«Τι έγινε, βρε παιδιά; Βγήκε πάλι παγανιά ο άτιμος;», έλεγε ο Βουτσάς κάθε φορά που μάθαινε ότι κάποιος «δικός μας», ιδίως από τον καλλιτεχνικό χώρο, έφευγε από τη ζωή. (Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, το χιούμορ και το καλαμπούρι –άσος σε αυτό– σωσίβιο!) Και σε όσες κηδείες αυτών των αγαπημένων ανθρώπων έτυχε να παρευρεθώ, πάντα οι ίδιες κουβέντες γίνονταν στα πηγάδια εκείνων που μένουν πίσω.
Κουβέντες σκόρπιες, που εκείνες τις στιγμές έχουν ένα ειδικό βάρος. Κάποιες βαραίνουν πιο πολύ την ατμόσφαιρα, και κάποιες σου μαλακώνουν τον πόνο.
«Κρίμα, και είχε τόσο πολλά ακόμα να δώσει». «Ποια κατάρα έχει πέσει στο σινάφι μας και φεύγουν όλοι;». «Δεν μπορώ να το πιστέψω». «Τουλάχιστον δεν υπέφερε». «Εφυγε πλήρης ημερών». «Θα ζει αιώνια, αφήνει πολλά πίσω του/της». «Η Πολιτεία τον/την εγκατέλειψε». «Ενας ένας φεύγουν». Ετσι είναι…
Και καλώς είναι έτσι! Ο θάνατος των άλλων δεν πρέπει να είναι άσκηση ετοιμότητας για τον δικό μας. Το ξέρουμε ότι θα φύγουμε όλοι –από κάποιο σημείο της ζωής μας και μετά, ζούμε με αυτήν την υπενθύμιση κάθε μέρα. Το μόνο reminder που δεν χρειάζεται να βάλεις στο κινητό σου.
Είναι φυσικό να λέγονται κουβέντες γενικώς –εννοώ σε τέτοιες κηδείες, ανθρώπων που σχεδόν όλη τους η ζωή ήταν μια προβολή προς τα έξω. Δεν είμαστε κλειστοί άνθρωποι εμείς. Το στέρνο μας το αποκαλύπτουμε, ιδίως σε στιγμές μεγάλης χαράς κι ανείπωτης λύπης. Θρηνούμε με τα χέρια ανοιχτά, να ανοίξει το μέσα μας, να βγει η κραυγή του πόνου. Χαιρόμαστε και γλεντάμε ανοίγοντας τα χέρια μας φτερά, χορεύουμε σαν αετοί που πεθαίνουν στον αέρα.
Οντως, τον τελευταίο καιρό ο άτιμος το παράκανε! Αποχαιρετήσαμε από τον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων (πρόχειρα τους μνημονεύω), Μαχαιρίτσα, Μικρούτσικο, Σπανό, Λεονάρδου, Κοτανίδη, Τσεκλένη, Μικρογιαννάκη, Αγγελάκη-Ρουκ, Δημουλά.
Κι αν δέσει όλο αυτό με τον φόβο για τον κορονοϊό, που μέρα με τη μέρα μεγαλώνει, που δεν υπάρχει περίπτωση να «δικτυωθείς» κάπου και να μη συναντήσεις τη λέξη «θάνατος», πράγματι νιώθεις σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ένα κοκτέιλ κατάθλιψης.
Μια μεγάλη δε ειρωνεία του πράγματος, είναι ότι αυτός ο άτιμος, με πρόσχημα έναν ιό, έρχεται τώρα να αναστατώσει ακόμα και τα καρναβάλια μας! Και καλά τα χρηματιστήρια –αυτά, πάντα υπήρχε «κάποιος» ή κάτι για να τα κάνει άνω-κάτω. Αλλά τα καρναβάλια, ακόμα και στις πιο βαριές οικονομικές κρίσεις, πάντα έβρισκαν τρόπους, αλλά και πολλούς μασκαράδες, για να ξεγελούν την πραγματικότητα. Τώρα, τι γίνεται, ρε παιδιά;
Μια φίλη καλή μου λέει πως πρέπει να επιστρατεύσουμε τους ψυχοθεραπευτές μας. Να κάνουν τι; Τη ρωτώ. Να μας βοηθήσουν να εκλογικεύσουμε τον φόβο, ώστε να καταλάβουμε ότι ένας θάνατος στην Ιταλία και ένα περιστατικό στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι λόγος για επιδρομή στα σουπερμάρκετ, απαντά!
Εβλεπα στην τηλεόραση τον αγώνα Νάπολι – Μπαρτσελόνα για το Champions League. Βρισκόμαστε κιόλας στους «16» της διοργάνωσης, και παίζονται οι θέσεις για τους «8». Κανονικά, το στάδιο θα ήταν τίγκα. Ηταν μισοάδειο.
Οι κενές θέσεις είναι εκείνων που φοβούνται. Σωστά ή όχι, είναι κακό και απρεπές να τους κατηγορήσουμε για αυτό. Είπαμε: ο φόβος του θανάτου, από κάποια στιγμή και μετά, γίνεται καθημερινό reminder μας. Κι όταν συμβεί σε κάποιον δίπλα, δικό μας ή οικείο, έρχεται ακόμα πιο κοντά.
Ο Βουτσάς καλά τον περιέπαιξε τον άτιμο! Είδε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες συμπρωταγωνιστές του να φεύγουν. Στις ελληνικές ταινίες, που ακόμα προβάλλονται και έχουν πάντα μεγάλο κοινό, έφτασε να τον δείχνουν ως φαινόμενο: Να! Αυτός εδώ είναι ακόμα, κοντά μας, και συνεχίζει να παίζει και να μας χαρίζει γέλιο. Η τελευταία του παράσταση ήταν σε παιδική σκηνή. Πόσο πιο ωραία μπορείς «να τη βγεις» στον άτιμο και να του βροντοφωνάξεις «κερδισμένος από τη ζωή, εγώ είμαι»;