Tο γνωστό, ενδημικό πλέον φαινόμενο των καταλήψεων έκανε και εφέτος, έστω κάπως πρώιμα, την εμφάνισή του –και αυτό είναι ίσως το μόνο κοινό στοιχείο του παρόντος σχολικού έτους με τα προηγούμενα.
Αφορμή για την εκδήλωσή του στάθηκαν τόσο οι όποιες ολιγωρίες και παραλείψεις της Πολιτείας σε σχέση με τη λειτουργία των σχολείων σε συνθήκες πανδημίας, όσο και οι αξεπέραστες αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν για τη βέλτιστη αντιμετώπισή της, όπως θα ήταν η γενικευμένη μείωση του αριθμού μαθητών ανά τάξη.
Στο μενού «αιτημάτων» των καταληψιών προστέθηκαν κατά παράδοση και κάποια γραφικά, όπως αυτό για την ακύρωση της αγοράς των Rafale ή την άρνηση στράτευσης στα 18, ενώ δεν αποκλείεται να εμφανιστούν κι άλλα ιδεολογικά διαμετρικώς αντίθετα. Όπως η ρατσιστική άρνηση της φιλοξενίας προσφύγων στα όρια ενός Δήμου.
Η ποικιλία των αιτημάτων έγκειται από τη μία στο γεγονός ότι αυτά αποτελούν αφορμή και όχι αιτία για τις καταλήψεις και από την άλλη ότι οι αντιλήψεις και τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά των μαθητών που τις πραγματοποιούν αυτή τη φορά ποικίλλουν σημαντικά. Σε αυτούς συγκαταλέγονται αρνητές του κορονοϊού και της μάσκας, συνειδητά ή ασυνείδητα ακροδεξιοί, αντισυστημικοί επαναστάτες, «ανησυχούντες» γενικώς, συνωμοσιολόγοι, μικρομέγαλοι ξερόλες και βέβαια οι κλασικοί χαβαλετζήδες.
Δύο όμως είναι και αυτή τη φορά τα κοινά χαρακτηριστικά τους κι αυτά πηγάζουν από τις σταθερές αιτίες που προκαλούν την περιοδικότητα των καταλήψεων.
Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι όλοι τους, ανεξάρτητα από τις επιμέρους πιθανές ή μη διαφορές τους, εκτιμούν ότι η καταστροφή της μαθησιακής διαδικασίας δεν αποτελεί κάτι σημαντικό και πως είναι «δικαίωμά τους» να την επιβάλουν και στους άλλους. Εξάλλου, ποιος πραγματικά νοιάζεται αν μαθαίνουν κάτι στο σχολείο; Στην πραγματικότητα, ούτε οι εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας. Αν νοιάζονταν, θα αξιολογούσαν σταθερά τα μαθησιακά αποτελέσματα και, βεβαίως, δεν θα είχαν επιτρέψει ποτέ τις καταλήψεις σχολείων, ως αδιανόητη πράξη, όπως είναι αυτονόητο σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο.
Αρα, «δεν τρέχει και τίποτα» και αν σταματήσει το μάθημα. Εξάλλου, βρε αδελφέ, τεχνικό είναι το πρόβλημα, θα συμπληρώσουμε τις χαμένες ώρες, λίγο με αφαίρεση ύλης, λίγο με κάνα μάθημα τα Σαββατοκύριακα και βλέπουμε…
Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό των καταληψιών αφορά το γεγονός ότι όλοι τους είναι παιδιά ή ανήλικοι. Αρα η ευθύνη των πράξεών τους χρεώνεται νομικά και ηθικά πρωτογενώς στους γονείς τους και δευτερογενώς στους δασκάλους τους. Γιατί, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ουδέποτε αυτές οι δυο ομάδες υπέθαλψαν τις προθέσεις τους, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι δεν τις αντιλήφθηκαν. Οπότε, είτε απέτυχαν να τις αποτρέψουν είτε αδιαφόρησαν για αυτές. Με δυο λόγια, απέτυχαν στον ρόλο τους ως καθοδηγητές των παιδιών και των μαθητών τους (αν δεν χρησιμοποίησαν ανήλικους για τους δικούς τους δόλιους σκοπούς, χειραγωγώντας τους με τον αισχρότερο τρόπο, δηλαδή καλλιεργώντας τους τον εφηβικό ναρκισσισμό).
