Πρώτα ήρθε ο Πατέλης (που ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να μειωθεί ο ΦΠΑ), ακολούθησε ο Μητσοτάκης (για να εξηγήσει μετ’ επιτάσεως ότι κάθε είδους παροχές και ανακουφίσεις θα είναι στοχευμένες και περιορισμένες). Αμφότεροι βγήκαν στην τηλεόραση για να βάλουν τέλος σε σενάρια που διέσπειραν οι ίδιοι οι κυβερνητικοί υπουργοί. Η επενδυτική βαθμίδα παραμένει «εθνικός στόχος» που δεν συμβαδίζει με το «δώσε-δώσε». Αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τον κάθε βουλευτή της επαρχίας, που κοιτάζει περισσότερο τις τιμές στα τσουβάλια του μπακάλικου της κωμόπολης του, παρά τις αξιολογήσεις της χώρας στους καταλόγους των διεθνών οίκων.
Βεβαίως, ο Μητσοτάκης πήγε για να εξαγγείλει φρένο παροχών στο κατ’ εξοχήν «λαϊκό» παιδί της ελληνικής τηλεόρασης Γιώργο Αυτιά. Ο οποίος κάθε Σαββατοκύριακο το ‘χει χούι να θυμάται τη λαϊκή σαμιώτικη καταγωγή του και έμπλεος αγανάκτησης να κατακεραυνώνει τους «τεχνοκράτες του Χάρβαρντ» καλώντας την κυβέρνηση να δώσει «κάτι παραπάνω» στην υιοθετημένη συνταξιοδοτούμενη φτωχολογιά του. Σημειολογικά, η πρωθυπουργική επιλογή δημοσιογράφου κινείται κάπου ανάμεσα στο λάθος και στην πολιτική απελπισία, αλλά αυτή είναι δουλειά του ίδιου του Κυριάκου και του επικοινωνιακού του επιτελείου. Εμάς δεν μας πέφτει λόγος, πλην ίσως αισθητικής φύσεως.
Εντάξει, εξήγγειλε κατάργηση για όλους της εισφοράς αλληλεγγύης και μια «ικανή» αύξηση του κατώτατου μισθού (ο γνώστης Αυτιάς την προσδιόρισε στο 5,5-6%, για να εισπράξει την συγκαταβατική ημι-επιβεβαίωση του Μητσοτάκη), όμως σε γενικές γραμμές η κυβέρνηση βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο εξαιτίας του πληθωρισμού. Λίγο απέχει η ελληνική κοινωνία από το να ζητήσει την αλήστου μνήμης ΑΤΑ του Ανδρέα, για να μπορούν στην συνέχεια οι Αυτιάδες να διεκδικούν μέσω του γυαλιού μεγαλύτερη αύξηση μισθών και συντάξεων ανά τρίμηνο. Διότι η ΑΤΑ, ανά τρίμηνο αύξανε τις αποδοχές, δεν ήταν τσίπηδες σαν τους σημερινούς. Η τελευταία ΑΤΑ που δόθηκε στην ιστορία του τόπου ήταν από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πριν πάρει τις τρίτες εκλογές και ήταν 9,2% (!) αύξηση μισθών και συντάξεων ως αντιστάθμισμα πληθωρισμού τριμήνου. Μετά την κατάργησε. Υπέροχα δεν θα ‘ταν και τώρα μια αύξηση 9,2%;
Τέλος πάντων, το ‘χω ξαναγράψει. Oταν η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται στο «δώσε-δώσε», οι μεταρρυθμιστικές ατζέντες πάνε κατά διαόλου. Η μακρο-οικονομία ποινικοποιείται, η δημοσιονομική πειθαρχία μεταφράζεται ως κατάρα και το πάνω χέρι παίρνουν οι δήθεν ευαίσθητοι του «δώσε-δώσε». Για να εμφανιστούν ξανά οι ίδιοι μετά την χρεoκοπία, μεταμφιεσμένοι σε αγανακτισμένους. Συμβουλή μου, να προσέχουμε (σε ποιους μιλάμε, τι λέμε και ποιους χρησιμοποιούμε για αγγελιοφόρους) για να έχουμε.