Το σκηνικό που διαμορφώθηκε στην παρουσίαση ονόματος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των 11 βουλευτών που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας εκδήλωσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς: στο φόντο τρία χρώματα (κόκκινο, πράσινο και μωβ) για να συμβολίζουν τη συγχώνευση των παραδοσιακών σοσιαλιστικών αξιών με τις πιο καινούργιες της οικολογίας και του φεμινισμού και γύρω από το πόντιουμ όλη η ΚΟ, ώστε να τονίζεται η έννοια της συλλογικότητας έναντι του αρχηγισμού.
Θα μπορούσε να είναι κάποιο από τα πολλά ανάλογα σχήματα που εμφανίζονται κάθε τόσο στην Ιταλία χωρίς να καταφέρνουν τίποτα. Θα μπορούσε όμως και να είναι και εικόνα από την ισπανική Αριστερά, όπου η μετάβαση από το υπό κατάρρευση σχήμα των Podemos στο σχήμα Sumar έγινε με αξιοσημείωτη επιτυχία και σήμερα ο σχηματισμός αποτελεί κυβερνητικό εταίρο.
Καθώς συμπληρώνεται σιγά σιγά ένα τρίμηνο από τη σειρά των γεγονότων που ανατίναξαν το σύμπαν ΣΥΡΙΖΑ, είναι σε όλους σχεδόν φανερό ότι στην εκλογή του Κασσελάκη (και λιγότερο στη διαδικασία διάσπασης που ακολούθησε) υπήρξε μια γενικευμένη παρεξήγηση. Η παρεξήγηση αφορούσε την πεποίθηση ότι ο Κασσελάκης εξέφραζε κάποια εκσυγχρονιστική και μετριοπαθή Αριστερά, που συνδέεται με τις αυτονόητες (ή μη) αλήθειες του φιλελευθερισμού, ενώ οι αντίπαλοί του κουβαλούν τις παθογένειες μιας Αριστεράς δυσκίνητης, παλιακής και παραδοσιοκρατούμενης.
Σήμερα ξέρουμε ότι ο διαχωρισμός αυτός υπάρχει με τον τρόπο που περιγράφεται, αλλά κυρίως στο αισθητικό και το πολιτισμικό επίπεδο. Η «Νέα Αριστερά», όπως είναι το όνομα που επέλεξε η ΚΟ των «11» για τον εαυτό της (όχι πάρα πολύ πρωτότυπο, αλλά πάντως σαφές και εύληπτο), κληρονομεί μια σειρά από όψεις της Αριστεράς όπως δομήθηκε κυρίως σε αυτόν τον αιώνα. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά λίγο: η κυριαρχία της Δεξιάς τα τελευταία χρόνια είναι ταυτόχρονα πολιτική, οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική, πολιτιστική, ηθική και αισθητική. Αρα οτιδήποτε αντιπαραβάλλεται σε αυτό έχει τη δυσκολία του.
Ομως σε έναν άλλο άξονα, που έχει επιβληθεί στη δημόσια συζήτηση τα τελευταία χρόνια, αυτόν του περιβόητου «λαϊκισμού», η γεωγραφία διαμορφώνεται με έναν δικό της ιδιότυπο τρόπο. Την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη μετέρχεται όλες τις μεθόδους που έχουμε συναντήσει κατά καιρούς σε όψιμες «αντισυστημικές» πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς ή της Αριστεράς (χωρίς να σημαίνει ότι συμμερίζεται τις θέσεις τους), η Νέα Αριστερά εμφανίζεται ως μια δύναμη συστημική, υπό την έννοια της κίνησης μέσα σε ένα δοσμένο πλαίσιο, πολιτικά και οικονομικά.
Η υπόγεια κόντρα που ξεκίνησε ανάμεσα στους δύο σχηματισμούς με αφορμή τη μη καταψήφιση από τους «11» τριών άρθρων στον νόμο για τα κόκκινα δάνεια, είναι ενδεικτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιχειρούσε να παρουσιάσει τους «11» ως «τραπεζική Αριστερά». Οι «11» προσπαθούσαν να εξηγήσουν για ποιον λόγο επέλεξαν το «παρών» και όχι το κατά στα συγκεκριμένα άρθρα και πώς συνδέονται με ευρωπαϊκές οδηγίες. Με όλον τον σεβασμό στην προσπάθεια του Κασσελάκη να πείσει ότι είναι πάρα πολύ κεντρώος και των «11» να πείσουν ότι είναι πάρα πολύ Αριστεροί, η διαφωνία αυτή, το 2012, θα μπορούσε να είναι άνετα μια διαφωνία ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΔΗΜΑΡ.
