Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου ήταν αναπάντεχο για όλους. Ή, ακριβέστερα, αναπάντεχη ήταν η έκταση της συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ. Το 40,8% της Νέας Δημοκρατίας και το 11,5% του ΠΑΣΟΚ ήταν, ας πούμε, αναμενόμενα, ως οριακές καταστάσεις. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ του 20% μοιάζει ακόμα και σήμερα, για όλους μας, στα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Δεν είναι όμως. Είναι πραγματικότητα. Συνέβη. Συντριβή, πανωλεθρία, καταστροφή… Καμία λέξη δεν είναι υπερβολική για να χαρακτηρίσει αυτό που έπαθε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτό που οδήγησε στο αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής; Και πώς; Πιστεύω ότι αυτό δεν ερμηνεύεται χωρίς μια αναδρομή στην τελευταία δεκαπεντατία.
Η Κρίση και η συντριβή του παλιού κομματικού σκηνικού
Για να καταλάβουμε τι έγινε στις 21 Μαΐου πρέπει να γυρίσουμε στο 2009, στην αρχή της οικονομικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής καταστροφής. Τυπικά, μας λένε, η Κρίση τέλειωσε το 2018, καθώς τότε έκλεισε επίσημα το τρίτο μνημόνιο, του Τσίπρα. Αλλά εκλογικά τέλειωσε πολιτικά την Κυριακή – ή, σωστότερα, τελειώνει με το δίδυμο των τωρινών εκλογών, της 21ης Μαΐου και του Ιουνίου.
Γιατί ήρθε η Κρίση ξέρουμε: Τα κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία από το 1981, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, αλλά μαζί και τα δύο μεγάλα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία ως αντιπολίτευση πλειοδοτούσαν σε μια πολιτική αιτημάτων παροχών, μας έκαναν να ξεχνούμε συλλογικά τον «ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή την πλαστή ευημερία του άκρατου δανεισμού στην οποία ζούσαμε. Δανειζόμασταν για να καταναλώνουμε, όχι για να χτίζουμε, ενώ σκοπό της η κάθε κυβέρνηση είχε να φέρνει και να μοιράζει ακόμα περισσότερα χρήματα – με το αζημίωτο βέβαια, καθώς με αυτά εξαγόραζαν πολιτικά ρουσφέτια, θρέφοντας ένα διεφθαρμένο και ολοένα διογκούμενο Δημόσιο, και μια ολοένα πιο κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα.
Αυτά τέλειωσαν με την οικονομική καταστροφή, το 2009. Από την αρχή της Κρίσης ως τα μέσα του 2012, όπως γίνεται σε κάθε οικονομική καταστροφή, πέραν των ανυπολόγιστων συνεπειών, κυρίως στους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, ήρθαν μεγάλες πολιτικές αλλαγές, άλλες αμέσως ορατές, άλλες όχι αρχικά. Το πιο χαρακτηριστικό νέο πολιτικό φαινόμενο της εποχής εκείνης ήταν οι «Αγανακτισμένοι», με το μούντζωμα στη Βουλή και τον τοξικό-επιθετικό λαϊκισμό που άρχισε να κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο.
Το γεγονός ότι όσα έγιναν στην τριετία από το 2009 θα έφερναν τεκτονική αλλαγή στο κομματικό σκηνικό φάνηκε στις εκλογές του Μαΐου του 2012, όταν σαρώθηκαν τα δύο ως τότε κυβερνητικά κόμματα, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, τότε αναδείχθηκαν και αυτά που προέκυψαν από το κλίμα των «Αγανακτισμένων»: στα αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, στην άκρα δεξιά οι ΑΝΕΛ και στον, ήμαρτον Κύριε, ελληνικό ναζιστικό χώρο η Χρυσή Αυγή. Ένα κοινό χαρακτηριστικό είχαν και τα τρία: τον ανεξέλεγκτο, ανορθολογικό τοξικό-επιθετικό λαϊκισμό.
