποκλειστικά και μόνο η λογική του ανοίγματος. Ποτέ αυτή της επικράτησης. «Elementary, my dear Watson»…
Το 2019, όταν ο Μητσοτάκης έριξε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, έγινε διεθνές θέμα, ως «ο ηγέτης της Ευρώπης που νίκησε τους λαϊκιστές». Κυβέρνησε με ρεαλισμό, αποκαθιστώντας την οικονομική αξιοπιστία της χώρας (κόστος δανεισμού — επενδυτική βαθμίδα), χτίζοντας συμμαχίες στο εξωτερικό, αντιμετωπίζοντας το Μεταναστευτικό (με κόστος και κριτική) και στηρίζοντας τα φτωχά νοικοκυριά με την επιδοματική πολιτική της πανδημίας. Ηταν ένας ρεαλιστής πρωθυπουργός που εστίασε στα προβλήματα. Για παράδειγμα, μπορεί αλήθεια να ισχυριστεί κάποιος ότι το αίσχος της Μόριας δεν έπρεπε να τελειώνει; Τον ρεαλιστή Μητσοτάκη τον είδαμε και προ ημερών όταν συνάντησε τον Πομπέο, στενό συνεργάτη του Τραμπ. Περιμένοντας την επόμενη μέρα.
Μετά τη νίκη του 2023, ωστόσο, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό που ήδη έτρεχε, άρχισε η ανεξέλεγκτη πτήση του ναρκισσισμού από κάποια στελέχη που είδαν εαυτούς ως πατέρες της νίκης. Ακόμη το ίδιο συμβαίνει. Ο ρεαλισμός δεν έχει επέμβει ακόμη. Αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με ένα νεύμα που θα δώσει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Αν δεν ξεπεραστεί, ωφελημένοι θα είναι οι λαϊκιστές. Ισως όχι οι ίδιοι που ηττήθηκαν δύο φορές αλλά άλλοι, όσοι τάσσονται εναντίον του Μητσοτάκη εντός και εκτός της Νέας Δημοκρατίας.
ΥΓ. Το κόστος από τον ιό της γυάλας είχε επισημάνει και στους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ ο πολύπειρος πολιτικός επιστήμονας Σταν Γκρίνμπεργκ. Τον Ιανουάριο του 2023 με άρθρο του στους Times του Λονδίνου είχε ζητήσει από τον Μπάιντεν «να ξεφύγει από τη φούσκα της ελίτ» και των οικονομολόγων και προειδοποιούσε πως ο Τραμπ είχε από τότε καταφέρει να περάσει στο ακροατήριο την αίσθηση πως «καταλαβαίνει πόσο θυμωμένος είναι ο κόσμος για την εκτόξευση των τιμών, τις ελίτ που γίνονται πλουσιότερες, την αύξηση της βίαιης εγκληματικότητας και τα κύματα των μεταναστών». Κοινώς, ο Γκρίνμπεργκ ήταν ο Νοστράδαμος του αυτονόητου.