«Ασε, ξέμεινα από παιδοψυχίατρο και δεν ξέρω πώς θα τη βγάλω αυτόν τον χειμώνα». Προ ημερών, βρέθηκα σε μια ημιεπαγγελματική κοινωνική εκδήλωση με πολλούς ανθρώπους γύρω στα 30 με 40. Ενώ η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή και η φθινοπωρινή βραδιά χωρίς πολλή υγρασία, μετά τις λίγες πρώτες κουβέντες άνευρου small talk, άρχισαν να ξεπηδούν- στην αρχή κάπως διστακτικά, στη συνέχεια, χωρίς καμία αναστολή- μικρές και μεγάλες αγωνίες από τους ουκ ολίγους παριστάμενους γονείς.
Το σχόλιο για τον «παιδοψυχίατρο» ήταν ίσως το αποκορύφωμα (μαζί ίσως με το «Σεξ; Τι είναι αυτό;»). Τα υπόλοιπα είχαν να κάνουν με τα logistics σε μια εποχή οικονομικής στενότητας και φρενήρους multitasking (π.χ. «Αύριο πρέπει να σηκωθώ στις 6 για να μαγειρέψω…Δεν έχουμε, καμία βοήθεια. Και το ταπεράκι πρέπει να πάει γεμάτο στο σχολείο» ή «Κάθε εβδομάδα φτιάχνω καινούργιο πρόγραμμα για το babysitting, τη μία η αδελφή μου, την άλλη μια γυναίκα» κτλ)
Με ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας, αναρωτιόμουν αν και εγώ (που δεν διακρίνομαι για τη στωικότητά μου στο θέμα), ήμουν έτσι όταν είχα μικρά παιδιά. Μπορεί και να ήμουν, ο χρόνος εξωραΐζει. Και όμως, κάτι μου λέει πώς η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί.
Οι γονείς έχουν πάθει τσότσο, θα έλεγε κανείς στη γλώσσα της Γενιάς Ζ. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα ο επικεφαλής των ομοσπονδιακών υγειονομικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, δρ. Βιβέκ Μέρτι όχι απλά έκρουσε τον κώδωνα, αλλά εξέδωσε κοτζάμ προειδοποίηση. Κάλεσε πολιτικούς, ειδικούς ψυχικής υγείας κλπ. να προσφέρουν συμβουλές, στήριξη (και κυρίως) αναγνώριση του ανεμοστρόβιλου (με όρους κλιματικής αλλαγής), μέσα στον οποίο περιδινούνται σήμερα οι δυτικοί γεννήτορες.
H πρωτοφανής υγειονομική προειδοποίηση, γράφουν οι Νew York Times, είναι σχεδόν «εφάμιλλη» αυτής που έχει εκδοθεί π.χ. για το τσιγάρο ή το Aids. Διότι, σύμφωνα με τον Μέρτι, ένα 48% των σύγχρονων γονέων δηλώνουν ότι το στρες που βιώνουν είναι «completely overwhelming» (κοινώς, τα έχουν «παίξει», ) ενώ ένα διόλου ευκαταφρόνητο 41% παραδέχονται ότι είναι τόσο στρεσαρισμένοι «που δεν μπορούν να λειτουργήσουν».
Οι λόγοι πολλοί. Ο πρώτος, προφανής. Δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει άλλη γενιά στην ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει μεγαλώσει με τόσους παιδιοψυχιάτρους, λογοθεραπευτές, ειδικούς στη ΔΕΠΥ και στο θεατρικό παιχνίδι, προπονητές στο σκάκι και το κραβ μαγκά κλπ.
Και δίπλα σε αυτό την υπερεντατική (στα όρια του burnout) γονεϊκότητα, κάμποσα ακόμα. Οι οικονομικές δυσκολίες. Περιβάλλοντα και ωράρια εργασίας που δεν προσφέρουν καμία υποστήριξη ή ευελιξία. Η εξάρτηση των παιδιών από σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία (που, σύμφωνα με την πρόσφατη διεθνή ειδησεογραφία, μπορούν ενδεχομένως να χακαριστούν και να εκραγούν). Η πολυκρίση και ο τρόμος για το κλίμα.