Ο πιο μεγάλος ηττημένος το 2012 ήταν όμως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στις αναγκαίες εκλογές του Ιουνίου έμεινε στο 13%, με τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζονται, με μικρή διαφορά, αποτελέσματα κάτω του 30%, και τους ρόλους της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η αυτοδυναμία δεν ήταν πια εφικτή, ούτε καν με το μπόνους των 50 εδρών. Έτσι, οι κυβερνήσεις Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) και κατόπιν Σαμαρά-Βενιζέλου, άνευ Κουβέλη, δεχόμενες την ασφυκτική πίεση του ΣΥΡΙΖΑ, πορεύθηκαν δυόμιση χρόνια, κούτσα-κούτσα, ενώ ο ακροδεξιός και ο ναζιστικός λαϊκισμός καλά κρατούσε. Στα θετικά εκείνων των κυβερνήσεων ήταν ότι τα, άλλοτε απόλυτα αλαζονικά δύο μεγάλα κόμματα, έπαψαν να κυβερνούν με υποσχέσεις παροχών και αναγκάστηκαν να προσπαθήσουν να φέρουν τη χώρα σε κάποια οικονομική τάξη – αν ήθελαν, βέβαια, ας έκαναν και αλλιώς, με την «Τρόικα» να τους πειθαρχεί. Αλλά πέτυχαν και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: έστειλαν το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής στη Δικαιοσύνη, επισημαίνοντας με την πράξη τους ότι δεν είναι κόμμα αλλά εγκληματική οργάνωση.
Ο τοξικός-επιθετικός λαϊκισμός στην εξουσία
Τον Ιανουάριο του 2015, το πιο αυθεντικό παιδί του τοξικού-επιθετικού λαϊκισμού της Κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, κέρδισε τις εκλογές. Ο Τσίπρας, στην πιο ξεκάθαρη επίδειξη του ουσιαστικά μη-ιδεολογικού και απολιτικού οπορτουνισμού του, κάλεσε τον ακροδεξιό Πάνο Καμμένο και τους ΑΝΕΛ να συγκυβερνήσουν, βαφτίζοντας τον «κεντροδεξιό» (!) με την ίδια ξεδιάντροπη άνεση που οι καθολικοί μοναχοί βάφτιζαν το κρέας ψάρι για να το φάνε, όπως και βάφτισε την «Τρόικα», «Θεσμούς», τάχα εξαφανίζοντάς την.
Οι δυο τους κυβέρνησαν με τον χειρότερο τρόπο, με ανικανότητα, ασυναρτησία, διαφθορά, άγνοια, ερασιτεχνισμό, έλλειψη σεβασμού στη διάκριση εξουσιών και στους δημοκρατικούς θεσμούς, μένοντας πιστοί μόνο στον τοξικό-επιθετικό λαϊκισμό τους. Στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης τους έφεραν την χώρα στο χείλος της καταστροφής, την έξοδο από το ευρώ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και ίσως και τον σταθερό δυτικό προσανατολισμό της. Αλλά το καλοκαίρι του 2015, αυτό τέλειωσε από τρόμο των συνεπειών της πράξης του, αφού ο ο Τσίπρας προχώρησε στη πιο βαριά θεσμική εκτροπή από τη Μεταπολίτευση: ένα δημοψήφισμα που προκηρύχθηκε λίγες μέρες πριν γίνει, με ερώτημα στους έλληνες πολίτες αν συμφωνούν ή όχι με ένα αγγλόφωνο κείμενο 300 σελίδων το οποίο κανείς δεν είχε διαβάσει! Αμέσως μετά, ο Τσίπρας, στην πιο εξευτελιστική πράξη για έναν πολιτικό, έκανε στροφή 180 μοιρών, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο από αυτό που τάχα «αποφάσισε ο λαός» – μα πώς στην ευχή το αποφάσισε, αφού δεν ήξεραν οι άνθρωποι τι ψήφιζαν;
Και όμως. Τέτοια ήταν η συνολική μας κατάντια, και κατά πλειοψηφίαν τύφλα μας, προϊόν της σταδιακής διολίσθησης και διάλυσης των πολιτικών κριτηρίων σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, που ο Τσίπρας επανεξελέγη λίγους μήνες μετά, πάλι παρέα με τον ακροδεξιό Καμμένο.
