Αφού από το Σάββατο έχουν «μυρίσει εκλογές» στον Πρωθυπουργό, μπορεί κανείς βασίμως να υποθέσει ότι δεν θα αργήσουν και πολύ.
Αν μυρίζουν ήδη δηλαδή, η καθυστέρηση μπορεί να είναι προβληματική, το «φαγητό» να καεί και η μυρωδιά να γίνει δυσοσμία.
Τώρα το πότε ακριβώς, το πώς και το γιατί, μοιάζουν να είναι λεπτομέρειες και πάντως αν ο Μητσοτάκης πατήσει αύριο το κουμπί ή έστω στη συζήτηση του Προϋπολογισμού και ορίσει τον χρόνο των εκλογών κάποια στιγμή στο πρώτο τρίμηνο του έτους, ούτε θα εκπλαγεί κανείς, ούτε θα του ζητήσει και λογαριασμό για ποιον λόγο θα τις κάνει.
Το θέμα πλέον, όσο «μυρίζουμε» τις εκλογές, είναι τα μυστικά και τα ψέματα που κρύβονται πίσω από αυτές.
Ως προς τα μυστικά, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μάλλον δεν είναι πολλά. Είναι όμως κρίσιμα και διαμορφώνουν πολιτικά παράδοξα, που μπορεί να αποδειχθούν και μοιραία.
Για παράδειγμα: Η ΝΔ και ο Μητσοτάκης προηγούνται σε όλες τις μετρήσεις, με μία διαφορά από επτά έως και δέκα μονάδες. Σε κάποιες από τις έρευνες μάλιστα δείχνουν να αγγίζουν και το 37%, που υπό την καθοριστική προϋπόθεση της εξακομματικής Βουλής, δίνει αυτοδυναμία. Αυτή η προϋπόθεση είναι και ένα από τα κρίσιμα μυστικά. Θα είναι εξακομματική η Βουλή, έπειτα από τη δεύτερη αναμέτρηση της ενισχυμένης αναλογικής; Αν όχι και αν υπάρξει ένα ακόμη κόμμα, ας προσδεθούμε και ας έχουμε τα αλεξίπτωτα έτοιμα.
Το άλλο κρίσιμο μυστικό είναι η αποχή. Σε αυτήν θα παιχτούν πολλά και θα κριθούν ποσοστά, αυτοδυναμίες, συζητήσεις για συνεργασίες ή άλλου τύπου εξελίξεις.
Κατά τη δεκαετία της κρίσης και ειδικά στις εκλογικές αναμετρήσεις του Σεπτεμβρίου 2015 και του 2019, παρατηρήθηκε μία παγίωση του φαινομένου της αποχής στις ελληνικές εκλογές. Συνολικά, από το 2004 έως και το 2019 και με τον ελληνικό πληθυσμό σταθερό, «εξαφανίστηκαν» από τις κάλπες κάτι λιγότερο από δύο εκατομμύρια ψηφοφόροι.
Στις τελευταίες εκλογές η συμμετοχή ήταν αυξημένη κατά 200 χιλιάδες και κατά μείζονα λόγο αυτό ήταν και το -από μαθηματικής άποψης – κρίσιμο μέγεθος που έδωσε τη μεγάλη νίκη στον Μητσοτάκη και τη ΝΔ.
Με λίγα λόγια, υπό το πρίσμα της αποχής-συμμετοχής, πολλά και σημαντικά θα κριθούν από:
α) αν ο Μητσοτάκης θα διατηρήσει αυτούς τους κρίσιμους ψηφοφόρους του Κέντρου που τον ψήφισαν το 2019 και δεν θα επιλέξουν αυτοί να μείνουν σπίτι τους, σε συνδυασμό με το αν θα έχει απώλειες προς τα δεξιά
και β) αν ο Τσίπρας θα επαναφέρει με κάποιο τρόπο τους αριστερούς (ή κάποιους από αυτούς), που του γύρισαν την πλάτη τον Σεπτέμβριο του 2015 και από τότε τον κοιτούν με μισό μάτι, στην καλύτερη περίπτωση.
Τα μυστικά αυτά δύσκολα μετριούνται σήμερα και θα δούμε πώς θα επιδράσουν στις επικείμενες εκλογές.
Ως προς τα ψέματα, αυτά αφορούν τα επίδικα των εκλογών και το πώς τοποθετούνται δυνάμεις και πρόσωπα απέναντι σε αυτά. Η παραδοξότητα της πιθανής πολιτικής εμπλοκής, ενώ με βάση τουλάχιστον τις δημοσκοπήσεις η πολιτική κυριαρχία είναι προφανής και σε όλους τους δείκτες ο καταλληλότερος πρωθυπουργός και διαχειριστής είναι αδιαμφισβήτητος, μπορεί να φέρει τη χώρα σε εντελώς διαφορετική τροχιά από τη σημερινή.
Τι διακυβεύεται στις εκλογές ήδη προσπαθεί να το υπογραμμίσει ο Μητσοτάκης και το θέμα είναι αν θα πείσει και πόσους.
Και εφόσον υποθέσουμε ότι στις εκλογές θα συζητούμε για το τι διακυβεύεται και όχι άλλα, το βάρος και η πίεση θα πέσει στον Ανδρουλάκη. Προσφάτως άφησε τα πολύ αόριστα και νεφελώδη και μίλησε για «προγραμματικές συμφωνίες», ως βάση συνεργασίας με κάποιον.
Με πόσες προγραμματικές συμφωνίες θα προσέλθει όμως; Θα υπάρχει μία για τη συζήτηση με τον Μητσοτάκη και μία για την αντίστοιχη με τον Τσίπρα (αν υποθέσουμε ότι η τελευταία θα έχει ρεαλιστική βάση σχηματισμού κυβέρνησης);
Ή μήπως τελικά θα βρεθεί στο «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», αφού η συνεργασία με τον έναν ή τον άλλο και η παρατεταμένη αμφιθυμία θα στρέψει ψηφοφόρους προς την απλούστερη και ασφαλέστερη επιλογή;
Ολα αυτά αναγκαστικά θα τα απαντήσει η ζωή, όταν έλθει η ώρα. Και το θέμα εν προκειμένω σύντομα θα τεθεί και διαφορετικά – ως προς την ώρα των εκλογών: αυτό που θα την καθορίσει είναι η αξιολόγηση του Μητσοτάκη, για το αν υπό αυτές τις συνθήκες έχει κάτι να κερδίσει περιμένοντας ή θα είναι τελικά μονόδρομος να επισπεύσει τις εκλογές.