Στην πραγματικότητα, τα θραύσματα του πάλαι ποτέ ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ (και αυτοί που αποχώρησαν ακόμα περισσότερο) έρχονται αντιμέτωπα, με καθυστέρηση 8,5 χρόνων, με την πραγματικότητα ότι μετά τον Ιούλιο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε πια ούτε να είναι ούτε να παριστάνει τη «ριζοσπαστική Αριστερά». Είχε να επιλέξει ανάμεσα στο να είναι μια διαχειριστική Κεντροαριστερά με προοδευτικά χαρακτηριστικά ή μια θορυβώδης καταγγελτική δύναμη που θα εκκρεμεί πάνω από την κινούμενη άμμο ενός θεωρητικά μεσαίου λαϊκού χώρου, με χαρακτηριστικά πότε ριζοσπαστικά και πότε αντιδραστικά. Αυτές ήταν οι δύο πραγματικές ψυχές του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια και όχι μια υποτιθέμενη ριζοσπαστική αριστερή και μία δήθεν κεντρώα.
Καθώς η συντριβή κάθε προοπτικής εξουσίας διαχώρισε βίαια αυτές τις δύο ψυχές του ΣΥΡΙΖΑ, η κάθε πλευρά έχει συμφέρον να καταλάβει γρήγορα τι ακριβώς είναι για να πάρει τον δρόμο της, χωρίς να περιπλανιέται άσκοπα εκτός οδικού χάρτη. Πλέον δεν είναι αντιμέτωπες η μία με την άλλη, αλλά η καθεμία με τον καθρέφτη της. Η πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ένα υβριδικό για τα ελληνικά δεδομένα λαϊκό αρχηγικό κόμμα –που όμως θα πρέπει να πάρει, ας πούμε, τουλάχιστον τέσσερις φορές το ποσοστό της Ζωής Κωνσταντοπούλου για να επιβιώσει.
Η πλευρά της Νέας Αριστεράς έχει πιο πολλή δουλειά μπροστά της. Να συγκροτηθεί σε κόμμα, να ενσωματώσει στο εσωτερικό της κάποιες προσωπικότητες του χώρου που για την ώρα δεν είναι ενταγμένες σε αυτήν, να αντιμετωπίσει τις όποιες αναταράξεις μπορεί να δημιουργήσει η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να πάει πιο αριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019, να συγκεντρώσει ένα τέτοιο ποσοστό στις Ευρωεκλογές που να τη μετατρέπει σε σημαντικό παίκτη του πολιτικού συστήματος.
Εξακολουθεί να υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα. Οταν διεξαχθούν οι Ευρωεκλογές, η κυβέρνηση αυτή θα έχει συμπληρώσει θητεία πέντε χρόνων. Από ένα σημείο και έπειτα η ανάγκη για έναν πόλο που θα μαζεύει τη φθορά της θα είναι ανελαστική. Ο εκλογικός νόμος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα τείνουν προς ένα μοντέλο δύο κομμάτων. Αν οι εκλογές του 2023 δεν καταγραφούν ως εξαίρεση, ο κίνδυνος να καλυφθεί το «κενό» από μια ανεξέλεγκτη άνοδο της Ακροδεξιάς (που ήδη μετρήθηκε στο 14% τον περασμένο Ιούνιο) είναι υπαρκτός.
Μπορεί λοιπόν αυτός ο άλλος πόλος να είναι μια συνεργασία της Νέας Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ; Η κοινοβουλευτική πρακτική ήδη λέει «ναι». Η πολιτική πραγματικότητα όμως λέει «όχι», γιατί τότε η Νέα Αριστερά θα κινδύνευε με ρευστοποίηση προς τα αριστερά της. Αλλά αυτή είναι μια συνθήκη τού σήμερα και η συγκυρία έχει αποδείξει ότι επιφυλάσσει ανατροπές.
Το μόνο βέβαιο για την ώρα είναι ότι όλοι αυτοί που ψήφισαν Κασσελάκη για να προχωρήσει η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ και όλοι εκείνοι που ψήφισαν Αχτσιόγλου ή Τσακαλώτο για να την ξορκίσουν, έχουν ήδη αρχίσει να σκέφτονται μήπως θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι πιο επιτυχημένο με εκείνο το δίφραγκο.