Στη δεύτερη θητεία τους οι ΣυριζΑΝΕΛ ψήφισαν τον νόμο για τις μεθεπόμενες εκλογές, δηλαδή τις χθεσινές – προσπάθησαν να το πετύχουν για τις επόμενες, δηλαδή του 2019, αλλά δεν τα κατάφεραν – καθιερώνοντας αυτό που έλεγαν «απλή και άδολη αναλογική», ένα σύστημα που είχε εφαρμοστεί για τελευταία φορά στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με καταστροφικά αποτελέσματα. Παρουσίασαν τους λόγους της επιλογής του ως ιδεολογικούς. Ξεγέλασαν μόνο τους αφελείς: ήταν μια πράξη ακραίου πολιτικού κυνισμού. Ο Τσίπρας έβλεπε ότι θα χάσει τις επόμενες εκλογές, και ήθελε να παραμείνει πάση θυσία στην εξουσία, συνεργαζόμενος με άλλους μικρούς.
Η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη
Στο διάστημα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ συνέβη όμως μια θεμελιακή αλλαγή στη Νέα Δημοκρατία: εξελέγη αρχηγός ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στέλεχος της πιο κεντρώας πλευράς του κόμματος. Σε ένα πολύ εχθρικό εσωτερικό, παλαιοκομματικό περιβάλλον, ο πρώτος στόχος του ήταν να διατηρηθεί στην αρχηγία του κόμματος. Το έργο του ήταν δύσκολο, με μία μόνο εξωτερική ευκολία: ότι στα χρόνια της Κρίσης η ακροδεξιά δεν στήριζε πια Νέα Δημοκρατία, καθώς είχε τώρα τα δικά της μορφώματα, ανάμεσα τους και τους ακροδεξιοαριστερούς ΑΝΕΛ. Ο Τσίπρας όμως αυτό δεν το είχε καταλάβει, εξ ου και κατάφερε όσο ήταν στην εξουσία να καθυστερήσει τη δίκη της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, πιστεύοντας ότι οι ψηφοφόροι της ανήκουν δυνάμει στη Νέα Δημοκρατία.
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2019, όπου η ακροδεξιά, συμπεριλαμβανόμενης της ναζιστικής, πήρε κάπου 8% και έμεινε στο περιθώριο, έκανε τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό. Οι ψηφοφόροι του πίστεψαν ότι είχε ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό τα διδάγματα της καταστροφικής πολιτικής δεκαετιών που οδήγησαν στην Κρίση, αλλά και ότι ανοιγόταν ουσιαστικά στο Κέντρο, δίνοντας ανώτατες κυβερνητικές θέσεις στους προερχόμενους από τον χώρο του, Γεραπετρίτη, Λιβάνιο, Πιερρακάκη, Σκέρτσο, Σκυλακάκη και Χρυσοχοΐδη και σε άλλους σε μικρότερες θέσεις.
Στην τετραετία από το 2019, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε κάποια σημαντικά λάθη, και καθυστέρησε ή και δεν έκανε αρκετές από τις μεταρρυθμίσεις που είχε τάξει προεκλογικά. Πρέπει να τις αναγνωρίσουμε όμως τρία μεγάλα ελαφρυντικά, τα δύο πρώτα αναπάντεχα: την πανδημία, και τον ακήρυκτο υβριδικό πόλεμο που άρχισε ο Ερντογάν, με κύριο στοιχείο του την εργαλειοποίηση του Προσφυγικού, μετατρέποντας εκατοντάδες χιλιάδες δυστυχισμένους ανθρώπους, άθελά τους, σε άοπλους εισβολείς στην Ελλάδα. Το τρίτο ελαφρυντικό ήταν ήδη αναμενόμενο: η εσωτερική υπονόμευση και ο εσωτερικός πόλεμος από τον παλαιοκομματικό κορμό της Νέας Δημοκρατίας, που άλλοτε εκφραζόταν ως πετυχημένη απόπειρα υπουργών του να λειτουργούν εναντίον της κεντρικής γραμμής, άλλοτε ως ολιγωρία και άλλοτε ως καθαρή, αλλά κρυφή, αμφισβήτηση, που φούντωνε ξανά στα κομματικά παρασκήνια με κάθε λάθος του Μητσοτάκη και κάθε κρίση.