Οποτε εκδηλώνονται καταλήψεις, οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας προσπαθούν «να σπρώξουν» την κατάσταση και ποτέ δεν ασχολήθηκαν ουσιαστικά με τα αίτια που τις προκαλούν
Εξίσου, με γονείς και εκπαιδευτικούς, έχουν αποτύχει μέχρι σήμερα στον ρόλο τους και οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας. Συμπεριφέρονται σταθερά σαν να μην τρέχει τίποτα, αρχικά υποβαθμίζοντας την έκταση των καταλήψεων, λες και δεν είναι σοβαρό να μη γίνεται μάθημα στο 1/10 ή το 1/20 των σχολείων. Στη συνέχεια κατηγορούν τους πολιτικούς αντιπάλους τους ως υποκινητές και μετά εκτιμούν ότι το φαινόμενο «θα εκτονωθεί» – ως μια μορφή κακοκαιρίας. Τέλος, όπως έγινε πρόσφατα, εντέλλονται υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη, που δεν έχουν οργανική σχέση με τα κατειλημμένα σχολεία, να συνομιλήσουν με τους μαθητές και «να αφουγκραστούν» τα αιτήματά τους.
Με δυο λόγια, όποτε εκδηλώνονται καταλήψεις, οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας προσπαθούν «να σπρώξουν» την κατάσταση και ποτέ δεν ασχολήθηκαν ουσιαστικά με τα αίτια που τις προκαλούν. Πρωτεύει πάντα η διαχείριση του όποιου πολιτικού κόστους αυτές προκαλούν κι όχι η θεραπεία ενός φαινομένου που αποτελεί ταυτόχρονα σύμπτωμα της ουσιαστικής αδιαφορίας μας για το τι συμβαίνει στο Σχολείο και, παράλληλα, ένδειξη της παρακμής μας ως κοινωνία.
Ετσι, οι καταλήψεις έφτασε να θεωρούνται μέρος της «κανονικότητάς» μας. Λίγο μετράει αν επί ΣΥΡΙΖΑ γίνονταν για το Μακεδονικό και σήμερα για τη διαχείριση της πανδημίας. Αύριο μπορεί να εκδηλωθούν για οποιοδήποτε απίθανο θέμα. Γιατί πλέον αποτελούν «δομή συμπεριφοράς», αποτέλεσμα των πραγματικών αξιών που επικρατούν στη χώρα μας.
Εύλογα, λοιπόν, θέτει κανείς το ερώτημα: και τι πρέπει να γίνει; Στη συγκεκριμένη συγκυρία ένα δημοκρατικά οργανωμένο κράτος θα έκανε το αυτονόητο: έπειτα από εντολή στις εισαγγελικές αρχές θα επανέφερε σε λειτουργία τα σχολεία χωρίς να ανοίξει μύτη, ενώ οι εισαγγελείς θα εγκαλούσαν τους γονείς των καταληψιών για παραμέληση ανηλίκου. Γιατί, ως γονιός έχεις ευθύνη, όταν το ανήλικο παιδί σου φεύγει αξημέρωτα από το σπίτι για να καταλάβει το σχολείο του και δεν ξέρεις πού κοιμάται το βράδυ…
Η παιδαγωγική δράση, δηλαδή το καθήκον να πεισθούν οι μαθητές ότι οι καταλήψεις είναι λάθος –ως ενέργεια επικίνδυνη για αυτούς και τους οικείους τους– και βλάπτουν ανεπανόρθωτα τη μάθηση, δεν εκδηλώνεται την ώρα της κρίσης. Προηγείται ή έπεται αυτής και είναι καθήκον πρωτίστως των δασκάλων τους. Φτάνει να είναι πεπεισμένοι ότι αποτελεί μέρος του παιδαγωγικού ρόλου τους και να σέβονται οι ίδιοι πάνω από όλα τη μαθησιακή διαδικασία.
Μοιάζει, όμως, βέβαιο ότι τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί στη χώρα μας, μέχρι όλοι μας να σοβαρευτούμε. Η ηγεσία του υπουργείου θα ποντάρει για άλλη μια φορά στην εκτόνωση του «φαινομένου» και όλοι μαζί θα περιμένουμε την επόμενη εκδήλωσή τους για ψύλλου πήδημα.
Με τη διαφορά ότι κάθε φορά αυτό θα εκδηλώνεται με περισσότερο κωμικοτραγικό και χυδαία χαβαλετζίδικο τρόπο. Γιατί, ως κοινωνία, εκπαιδευτική κοινότητα και πολιτικό σύστημα έχουμε αποτύχει να διδάξουμε τα παιδιά μας, οριοθετώντας τα και, επιπλέον, αποφεύγουμε συστηματικά να ασχοληθούμε με τους λόγους της αποτυχίας μας.
ΥΓ. Όσο γραφόταν το παρόν κείμενο, δημοσιοποιήθηκε η στήριξη της πλειοψηφίας του ΔΣ της ΟΛΜΕ στις καταλήψεις. Ουδεμία έκπληξη. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί καθηγητές που έχουν ενοχληθεί έντονα, αλλά η πλειονότητα μοιάζει να αποδέχεται σιωπηλά το περιεχόμενό της. Σε αντίθετη περίπτωση, υφίστανται δημοκρατικές διαδικασίες για την άρση εμπιστοσύνης στα όργανο εκπροσώπησης και έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Τώρα αγνοούνται.