| CreativeProtagon
Απόψεις

Οι αγριεμένες μυστακοφόρες

Κράτησαν σπίτια, ταβέρνες, κουζίνες, τηγάνισαν κιλά κεφτέδες και πατάτες, μεγάλωσαν παιδιά, εγγόνια, πεθερικά... Μόνες. Μηχανήματα. Τόσο που νομίζεις ότι αν ακουμπήσεις το χέρι σου απάνω τους, θα σ’ το κόψει η «κορδέλα» τους. Παρέδωσαν τη θηλυκότητά τους ως άχρηστη, αχρησιμοποίητη
Ρέα Βιτάλη

Με μαγεύουν οι ήχοι. Περιδιαβάζοντας στα χωριά της Τήνου. Αυτοί οι απρόσωποι ήχοι σαν ένα παράλληλο κρυφτό στο διάβα μου. Μια μπάλα που χτυπιέται κάπου, από ψηλά ακούγεται να πέφτει, άρα παιδιά παίζουν μπάσκετ; Και μετά, μια φωνή εφήβου «Πιάσ’ το, ρε». Μια τηλεόραση που παίζει. Μια παρεούλα που μάλλον τα πίνει. Ενα γέλιο, δυο γέλια.

Και η ησυχία ακόμα, όσο της αναλογεί, στέκει σε ετοιμότητα της επόμενης ηχητικής παρουσίας καθώς τα σπίτια κατοικούνται, βλέπεις φως, διακρίνεις ζωή ανάμεσα από πλεκτά κουρτινάκια και μπουφέδες με φωτογραφίες. Με μαγεύουν και οι γριές στις πεζούλες. Αυτές που αναδεύουν τα χέρια ως βεντάλια και λένε «Αχχχ! Αεράκι» και φορούνε ρομποφούστανο. Με μαγεύουν ως είδος υπό εξαφάνιση.

Κάθε επίσκεψη συναντώ όλο και πιο λίγες. Φέτος στέκεται η ματιά μου και σε μια άλλη κατηγορία. Οι αγριεμένες. Ολο το άνυδρο τοπίο το φέρουν εντός τους. Σβέλτες, ποτέ δεν θα τις βρεις να κάθονται. Τις παρατηρώ με βαθιά συμπόνια. Τόσο που έχουν χτυπηθεί από τον αέρα και βολοδείρει σε αέρηδες μοναξιάς ψυχής. Αγριεμένα ανεκτικές. Αγριεμένα ακούραστες. Με ενσωματωμένους θυμούς που διακρίνεις στο βλέμμα τους. Δεν θέλουν κουβέντες.

Κράτησαν σπίτια, ταβέρνες, κουζίνες, τηγάνισαν κιλά κεφτέδες και πατάτες, μεγάλωσαν παιδιά, εγγόνια, πεθερικά… Μόνες. Μηχανήματα. Τόσο που νομίζεις ότι αν ακουμπήσεις το χέρι σου απάνω τους, θα σ’ το κόψει η «κορδέλα» τους.

Παρέδωσαν τη θηλυκότητά τους ως άχρηστη, αχρησιμοποίητη… Πότε άραγε να την παρέδωσαν οριστικά; Φέρουν μέχρι μουστάκι, τρίχες σε πιγούνια, σε φαβορίτες, γάμπες μπετόν, χέρια τανάλιες. Μ’ αρέσει να τους μιλάω τρυφερά σαν από τερτίπι. Ξαφνιάζονται. Αμαθες είναι. Διασχίζουν στενά φουριόζες σαν σαύρες. Τις εντοπίζω. Καημενούλες μου.

Και στο τέλος, τους αναλογεί και ακόμα μια κατάρα. Να γιατροπορέψουν τον άνδρα που μισούν. Αυτόν που δεν τις κατάλαβε ποτέ. Μετά… Κάποτε μετά… Φοράνε ρούχα χηρείας. Θα μου πεις… Πάντα ρούχα χηρείας φορούσαν αλλά ετούτα είναι πιο ευκρινή στα μάτια των πολλών. Αναγνωρίζεται επιτέλους ένα πένθος τους ως πένθος.

Στα κρυφά τους ξεφυσάνε μια ανακούφιση, και ας έχει πια πετάξει οποιαδήποτε υποσχετική ανάστασής τους. Βγήκε τουλάχιστον το άχτι τους. «Θεός σχωρέσ’ τον» τους απευθύνουν όπου τις βρουν. «Καλός άνθρωπος» συμπληρώνουν. Αναστενάζουν. Μόνο αυτές και η ψυχή τους.

ΥΓ. Την επόμενη χρονιά που θα τις δεις, μπορεί κάποια να τις έχει βοηθήσει να ξηλώσουν το μουστάκι. Λες και τόσα χρόνια δεν το έβλεπε κανείς.