Δίνω ένα παράδειγμα: η υποσχεμένη διαφύλαξη του πραγματικού πανεπιστημιακού ασύλου, με την προστασία της ελευθερίας των ιδεών στο πανεπιστήμιο, ακυρώθηκε από κάποιους υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας. Ντροπή τους. Αλλά και λάθος του ίδιου του Μητσοτάκη, που τους επέτρεψε να το κάνουν. Είπαμε όμως: η παλαιοκομματική, παλαιοπολιτική εσωτερική αντιπολίτευση, τον είχε σε κάποιο βαθμό δέσμιο.
Τα τρία ελαφρυντικά του Μητσοτάκη είναι πραγματικά και δικαιολογούν αρκετές από τις καθυστερήσεις, αν και κανένα δεν δικαιολογεί τα λάθη. Αλλά αυτά τα λάθη ανήκουν στο παρελθόν, και σε εκείνον. Σε εμάς, τους πολίτες, το μεγαλύτερο λάθος σήμερα, την επόμενη των εκλογών, θα είναι αν αποφασίσουμε – αυτό ακριβώς το λάθος έκανε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Τσίπρας – είτε αναλύοντας το αποτέλεσμα των εκλογών, είτε κοιτάζοντας το μέλλον, να εστιάσουμε αποκλειστικά στα στραβά της προηγούμενης διακυβέρνησης. Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε τόσα πολλά σωστά, ώστε να την αναδεικνύουν πιστεύω ως την πιο γνήσια επιτυχημένη, υπό ομαλές συνθήκες, κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης.
Διευκρινίζω ότι τη λέω «γνήσια επιτυχημένη» γιατί οι επιτυχίες της δεν οφείλονταν, όπως τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, στον ακατάσχετο και καταστροφικό δανεισμό, και προσθέτω το «υπό ομαλές συνθήκες» γιατί εξίσου επιτυχημένη ήταν και η πρώτη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία όμως είχε ένα συγκεκριμένο στόχο, ο οποίος ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά: να ανατάξει τη χώρα σε δημοκρατία, ύστερα από μία στρατιωτική δικτατορία.
Τα κύρια καλά της κυβέρνησης Μητσοτάκη μας τα θύμισαν διεξοδικά οι υποψήφιοί του την προεκλογική περίοδο. Ανάμεσά τους, η ψηφιοποίηση του κράτους, η επιτυχημένη διαχείριση των εξωγενών κρίσεων, η αντιμετώπιση της άοπλης εισβολής του Ερντογάν, η θωράκιση της εθνικής άμυνας απέναντι στις τουρκικές ακραίες προκλήσεις, η μείωση των φόρων και των εισφορών, οι εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, η ενδυνάμωση των δεικτών της οικονομίας αλλά και η αρχή του χτισίματος συστήματος προληπτικής ιατρικής στο δημόσιο Σύστημα Υγείας.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε το λύσιμο των χεριών της Δικαιοσύνης, αυτής που έδενε με αόρατα δεσμά τέσσερα χρόνια ο Τσίπρας, ώστε να τιμωρηθούν κατά τον νόμο οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής.
Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 21ης Μαΐου
Αυτά τα καλά και άλλα ίσως, όπως και για κάποιους ψηφοφόρους η πολύ ρεαλιστική δημοκρατική επιλογή του «το μη χείρον βέλτιστον», οδήγησαν στη μεγάλη τωρινή νίκη του Μητσοτάκη. Αλλά στις εκλογές πρωταγωνίστησαν και δύο ακόμα κόμματα: ο ΣΥΡΙΖΑ με την απόλυτη συντριβή του, και το ΠΑΣΟΚ, θεμελιώνοντας μία νέα υπόσχεση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά συνετρίβη όχι μόνο γιατί δεν έμαθε τίποτε, ούτε από τα λάθη της διακυβέρνησης του και ούτε από τα τέσσερα χρόνια στην αντιπολίτευση, αλλά και γιατί το ότι δεν έμαθε το έδειξε στην προεκλογική εκστρατεία με τον πιο δραματικό τρόπο. Το κόμμα που ψήφισε την απλή αναλογική, πήγε στις εκλογές χωρίς να έχει προετοιμάσει απολύτως τίποτε για το πώς και με ποιον θα συμμαχήσει για να κάνει κυβέρνηση!
Δεν πρέπει όμως να μας ξαφνιάζει αυτό: λειτούργησαν προεκλογικά όπως και διακυβέρνησαν. Πέραν της αλαζονείας, βασίλεψαν στην προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ ο ερασιτεχνισμός, η ασχετοσύνη, η χαβαλετζίδικη νοοτροπία και ο τοξικός-επιθετικός λαϊκισμός. Αλλά και το εσωτερικό χάος. Και έτσι, με τον Τσίπρα μια να μαίνεται και μια να αλλάζει, κάθε τρεις μέρες σχέδιο μετεκλογικής πρότασης, χωρίς να έχει καταλάβει ότι πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή των «Αγανακτισμένων», αφέθηκαν τα στελέχη του ανεξέλεγκτα να κάνουν αυτό που γνώριζαν καλύτερα: να λένε ό,τι τους έρθει στο κεφάλι. Το λύσιμο του Πολάκη από τα προσωρινά δεσμά του, η χυδαία επίθεση στον Διονύση Σαββόπουλο, οι τρέλες της «ομάδας των 53» περί τοπικών νομισμάτων, ο ορισμός της «μεσαίας τάξης» στα 5.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, η μνημειώδης γκάφα του Κατρούγκαλου, και τόσα άλλα, θύμισαν στους πολίτες τον ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο δεν θέλουν να αφήσουν τις τύχες τους.
Πιστεύω όμως ότι η πιο μοιραία πρόκληση στους δημοκρατικούς πολίτες, που οφείλεται η επιμονή του ίδιου του Τσίπρα αλλά και αρκετών στελεχών του ήταν ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι κατά βάθος καλά, απλά, λαϊκά, αγνά παιδιά, που πρέπει να τους σώσει ο ΣΥΡΙΖΑ από τον βόρβορο της αμαρτίας. Το επιχείρημα αυτό, εκτός από προκλητικά αντιδημοκρατικό είναι και βαθύτατα ανόητο, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο: αν αυτά τα έλεγε ο Τσίπρας πριν η Δικαιοσύνη καταδικάσει τους μαχαιροβγάλτες εγκληματίες της Χρυσής Αυγής, μπορεί να είχαν και μια δόση αλήθειας: όντως, κάποιοι οπαδοί της στην αρχή δεν ήταν ναζιστές, ήταν απλώς θυμωμένοι. Αλλά, βρε κύριε Τσίπρα μου, βρε καλοί μου άνθρωποι στον ΣΥΡΙΖΑ που παπαγαλίζατε τη φρικτή του προεκλογική έμπνευση, δεν σκεφτήκατε ότι οι ακόλουθοι του Κασιδιάρη, τους οποίους προσκαλούσατε να σας ψηφίζουν, ήταν αποφασισμένοι να υποστηρίξουν έναν καταδικασμένο εγκληματία και μία συμμορία καταδικασμένων δολοφόνων; Και δεν αναλογιστήκατε ότι όσοι κάνουν κάτι τέτοιο, και εν πλήρει γνώση τους, μπορεί να μην είναι ναζιστές με την έννοια της δεκαετίας του 1930, αλλά πάντως οπωσδήποτε δεν είναι κατά βάθος καλά, απλά, λαϊκά, αγνά παιδιά – αλλά ιδεολογικοί συνεργοί και λάτρες δολοφόνων;
Όχι, δεν το καταλάβατε, προφανώς. Έφταιγε το μυαλό σας, έφταιγε η απελπισία σας ότι θα συντριβείτε, έφταιγαν κάποιες ιδεολογικές σας αγκυλώσεις, δεν ξέρω. Αλλά καλώντας τους οπαδούς των δολοφόνων να σας στηρίξουν διαπράξατε μια μέγιστη προσβολή όχι μόνο στη δημοκρατία, αλλά και στη δημόσια τάξη που θέλουν οι απλοί πολίτες. Μοιραία, την πληρώσατε. Ας προσέχατε.