Επιπλέον, μια κουρελιασμένη ψυχική υγεία. Η αγωνία να αναπληρώσεις αυτά που έχασε το παιδί σου στη διάρκεια της πανδημίας. Μια χαοτική κουλτούρα αέναης σύγκρισης με τους άλλους (που επιδεινώνεται από το Ιντερνετ). Το ότι νιώθεις διαρκώς πως κάποιος σου κουνάει το δάχτυλο (σύμφωνα με έρευνα του Pew Reseach Center, Σεπ-Οκτ 2022), ένα 53% των αμερικανών γονιών αισθάνονται ότι κρίνονται από τον σύντροφό τους και ένα 43% από τους δικούς τους γονείς. Ενα «κυνήγι….παράλογων προσδοκιών» συνοψίζει ο προαναφερθεις δρ. Μέρτι.
Νευροεπιστήμη και μοναξιά
Και μέσα σε όλα αυτά έχεις από δίπλα και τη νευροεπιστήμη. Παλιά τα μωρά ήταν αυτά τα αφράτα πλάσματα που έκαναν «αγκού», τώρα λανσάρονται ως δέσμες νευρώνων που πρέπει να ενεργοποιηθούν εγκαίρως. Στο βιβλίο της «Neuroparenting: Τhe Expert Invasion of Family Life», η κοινωνιολόγος Tζαν Μακβάρις προειδοποιεί ότι η υπερβολική γνώση για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, μάλλον βλάπτει. Γιατί αρχίζει και εδώ ένα πρόωρο και αμετροεπές άγχος (π.χ. αν το νήπιο έχει αρκετά πλούσιο λεξιλόγιο ή μήπως χάσουμε κάποια εξαιρετικά «κρίσιμη περίοδο»).
Θυμήθηκα μια φίλη, προ ημερών σε μια βόλτα, να μου μιλάει για την προσαρμογή του οκτάχρονου γιου της στο καινούργιο σχολείο, και για το πώς η ίδια το είχε βάλει στόχο τη ζωής της, κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, όσο κατάκοπη και αν είναι από τη δουλειά, να τον πηγαίνει ανελλιπώς στο πάρκο. Ηταν τόσο αγχωμένη (και είχα τόση οικειότητα μαζί της), που κάποια στιγμή σταμάτησα στη μέση του δρόμου και τής είπα: «Πας καλά;»
Η κουβέντα εκείνη (ιαματική και για τις δυό μας) με έπεισε ότι η σύγχρονη γονεϊκότητα, εκτός από πολυδαίδαλη και απαιτητική, σε καμία άλλη περίοδο της ανθρωπότητας δεν υπήρξε τόσο μοναχική. Ενδεικτικό ότι το ένα τέταρτο των γονέων στη Βρετανία νιώθουν μόνοι συχνά ή όλη την ώρα, ενώ ένα 63% αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Unicef UK).
Οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γείτονες και τα λοιπά κοινωνικά δίκτυα που κάποτε υπήρχαν, σταδιακά αποψιλώθηκαν. Και όχι, η ομαδική στο WhatsApp για να συζητήσουμε δεξιοδικά αν τα παιδιά έχουν τελικά αύριο διαγώνισμα στη γεωγραφία ή όχι (τα ίδια τα παιδιά δεν έχουν, φυσικά, λόγο σε αυτό), δεν είναι «μοίρασμα», είναι «υστερία».
Αποτέλεσμα; Η μαμά και ο μπαμπάς σήμερα περνούν τη μισή μέρα τους να διαπληκτίζονται (για όλα τα παραπάνω).
Τελικά, όσο και αν όλοι μυξοκλαίγονται για το Δημογραφικό, οι γονείς επωμίζονται υπερβολικά βάρη και υπερβολικές προσδοκίες (επικρατεί μια σχεδόν τιμωρητική λογική, του τύπου: «Εσύ ήθελες παιδιά, τρέχα τώρα»). Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής των ομοσπονδιακών υγειονομικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, πίσω από όλα κρύβεται ένα κοινό μυστικό: η «γονική μέριμνα» συνιστά σήμερα αποκλειστικά ατομικό καθήκον και όχι κοινωνικό.
Και όμως η (έμπρακτη και ηθική) στήριξη των ανθρώπων που μεγαλώνουν σε τέτοιους καιρούς παιδιά, πρέπει κάποια στιγμή να γίνει προτεραιότητα.