Τα δικαιώματα των μουσουλμάνων της Κίνας εντάσσονται στην ατζέντα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ | REUTERS/Huseyin Aldemir
Απόψεις

Οι ΗΠΑ ανάμεσα σε αξίες και realpolitik

Αν η εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον δεν συνταιριάξει τον πραγματισμό και την έγνοια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Αμερική θα στερηθεί τη λάμψη της σαν παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη η οποία δύναται να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία
Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν

Δεν είναι ατύχημα ή σύμπτωση αυτό που η Κίνα διαπράττει εις βάρος των μουσουλμάνων Ουιγούρων στο Ξινγιάνγκ και πολλοί χαρακτηρίζουν γενοκτονία – ούτε η φυλάκιση του αντιφρονούντος Αλεξέι Ναβάλνι στη Ρωσία. Οι Κινέζοι χρειάζονται ένα ήσυχο Ξινγιάνγκ επειδή αποτελεί κομβικό σημείο στο ευρασιατικής στόχευσης πρόγραμμά τους Belt and Road. Το δε Κρεμλίνο έχει ανάγκη τους θεσμούς, αφού του χρησιμεύουν σαν παραπέτασμα, να μη φαίνεται η αποθησαύριση πλούτου που κάνει η ελίτ των γκάνγκστερ – και αυτός είναι ο λόγος που βλέπει τον Ναβάλνι σαν μεγάλη απειλή.

Και οι δύο χώρες είναι νευρωτικά αυταρχικά καθεστώτα που δεν μπορούν να δώσουν δεύτερες ευκαιρίες σε κανέναν. Με τις πρόσφατες επιχειρήσεις τους, οι οποίες συνιστούν κατάχρηση εξουσίας, θέλησαν να ζυγίσουν τις αντιδράσεις της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Στον 21ο αιώνα ο δυναμισμός τής πολιτικής περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι βασικός παράγων μόχλευσης. Επειδή σε αυτό το ζήτημα οι σοβαρές παραβιάσεις των παγκοσμίως παραδεκτών κανόνων αποτελούν επιλογή διακυβέρνησης για τα αυταρχικά καθεστώτα. Με αυτό το δεδομένο, οι ΗΠΑ δεν πρέπει να απορρίψουν το στρατηγικό πλεονέκτημά τους που προκύπτει από την πάγια δέσμευσή τους υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η εξωτερική πολιτική αντανακλά ιεράρχηση αναγκών. Οσον αφορά τις ΗΠΑ, το θέμα δεν είναι αν τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να κυριαρχούν στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής ή να μην πέφτουν καν στο τραπέζι. Το θέμα είναι ποια σειρά πρέπει να έχουν στην απάντηση που κάθε φορά θα δίνεται σε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα.

Εξωτερική πολιτική απολύτως κυριαρχούμενη από τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι βιώσιμη. Θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τα κύρια εθνικά συμφέροντά τους –λόγου χάρη, τη διατήρηση της ειρήνης με άλλες πυρηνικές δυνάμεις–, και τότε θα προέκυπταν και αλλεπάλληλες ανθρωπιστικές κρίσεις για το πολιτικό προσωπικό. Από την άλλη μεριά, πολιτική που επί της ουσίας αγνοεί τα ανθρώπινα δικαιώματα θα κατέβαζε τις ΗΠΑ στο επίπεδο της μονοδιάστατης realpolitik που χαρακτηρίζει την κινεζική και τη ρωσική στάση. Το ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τις ΗΠΑ από τους άλλους, αυτό που τις καθιστά όντως μεγάλη δύναμη.

Αυτή η ειδοποιός διαφορά είναι και η πλέον σημαίνουσα τώρα, αφού πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ καθιστούν την Κίνα τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο τους. Καθώς η οικονομική επιρροή της Κίνας μεγαλώνει, μια Αμερική που δεν θα μπορεί να απευθυνθεί στις βασικές αξίες των συμμάχων της θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση. Πράγματι, Ασιάτες και Ευρωπαίοι συζητούν θεωρητικώς περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ταυτόχρονα ασκούν αδίστακτη realpolitik. Ωστόσο το γεγονός ότι αναγνωρίζουν την ανάγκη τέτοιας ρητορείας δείχνει όχι μόνο πώς θέλουν να τους βλέπουν οι άλλοι, αλλά και πώς οι ίδιοι θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους.