Η επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ
Στη «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ, ο κωμικός Μαλβόλιο λέει: «Κάποιοι γεννιούνται μεγάλοι, κάποιοι κατακτούν το μεγαλείο, ενώ σε κάποιους το ρίχνει η ζωή απάνω τους». Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν δίνει την εικόνα ανθρώπου που γεννήθηκε με έμφυτο χάρισμα, ούτε έπεισε ότι τα χρόνια του στη ζωή και στην πολιτική τα εκμεταλλεύτηκε για να κατακτήσει ειδικές και σπουδαίες δεξιότητες. Αλλά ο συνδυασμός των συγκυριών έφεραν έτσι τα πράγματα ώστε από χτες βράδυ να ανήκει στην τρίτη κατηγορία των «μεγάλων» του Μαλβόλιο: χάρη σε ένα ποσοστό για το ΠΑΣΟΚ που από μόνο του δεν είναι εντυπωσιακό, η ζωή, κατά κάποιο τρόπο έριξε απάνω του το μεγαλείο.
Εδώ μπαίνει η παράδοξη αριθμητική της πολιτικής, που όμως δεν στερείται λογικής. Ο Τσίπρας, χάνοντας το ένα τρίτο ψήφων του των προηγούμενων εκλογών κατατροπώθηκε, κατατροπώνοντας και το κόμμα του. Δεν παύει, παρά ταύτα, να πήρε ποσοστό 8,5% περισσότερο από το ΠΑΣΟΚ. Αλλά να το παράδοξο: η απλή αριθμητική αυτή υπεροχή δεν έχει τώρα καμία σημασία. Συγκριτικά, αυτός που πήρε 20% είναι ηττημένος, ενώ ο Ανδρουλάκης, που πήρε 11,5%, είναι νικηφόρος.
Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης έλεγε προεκλογικά ότι θέλει «υψηλό διψήφιο ποσοστό». Αυτό που πήρε δεν το λες με τίποτε ψηλό, και είναι ίσα-ίσα διψήφιο. Και όμως. Στην παράδοξη εκλογική αριθμητική, εν προκειμένω, γίνεται πανύψηλο. Αν είχε 9,99% δεν θα είχε νικήσει. Αλλά με μιάμιση μονάδα παραπάνω από τόσο νίκησε, και αυτό γιατί ανεβάζοντας το ποσοστό του κόμματός του κατά τρισήμιση μονάδες, δηλαδή πάνω από 40% από των προηγούμενων εκλογών, υπό την αείμνηστη προκάτοχό του και κερδίζοντας τα πολυπόθητα δύο ψηφία, ο Ανδρουλάκης είναι εκ των πραγμάτων ένα αστέρι που ανεβαίνει. Αντίθετα, ο Τσίπρας του 20% είναι, ας πούμε, ένας ήλιος – θα ήθελε να είναι πράσινος, αλλά δεν του βγήκε – που δύει. Ανάμεσα στον Τσίπρα και στον Ανδρουλάκη μένει σήμερα η διαφορά ανάμεσα στη δύση και στην ανατολή. Πολιτικά, είναι τεράστια.
