Αν συμφωνούμε ότι όλοι οι πολίτες μιας χώρας, άνδρες και γυναίκες, ετεροφυλόφιλοι και ομοφυλόφιλοι, πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα (αυτό τουλάχιστον ορίζει το Σύνταγμα), μπορούμε στη συνέχεια να ασχοληθούμε με τους πολιτικούς.
Πριν το κάνουμε αυτό όμως, ας δούμε άλλο ένα σημείο στο οποίο πρέπει να συμφωνήσουμε (εκεί βρισκόμαστε): Οι γυναίκες είναι άνθρωποι. Οι ομοφυλόφιλοι, άνδρες και γυναίκες, είναι επίσης άνθρωποι. Αρα έχουν όλοι ανθρώπινα δικαιώματα.
Υστερα από αυτές τις απαραίτητες (δυστυχώς) διατυπώσεις, μπορούμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν. Δηλαδή στους πολιτικούς που πριν από 100 χρόνια, πριν 40 χρόνια αλλά και σήμερα, στα κανάλια και στα ραδιόφωνα, επικαλούνται λόγους συνειδήσεως που τους υποχρεώνουν να καταπιέσουν ανθρώπινα δικαιώματα.
Βεβαίως, επειδή δεν τρώμε κουτόχορτο, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτοί οι τόσο «αξιοσέβαστοι» λόγοι συνδέονται με ψήφους. Με τον ψηφοθηρικό ανταγωνισμό όσων επενδύουν στον σκοταδισμό. Διότι αν ο βουλευτής μιας περιφέρειας πάθει κρίση συνειδήσεως και το δηλώσει δημόσια σε ένα κανάλι, ο έτερος βουλευτής του ίδιου κόμματος στην ίδια περιφέρεια μπορεί να πάθει κι αυτός την ίδια κρίση –ίσως και ακόμα μεγαλύτερη. Προφανώς επειδή φοβάται ότι στις επόμενες εκλογές θα μείνει εκτός Βουλής.
Οταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε την ψήφο των γυναικών, αρχικά για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές, δήλωνε μεταξύ άλλων στη Βουλή (9 Ιουλίου 1929): «Δεν θα χαλάση τίποτε εις τον κόσμον αυτόν και θα το ιδούνε και εκείνοι οι οποίοι νομίζουν ότι τρέχουμε πολύ και εισάγομεν καινά δαιμόνια, τα οποία υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν ανατροπάς». Γνώριζε προφανώς ο σημαντικότερος πολιτικός στην ιστορία της Ελλάδας ότι πολλοί στα έδρανα της Βουλής θα είχαν «πρόβλημα συνειδήσεως»…
Μισό αιώνα μετά, με νόμο του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου (και την καθοριστική συμβολή της Μαργαρίτας Παπανδρέου), καταργήθηκε η προίκα. Και τότε κάποιοι αντιμετώπισαν προβλήματα συνειδήσεως για την κατάργηση ενός νομικού καθεστώτος που υποβίβαζε τη γυναίκα σε αντικείμενο και έδινε το δικαίωμα σε ένα άνδρα να παντρευτεί ένα κορίτσι 14 ετών.
Την ίδιο περίοδο, ο άνδρας έπαψε να είναι η κεφαλή και οι σύζυγοι είχαν πια βάσει νόμου τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις στον κοινό βίο, στη μέριμνα των παιδιών και στην περιουσία που αποκτούσαν μετά τον γάμο. Και βεβαίως, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου έγινε ενάντια στις σφοδρές αντιδράσεις της Εκκλησίας. Πολλοί είχαν και τότε σοβαρά «ζητήματα συνειδήσεως». Πιο απλά, έβαζαν την ψηφοθηρία στην περιφέρειά τους πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ορισμένοι στέκονται και σήμερα, με αφορμή το δικαίωμα στον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, στην αρχή της πλειοψηφίας. Ας κάνουμε την αναγωγή στο παρελθόν. Πώς θα ακουγόταν σήμερα το επιχείρημα που θα έλεγε ότι «είμαστε η πλειοψηφία: θέλουμε οι γυναίκες να μην ψηφίζουν και όταν παντρεύονται να είναι και ιδιοκτησία του άνδρα»; Προφανώς παράλογο και επ’ ουδενί «ζήτημα συνειδήσεως».
Αλλά και σε νομικό/συνταγματικό επίπεδο, όπως εξήγησε με άρθρο της στην «Καθημερινή» η καθηγήτρια Νομικής του ΑΠΘ, Κατερίνα Φουντεδάκη, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Σε μια δημοκρατική κοινωνία ο καθένας μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του για οποιοδήποτε θέμα, αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι η απόφαση για τη νομοθετική του αντιμετώπιση πρέπει να έχει σε κάθε περίπτωση την αποδοχή της “κοινωνίας”, ιδίως όταν πρόκειται για ζήτημα που δεν αφορά συνολικά όλους τους πολίτες, αλλά μια μερίδα μόνον αυτών και μάλιστα μειοψηφική».
Επομένως, τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι θέμα πλειοψηφίας, αλλά οφείλουμε να τα αναγνωρίζουμε σε όλα τα πρόσωπα μέσα σε ένα καθεστώς ίσης ελευθερίας. Οσο για τα «ζητήματα συνειδήσεως» που προέκυψαν και δεν αποτελούν τίποτε άλλο από ψηφοθηρική άσκηση και έκφραση ρατσισμού για τους ομοφυλόφιλους, ταιριάζει, πιστεύω, απόλυτα ο στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά, πασχίζουν να βρουν λεκέδες στη δική σου».