Οι ΗΠΑ δύνανται να εκμεταλλευτούν αυτές τις πηγές εθνικής ταυτότητας. Ετσι μπορεί να γίνουν η μεγάλη δύναμη που θα εμπνεύσει τις μικρές και μεσαίες δυνάμεις να συμπαραταχθούν μαζί της. Ομως δεν μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς να δώσει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πλευράς Αμερικής και ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής προέκυψε από τη σφαγή του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και κατόπιν ενισχύθηκε από τον αποφασιστικής σημασίας τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι δυτικές δημοκρατίες θριάμβευσαν επί της καταπιεστικής σοβιετικής αυτοκρατορίας. Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν αναπόσπαστο μέρος μιας εξωτερικής πολιτικής που συνδύαζε ρεαλισμό και διεθνισμό.

Ακριβώς! Ο ρεαλισμός ήταν ζυμωμένος τόσο με τον διεθνισμό όσο και με τη φροντίδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι ΗΠΑ άσκησαν αυστηρή realpolitik ενώ συγχρόνως πρωταγωνίστησαν στη Συμφωνία του Ελσίνκι με σκοπό να στηρίξουν αντιφρονούντες στο σοβιετικό μπλοκ. Βασικά, αυτό ίσχυσε επί ημερών Ρίγκαν, όταν το υπουργείο Εξωτερικών είχε επικεφαλής του τον Τζορτζ Σουλτς και ήταν στελεχωμένο με ειδικούς στα ζητήματα της περιοχής, όπως και με ορισμένους νεοσυντηρητικούς σε καίρια πόστα.

Υστερα από τον Ψυχρό Πόλεμο και τους αποτυχημένους πολέμους των ΗΠΑ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, ο αμερικανικός πραγματισμός έχασε τον διεθνιστικό χαρακτήρα του και μεταμορφώθηκε σε απομονωτισμό νέου τύπου. Η έμφαση που προηγουμένως είχε δοθεί στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχώρησε απότομα, και η ατζέντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετατράπηκε σε μια στενή ιδεολογία από τις ελίτ εκείνων των διεθνολόγων και των δημοσιογράφων οι οποίοι από χρόνια είχαν τις δικές τους εμμονές με τα ανθρωπιστικά ζητήματα, σχεδόν αποκλείοντάς τα από την έννοια του εθνικού συμφέροντος.

Αυτό το χάσμα αντικατοπτρίζει τη βαθύτερη κομματική πόλωση στις ΗΠΑ: οι Ρεπουμπλικανοί μετατοπίστηκαν απότομα προς τον παλιομοδίτικο δεξιό εθνικισμό, ενώ οι Δημοκρατικοί κινήθηκαν -απότομα και αυτοί- προς την προοδευτική αριστερά της παγκοσμιοποίησης. Επειδή το πολιτικό κέντρο έχει χαθεί, ο πραγματισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα σπάνια αναφέρονται μαζί σε μία φράση, δηλαδή με κάποιον συσχετισμό. Ωστόσο, αν η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν συνταιριάξει τον πραγματισμό και την έγνοια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Αμερική θα στερηθεί τη λάμψη της σαν παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη η οποία δύναται να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία.

Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ανακτήσουν την πολιτική ενότητα που απολάμβαναν κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Ψυχρό Πόλεμο και μέχρι τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ωστόσο, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική τους, η διοίκηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν πρέπει να σφυρηλατήσει τον συμβιβασμό των δύο άκρων, του απομονωτισμού νέου τύπου και της ραγδαίας παγκοσμιοποίησης. Το ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο τρόπος με τον οποίο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στα διάφορα πλαίσια θα αποτελέσουν ενδεχομένως το βαρόμετρο της επιτυχίας του προέδρου.


* Ο Ρόμπερτ Ντ. Κάπλαν είναι πρόεδρος της Γεωπολιτικής στο Foreign Policy Research Institute. Εχει συγγράψει 19 βιβλία, με πιο πρόσφατο το «The Good American: The Epic Life of Bob Gersony, the Greatest Humanitarian of the US Government». Copyright: Project Syndicate, 2021.