Οι εκλογές του Ιουνίου
Στις εκλογές της 21ης Μαΐου, μας δείχνουν οι μετρήσεις ότι ο Μητσοτάκης πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό των κεντρώων. Χάρη σε αυτούς κέρδισε το εξαιρετικό υπό τις περιστάσεις 40,8%. Με όλο τον αέρα του νικητή που απέκτησε, ακόμα και να μην πάρει μεγαλύτερο ποσοστό στις επόμενες εκλογές – και βέβαια όλο και κάτι θα πάρει, ως θριαμβευτής – θα κερδίσει αυτονομία. Εύχομαι, και θα επανέλθω σε αυτό κοντύτερα τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση του, ενώ βέβαια είναι και πρέπει να παραμείνει και κεντροδεξιά, να είναι και πολύ περισσότερο κεντρώα. Το δικαιούνται οι κεντρώοι που τον στήριξαν εκλογικά, το θέλει όμως και το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού κορμού των ψηφοφόρων του, όπως δείχνουν οι θριαμβικές πρωτιές του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και του Κυριάκου Πιερρακάκη στις εκλογικές τους περιφέρειες. Όμως έχει δώσει ξεκάθαρο δείγμα ότι το το θέλει και ίδιος ο Μητσοτάκης, τοποθετώντας την Αγαπηδάκη, τον Στυλιανίδη και τον Σκυλακάκη στην κορυφή του ψηφοδέλτιου Επικρατείας.
Ο Μητσοτάκης μπορεί και πρέπει να τηρήσει πια όλες τις υποσχέσεις του, γιατί τώρα πια είναι απόλυτος κυρίαρχος του κόμματός του. Κάνει ό,τι θέλει. Άρα δεν έχει, και δεν πρέπει, να φοβηθεί κανέναν, ούτε μέσα, ούτε έξω από το κόμμα του. Ούτε παλαιοκομματικούς, εσωτερικά, ούτε ολιγάρχες και συμφέροντα εξωτερικά. Είναι κύριος του παιχνιδιού. Δεν τυχαίνουν σε πολλούς πολιτικούς στην ιστορία τέτοιες ευκαιρίες για να αλλάξουν για το καλύτερο τον τόπο τους. Εκείνος την έχει, γιατί την κατέκτησε. Πρέπει να την αξιοποιήσει.
Από εκεί και πέρα, λόγω πλέον προφανούς νικητή, στις ερχόμενες εκλογές η μονομαχία ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ θα συγκεντρώσει τώρα το κύριο ενδιαφέρον. Τη μερίδα του λέοντος της Κεντροαριστεράς στις εκλογές του Ιουνίου θα την πάρει ένα κόμμα. Έτσι κι αλλιώς, από το 2012 και μετά ο καυγάς αριστερά του Κέντρου είναι για τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που η πλειοψηφία τους στήριξε τον Τσίπρα το 2015. Η μεγάλη πρόκληση για τον Ανδρουλάκη, πρόκληση σήμερα το μεσημέρι εντελώς ρεαλιστική και εφικτή, ενώ έως το απόγευμα της Κυριακής δεν ήταν, είναι να τους ξανακερδίσει και έτσι να κερδίσει τη δεύτερη θέση, νικώντας τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση.
Ο Ανδρουλάκης ξέρει ότι αυτός είναι ο στόχος του, αφού το είπε χτες ξεκάθαρα. Πρέπει και μπορεί να τον πετύχει.
Ως κεντρώος το θέλω πολύ, όχι για να τον ψηφίσω αλλά γιατί η δημιουργία ενώ σωστού κεντροαριστερού κόμματος, που φάνηκε ότι είναι ανίκανος να οικοδομήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι βέβαιο ότι έχει μεγάλη σημασία για τον τόπο και την πολιτική του ζωή και το μέλλον. Όπως και είναι βέβαιο ότι για να υπάρχει μια καλή κυβέρνηση χρειάζεται και καλή και σοβαρή αντιπολίτευση.
Μητσοτάκης και Ανδρουλάκης κρατούν το πολιτικό μέλλον του τόπου στα χέρια τους. Ελπίζω να τιμήσουν την ευθύνη.